«Και ποιος δρόμος σ’ έβγαλε εδώ στην ερημιά;»
«Ήρθα να κόψω χνάρια για τα αγριογούρουνα. Μεθαύριο αρχίζει το κυνήγι, ξέχασες παππού;»
Ξεχνιέται αυτό;
«Α!» είπε ξερά ο γέρος.
«Ναι, άντε να δούμε πόσα θα φάμε φέτος».
Ο γέρος έβγαλε λίγο καπνό από τη νάιλον σακούλα του, έστριψε ένα τσιγάρο, το σάλιωσε και το έβαλε στο στόμα του.
«Όψιμος ο καιρός φέτος», έκανε ο άλλος.
«Δεν βαριέσαι».
«Εσύ μπάρμπα, δεν έτυχε να κουβεντιάσουμε, στον εμφύλιο τι έκανες;»
Ο γέρος τον κοίταξε με το πλάι του ματιού.
«Τι τα σκαλίζεις;»
«Εμ, πώς; Ο πατέρας μου πριν πεθάνει μου έλεγε ιστορίες».
Ο γέρος κούνησε το κεφάλι αλλά δεν απάντησε. Ο άλλος συνέχισε:
«Μου έλεγε πως τα πράματα ήταν δύσκολα εδώ. Πως το χωριό ήταν χωρισμένο και ότι οι μισοί πολέμαγαν τους άλλους μισούς».
«Έτσι θα νά ’ταν».
«Εσύ τι λες;»
Ο γέρος στράβωσε το στόμα του.
«Τι να πω; Εγώ πολέμσα τους Γερμανούς, δεν πολέμσα τους Έλληνες. Και όσοι Έλληνες στέκονταν δίπλα στς Γερμανούς, Γερμανούς τς λογάριαζα. Δεν ήταν το όνομα, ελληνικό ή ξένο. Η αγάπη για το χώμα ήταν».
Ο άλλος σταμάτησε κάποια δευτερόλεπτα.
«Ο δικός μ’ έλεγε είχε πολεμήσει κάπου εδώ πάνω, στο Κάτεργο. Ποια περιοχή λένε έτσι στα βουνά αυτά;»
Ο γέρος έκατσε πίσω στην καρέκλα του και φύσηξε τον καπνό. Τον κοίταξε εξεταστικά. Δεν μίλησε. Μετά από λίγο ο άλλος ξαναρώτησε.
«Εκεί δεν πολέμησε ο πατέρας μου; Ρώτησα στο χωριό, δεν ξέρει κανένας. Μόνο εσύ, λένε, ξέρεις τα βουνά αυτά».
Ο γέρος ανασηκώθηκε στην καρέκλα και τον κοίταξε στα μάτια.
«Δε χρειάζεται να ξέρεις, για το καλό σ’», του είπε ήρεμα, πιο ήρεμα από ποτέ και στράφηκε προς τα αριστερά.
«Μωρέ εγκυκλοπαιδικά ρωτάω, να μην ξέρει κανείς τον τόπο του;»
Ο γέρος κοίταξε τα βουνά. Χρόνια στα βουνά αυτά. Τον μεγάλωσαν και τα μεγάλωσε. Δεν άντεχε τους ανθρώπους. Τους σιχάθηκε γι’ αυτό που είναι, γι’ αυτό που έχουν γίνει. Μπορεί να ήταν και ο ίδιος προβληματικός, να μην ταίριαζαν τα χνώτα του, ήταν κι αυτή μια σκέψη, το σίγουρο ήταν ότι δεν έκανε με τους άλλους. Τι θέλει τώρα αυτός, εδώ, ο γιος του μαυραγορίτη και ζητάει πληροφορίες; Για καλό δεν είναι!
«Θύμισέ μου παιδί μου, πώς σε λέν;»
«Καρκάνης. Πέτρος».
«Άκου Πέτρο, παιδί μ’. Πάρε το αυτοκινητάκι σ’ και πήγαινε στο χωριό να κάμεις καμιά δουλειά. Ωραία μέρα σήμερα, ξεκούραστη. Άσε τς παλιές ιστορίες και τα Κάτεργα. Όποιος σκαλίζει σκελετούς, σκελετώνει κι ο ίδιος».
Ο Καρκάνης σηκώθηκε και κοίταξε τον ορίζοντα. Ψυχή δεν υπήρχε εκεί πέρα. Ψυχή δεν φαινόταν πουθενά.
