Η αλήθεια είναι ότι προκάλεσε μεγάλο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον η εκδήλωση – πολιτικό μνημόσυνο του Γιάννη στους Μελισσουργούς. Κυρίως εξαιτίας της ομιλίας του Νίκου Βούτση. Έχει ενδιαφέρον, και το σημειώνουμε, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιευμάτων αξιολογούσαν θετικά τη διαδρομή του αξέχαστου συντρόφου μας στην πολιτική και την Αριστερά.
Παράλληλα, όμως, με αυτό το αναμενόμενο ενδιαφέρον, όπως κάθε φορά που γίνεται άμεση ή έμμεση αναφορά σ’ εκείνη την ταραγμένη περίοδο στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της επόμενης, εκδηλώθηκε και ένα συγκαλυμμένο μένος για τους «Μπανιάδες». Τους εμφανίζουν πάλι σαν διαχρονικά αμετανόητους εραστές ενός αγκυλωμένου παρελθόντος, που παρεμποδίζουν την ομαλή πρόοδο προς μια σύγχρονη πραγματικότητα.
Δεν τους ενοχλεί που, στην πραγματικότητα, ήταν αυτοί που βρέθηκαν, μαζί με πολλούς άλλους, στον πυρήνα των προσπαθειών για την αναγέννηση της Αριστεράς, με τη συγκρότηση της σύγχρονης ριζοσπαστικής έκφρασής της, του ΣΥΡΙΖΑ, που την κατέστησε ικανή να διεκδικήσει και να αναλάβει την ευθύνη τής κυβέρνησης. Αντίθετα, όπως και άλλες φορές, τους κατηγορούν γιατί, μαζί με άλλους, προσέδωσαν ακριβώς εκείνα τα σύγχρονα χαρακτηριστικά στην Αριστερά τής εποχής μας –την αναφορά και τη σύνδεση με τα νέα κοινωνικά κινήματα, με την κινηματική δράση, τη σύνδεση με τα διεθνικά κινήματα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης το είδος του σοσιαλισμού που οραματίζεται– που της επέτρεψαν να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις.
Η εκδίκηση της γυφτιάς
Γιατί τόσο μένος από μερικούς μετά από τόσα χρόνια; Διότι στα χρόνια που μεσολάβησαν, διαψεύστηκαν όλες οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις τους. Οι «Μπανιάδες» δεν αποδείχθηκαν πρόβλημα. Έγιναν αναπόσπαστο μέρος μιας λύσης που έφερε την Αριστερά από τη γωνία στην κυβέρνηση. Και σήμερα, παρά τον αδυσώπητο πόλεμο, τη διατηρεί στη θέση τής αξιωματικής αντιπολίτευσης, της δυνάμει αυριανής κυβέρνησης, όπως οι αντίπαλοί της ομολογούν. Και όλα αυτά χωρίς να διαγράψουν το παρελθόν τους, αλλά με την απόφαση να το συναρμόσουν με το μέλλον της Αριστεράς.
Αντίθετα, όσοι νωρίς γοητεύτηκαν από εκσυγχρονιστικά συνθήματα που κήρυσσαν το τέλος της Αριστεράς και βιάστηκαν, με ή χωρίς προσχήματα, να την εγκαταλείψουν, βρέθηκαν γρήγορα στο τέλμα τής πιο αναχρονιστικής συνύπαρξης της ιδεολογικής παράδοσης στον νεοφιλελευθερισμό και της πρακτικής συνθηκολόγησης με τη διαφθορά. Υπάρχουν κι άλλοι, που για πολύ πιο πρακτικούς λόγους, έκριναν ότι, χωρίς προοπτική εξουσίας, δεν έχει νόημα να ασχολούνται πια με την Αριστερά, παρά μόνο ασκώντας της ανελέητη, καθημερινή, εργολαβική και στρεβλωτική ακόμα πολεμική.
Αυτό που τελικά τους στοιχειώνει, είναι ο ναρκισσισμός τους. Δεν τους αφήνει να δεχτούν ότι έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους. Γι’ αυτό είναι αποφασισμένοι και καταδικασμένοι να μην αξιωθούν τη χάρη του αναστοχασμού, αλλά να σπρώχνουν σαν άδειο τενεκεδάκι στο μέλλον τις διαψεύσεις τού παρελθόντος τους. Τους κυνηγάει το φάντασμα της βεβαιότητάς τους που δεν επαληθεύτηκε.