Στ’ αγόρι άρεσαν οι πέτρες. Οι άλλοι έριχναν βουτιές απ’ το Μεγάλο Κουντρί κι από το Μικρό, και οι πιο τολμηροί απ’ το παλιό ιταλικό πολυβολείο. Από ’κεί έπρεπε να στοχέψεις για να πέσεις εκεί που το νερό ήταν πιο βαθύ κι άσπριζε στον πάτο η άμμος, ανάμεσα σε βράχια που σκούραιναν και σού ’γνεφαν δολερά σαν το θάνατο, άμα τα κοιτούσες για πολλή ώρα από ψηλά – και τότε, προτού βουτήξεις, έπρεπε για μία στιγμή να τραβήξεις αποπάνω τους τα μάτια σου για να ξεφύγεις απ’ τη θανατηφόρα τους γητειά· να δεις γύρω τα κρίταμα, τα γαϊδουράγκαθα, το σκουπίδι που πέταξε ένας απ’ την παρέα και σκάλωσε στ’ αγκάθια, ή το μερμήγκι που κουβαλούσε το σπυρί· να δεις οτιδήποτε, πέρα απ’ τα βράχια στο νερό γύρω αποκεί που λεύκαζε η άμμος, κι έπειτα μεμιάς να στοχέψεις και χωρίς σκέψη, μ’ άδειο το μυαλό, να ρίξεις τη βουτιά.
Όμως στ’ αγόρι άρεσαν οι πέτρες. Όταν οι άλλοι έριχναν βουτιές, αυτός μονάχος τριγυρνούσε έξω στην αμμουδιά και στα ρηχά, και μάζευε ό,τι πέτρα είχε κατιτίς ξεχωριστό.
«Έλα, ρε Παύλο! Βούτα!» του φώναζαν οι άλλοι.
«Χέστη!»
«Κότα!»
Έβρισκε γαλακτερές που άλλες πρασίνιζαν κι άλλες ήταν πορτοκαλιές, κι άμα τις έβαζες στο δεξί μάτι, έκλεινες τ’ αριστερό και κοίταγες τον ήλιο, η πέτρα άφηνε το φως να περάσει αλλά το γλύκαινε, τό ’κανε μελένιο· υπήρχαν τραχιές πέτρες που, ψηλαφώντας τες, ένιωθες κάθε τους μυτούλα στο δέρμα σου, και πέτρες που ήταν τέλεια λείες και με τις πιο πλακουτσές απ’ αυτές, έτσι και τις έριχνες λυγώντας το κορμί, έκανες στο νερό μπορεί κι οχτώ και δώδεκα «ψαράκια»· μα δεν τις έριχνε ποτέ, αλλά μόνο τις έχωνε στην τσέπη, γιατί ήταν τούτες οι πιο πολύτιμες.
Μαύρες άλλες, ή λευκές, κι άλλες πάλι χρωματιστές.
«Μου ’χεις γεμίσει το σπίτι πέτρες. Θα σ’ τις πετάξω», του ’λεγε η μάνα, όμως μες στην αγανάχτησή της υπήρχε τρυφεράδα, το μάλωμά της ήταν σαν σκληρή καραμέλα πού ’λιωνε κι άφηνε στο στόμα της μια γλύκα. Και συνέχισε να τον μαλώνει κι αφού αρρώστησε, και μετά που ’χασε όλα της τα μαλλιά, μα τώρα αυτή η ίδια τζούφια απειλή, πως θά ’παιρνε όλες του τις πέτρες και θα τις πετούσε, άφηνε στο στόμα της μια λύπη.
Μετά την κηδεία, διάλεξε απ’ όλες τις πέτρες εκείνη που ήταν η πιο αγαπημένη του, γιατί δεν είχε βρει άλλην πιο λευκή και πιο λεία, και σ’ όλο το δρόμο μέχρι το Κρυονέρι, ένα μισάωρο μέσ’ απ’ τον ελαιώνα, την έσφιγγε στη χούφτα του με τόση δύναμη, θαρρείς και η πέτρα θα χανόταν έτσι και τ’ αγόρι χαλάρωνε λίγο το χέρι.
Στάθηκε στην άκρη του βράχου, πάνω στο πολυβολείο, και χαμηλά κάτω το νερό αποδώ άσπριζε, κι αυτό ήταν η ζωή, κι αποκεί μαύριζε, κι αυτό ήταν ο θάνατος. Δεν είχε ξεσφίξει το χέρι ούτε στιγμή και τώρα έκανε μισό βήμα ακόμα· ταλαντεύτηκε στο χείλος σαν χορταράκι και, δίχως να κοιτάξει, πήδησε.
Τι απέγινε ο χρόνος και κράτησε η βουτιά τόσην ώρα; Τον σταμάτησε η πέτρα στη χούφτα του, γιατί ’ταν μαγική, τ’ αγόρι το ’ξερε πάντα αυτό.