Γαμημένε σκατόγερε!
Ψυχή δεν υπάρχει εδώ πέρα.
Γύρισε προς τον γέρο που είχε σηκωθεί. Με μια απότομη κίνηση τον άρπαξε από τον λαιμό τον έσφιξε και τον έριξε στην καρέκλα.
«Πες μου, γαμημένε κωλόγερε, πες μου πού στα κομμάτια είναι το Κάτεργο;»
Ο γέρος ήρεμος. Άλλο τόσο εξαγριωνόταν ο άλλος.
«Μίλα, θα σε σκοτώσω».
Ο γέρος ατάραχος. Σαν να είχε αποφασίσει να χαιρετήσει τον κόσμο αυτό, να χαιρετήσει τους ανθρώπους μια για πάντα. Δεν θα του έλειπε κανένας, δεν θα έλειπε σε κανέναν. Εκτός από έναν. Και ο άλλος, σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη του, το ξεστόμισε.
«Μιλά γιατί θα πάω στην Αθήνα να βρω το κορίτσι σου!»
Ο γέρος γούρλωσε τα μάτια. Μίλησε. Και τα είπε όλα. Και ο Καρκάνης, επιβεβαιώνοντας το μένος του γέρου για τους ανθρώπους, έσφιξε τα χοντρά χέρια του ακόμη περισσότερο, τόσο ώσπου οι αρθρώσεις του άσπρισαν, τα μάτια του γέρου γούρλωσαν, οι φλέβες στον λαιμό του πετάχτηκαν, το πρόσωπο κοκκίνισε, μπλάβιασε και η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει.
* * *
Έπιασε απότομα τον λεβιέ και κατέβασε ταχύτητα.
Κωλοδρόμος!
Δεν ένιωθε άσχημα! Παραδόξως δεν ένιωθε καθόλου άσχημα. Ίσα ίσα! Ο γέρος είχε φάει τα ψωμιά του, σε κανέναν δεν θα έλειπε, μόνος να ταλαιπωρείται εδώ πάνω, χάρη του έκανε.
Ως εδώ όλα καλά.
Πάτησε λίγο το γκάζι και το τετρακίνητο αγροτικό αυτοκίνητο μούγκρισε και επιτάχυνε στον χωματόδρομο που οδηγούσε σε μια από τις κορφές του Βελουχίου, στο Κάτεργο. Έπρεπε να βρει το μέρος και το μόνο που είχε ήταν το κρυμμένο γράμμα του πατέρα του.
Από την πίσω μεριά του κόκκινου βράχου.
Ο πατέρας του, χωρίς να το γνωρίζει, θα του έσωνε το τομάρι για άλλη μια φορά. Και τώρα είχε μπλέξει σοβαρά, δεν ήταν σαν τις προηγούμενες.
Δεν γλιτώνεις από αυτούς.
Αν είναι δυνατόν, από εικοσιεννιά, τριανταένα!
Εκείνος έκανε «μάνα» στην παρτίδα. Μπροστά του τα φύλλα μετρούσαν τριάντα. Έχανε μόνο με τριανταένα.
Επιτέλους θα ξεχρεώσω!
Και φτάνει στον τελευταίο, τον μουσάτο:
«Όλα!»
«Τι όλα;»
«Όλα όσα έχεις μπροστά σου!»
Ο Καρκάνης χαμογέλασε. Θα διπλασίαζε.
«Θες φύλλο;»
«Εσύ τι λες!»
Ένα δεκάρι. Ο άλλος έφτανε στα εικοσιεννιά.
Ο Καρκάνης ήταν σίγουρος. Κοίταξε το δικό του τριαντάρι.
«Άλλο;» χαμογέλασε ειρωνικά.
Ο μουσάτος τον κοίταξε εξεταστικά. «Θέλω!»
Ρίχνει το φύλλο του μουσάτου στο τραπέζι. Η καρδιά του έχασε σίγουρα έναν δύο χτύπους. Δύο κούπα!
Από εικοσιεννιά, τριανταένα.
Ακούς διάολε; Από εικοσιεννιά, τριανταένα.
Και τώρα θα έπρεπε να ξεχρεώσει τον πιο επικίνδυνο τοκογλύφο της περιοχής.