Ένα σύννεφο πρόφτασε με τον αέρα να πάρει άλλη μορφή.
Ένα πλοίο πρόφτασε να φανεί στον ορίζοντα.
Τόσα άλλα έγιναν, ώσπου η πέτρα να λύσει τα μάγια της, ο χρόνος να κυλήσει ξανά και τ’ αγορίστικα πόδια, λυγισμένα, να σκάσουν στο νερό πρώτα, κι έπειτα κι όλο του το κορμί. Είτε θα ζούσε, άμα τύχαινε να βρει κει που άσπριζε η άμμος, είτε θα τσακιζόταν πάνω στα μαύρα βράχια και θα πέθαινε. Όμως ο θάνατος τον πήρε ξώφαλτσα, μονάχα, και του άφησε από τη συνάντησή τους ένα ενθύμιο στο δεξί χέρι, κείνο που έσφιγγε την πέτρα.
Γύρισε σπίτι και κάθισε να πιει το γάλα του. Τό ’βαλε μόνος στο ποτήρι, προσεχτικά μη χυθούν σταγόνες στο τραπέζι. Είχε ακουμπισμένα από τη μια μεριά την πέτρα κι απ’ την άλλη το γάλα, σαν να έπρεπε να διαλέξει, γιατί ήταν εξίσου λευκά και τα δύο, κι εκείνη ήλθε τότε και κάθισε αντίκρυ του.
«Πού σχίστηκες;» τον ρώτησε.
«Στον βράχο».
«Σε ποιον βράχο;»
«Πήδησα απ’ το πολυβολείο».
«Δε σού ’χω πει ότι ’ναι επικίνδυνο να πηδάς από ’κεί;»
«Είχα μαζί την πέτρα μου. Την κρατούσα όταν βούτηξα».
«Αυτήν εδώ την πέτρα;»
«Ναι».
«Να την δω».
Την έσπρωξε προς το μέρος της, όμως η μάνα του ’πε:
«Δεν μπορώ πια να την πιάσω».
Έτσι, την έβαλε στη χούφτα του κι άπλωσε το χέρι. Ταίριαζε τόσο τέλεια μέσα στην παιδική παλάμη, που εκείνη δεν ήξερε τι άλλο να πει. Κι ας τον μάλωνε, είχε νιώσει και πρωτύτερα, όσο ζούσε, τι αξία είχαν γι’ αυτόν όλες οι πέτρες που μάζευε στην ακροθαλασσιά, μα τώρα το έβλεπε ξεκάθαρα· γιατί τίποτα, τίποτα, δεν θα μπορούσε να ταιριάξει καλύτερα στην παιδική χούφτα, από τούτη την πέτρα· ούτε το ποτήρι με το γάλα, ούτε το ψωμί, ούτε το μολύβι, ούτε ένα κέρμα που θ’ αγόραζε μ’ αυτό παγωτό, ούτε το χέρι ενός κοριτσιού…
Μονάχα η πέτρα. Το ’βλεπε, τώρα που ήταν πια νεκρή.
Και καταλάβαινε, τώρα, ποια ήταν η μαγεία της πέτρας. Μπορούσε να γυρίσει πίσω το χρόνο και να τ’ αλλάξει όλα. Ή, αν όχι κι όλα, ν’ αλλάξει τουλάχιστον πολλά.
Το αγόρι θά ’χε βουτήξει απ’ το πολυβολείο και θα είχε τσακιστεί στα βράχια αποκάτω· το κύμα θα ’χε πάρει το κορμί του, θα το είχε βγάλει στις ρηχές σπηλιές παρακεί. Νωρίς τ’ άλλο πρωί, ο ψαράς πού ’βγαινε εκεί με τη βάρκα του, ή μπορεί ένας πρωινός κολυμβητής, θα τον είχε βρει άψυχο πάνω στην άμμο και στα βότσαλα.
Ενώ τώρα τ’ αγόρι, μόνο του στο τραπέζι, ήπιε λίγο λίγο το γάλα γιατί ήταν κρύο ακόμα, έγλειψε τα χείλια του πού ’χαν ασπρίσει, ξέπλυνε το ποτήρι και το έβαλε ανάποδα να στραγγίξει· αλλά δεν πήρε την πέτρα, την άφησε πάνω στο τραπέζι, κάλεσμα και φυλαχτό, για να την βρει εκεί η μάνα έτσι κι ερχόταν ξανά.
Θα ’ρχόταν ξανά, τό ’ξερε με σιγουριά· κι άμα τύχαινε να το ξεχάσει, κι έτσι και τύχαινε να φοβηθεί μην και δεν την ξανάβλεπε, δεν είχε παρά να κλείσει στη χούφτα του την πέτρα.