Από το τζάμι, στα δεξιά του δρόμου, στην απέναντι πλαγιά, είδε να ξεπροβάλλει το φαλακρό ξέφωτο. Προχώρησε με το αγροτικό ανάμεσα στα έλατα, έστριψε στην κλειστή στροφή και ανέβηκε προς τον σπανό λόφο. Σταμάτησε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Έπαιρνε σιγά σιγά να σουρουπώνει. Κοίταξε γύρω του. Όπως το είχε περιγράψει ο πατέρας του στις σημειώσεις.
…και στο κέντρο υπάρχει ένα ξεραμένο πηγάδι. Στα δέκα μέτρα αριστερά… προς τον γκρεμό… ο κόκκινος βράχος, τρύπιος…
Ακολούθησε τις οδηγίες, ξαναλογάριασε και μετά από λίγο τον είδε. Ο βράχος. Αγέρωχος. Πόσο κακό έχει δει αυτός ο βράχος! Στο κορμί του τρύπες από σφαίρες Γερμανών και Ελλήνων. Και όπως έλεγαν στο χωριό, ο πατέρας του ήταν με τους Γερμανούς.
Ιστορίες για αγρίους.
Πέντε λίρες το καρβέλι.
Το θυμόταν που το συλλάβιζαν οι δικοί του στο σπίτι. Και μετά έλεγαν για τους νεκρούς στο κατώφλι τους, ότι πέθανε κόσμος και κοσμάκης. Πώς να ξεχάσει το τακ τακ στην πόρτα, το αδύναμο αυτό τακ τακ με το κοκκαλιάρικο χέρι.
Πέντε λίρες το καρβέλι.
Κι αυτοί μέσα να κρύβουν και του πουλιού το γάλα.
Ο γέρος είχε δίκιο. Όποιος ασχολείται με σκελετούς, σκελετώνεται ο ίδιος.
Έδιωξε τις σκέψεις του και άρπαξε από την καρότσα του αυτοκινήτου το συρματένιο όργανο. Έσκυψε και ξεκίνησε να περπατάει γύρω από τον βράχο. Μόλις έφτασε από πίσω, εκεί που οι τρύπες από τις σφαίρες λιγόστευαν, τα σύρματα άρχισαν να κουνιούνται. Σε λίγο, γύριζαν σαν τρελά. Άλλο τόσο τρελά γύριζαν και τα μάτια του. Ήταν ξεκάθαρο ότι στη μεριά αυτή του βράχου, χωμένες, θα υπήρχαν οι λίρες, η σωτηρία του. Έτρεξε στο αυτοκίνητο και άρπαξε το φτυάρι και την αξίνα. Ξεκίνησε να σκάβει μανιασμένος. Δεν καταλάβαινε από πόνους και κούραση.
Άντε Θεούλη μου!
Έπιανε τα χώματα μία με τα χέρια, μία με το φτυάρι, λες και θα τα έτρωγε! Μαύρα μούτρα, μαύρα χέρια, μαύρη ψυχή! Ξέχασε και τους τοκογλύφους και τον φόνο που μόλις έκανε. Το μόνο που τον ένοιαζε πλέον ήταν οι λίρες. Αξίνα, φτυάρι, αξίνα, φτυάρι, είχε φτιάξει μια γούρνα ένα μέτρο, και μετά δύο μέτρα, έφτανε βαθιά και άλλο βαθιά και λίγο ακόμα. Είχε χωθεί τόσο μέσα ώσπου δεν φαινόταν πια.
«Έλα, έλα!» μονολογούσε κι έσκαβε μέχρι που η αξίνα κόλλησε.
Τι είναι αυτό;
Άρχισε να καθαρίζει τα χώματα με τα μαύρα του χέρια.
Τενεκές.
Τα χέρια του δουλεύαν πιο γρήγορα από ποτέ. Όλες του οι αισθήσεις είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Έσερνε τα χώματα, έφτασε στο καπάκι, το πίεσε, άνοιξε τον τενεκέ κι εκεί, στο φεγγαρόφωτο, άστραψαν οι χρυσές λίρες μπροστά στα μάτια του. Τόσο πολύ είχε τυφλωθεί και παραδοθεί σε έναν άλλο κόσμο που δεν είδε εκεί, στην άκρη της γούρνας τη σκιά ενός φτυαριού. Ενός φτυαριού από το παρελθόν, γεμάτο αίμα, που σηκώθηκε και έπεσε στο κεφάλι του με δύναμη ανοίγοντάς του το κρανίο στα δύο.