Το βράδυ της 14ης Ιουνίου, μια νύχτα με ψιλό χαλάζι, η Λένα Φιλίνη, 42 ετών, παντρεμένη, με δύο ανήλικα παιδιά στο αμάξι, οδηγεί στη Βουλιαγμένης. Ένα γατάκι διασχίζει τη λεωφόρο, τα μάτια του για μια στιγμή αντανακλούν τα φώτα των προβολέων. Το αμάξι φρενάρει, γλιστρά στο οδόστρωμα, ντεραπάρει στο διαχωριστικό και καρφώνεται στο αντίθετο ρεύμα. Δύο διερχόμενα αμάξια διεμβολίζουν και συνθλίβουν το λευκό Φορντ Φιέστα. Ο θάνατος της Λένας Φιλίνη είναι ακαριαίος. Η κόρη της χάνει τη μάχη για τη ζωή κατά τη διακομιδή. Ο γιος της χαροπαλεύει σε μια κλίνη της εντατικής.
Η μάνα στοιχειώνει το λευκό Φορντ που καταλήγει ένα μάτσο από παλιοσίδερα σε μια μάντρα αυτοκινήτων. Δεν αποχωρίζεται λεπτό το τιμόνι, στριμώχνεται στο κουφάρι μιας άμορφης μάζας και πασχίζει να στρίψει όλο δεξιά.
Το κορίτσι τρυπώνει στο σώμα της τραυματιοφορέα. Αρνείται να εγκαταλείψει το ζεστό χέρι που πάλεψε να την κρατήσει ζωντανή. Ρουφάει τις σκέψεις της, περιγελά τους φόβους της, κλέβει τη ζωή της. Η άρχουσα και άξαφνη λεύκη στον καρπό της τραυματιοφορέα μαρτυρά την απόγνωση ενός νεκρού κοριτσιού ν’ αφήσει το σημάδι της.
Το αγόρι ζει για μήνες στον βυθό μιας μαύρης τρύπας αναζητώντας λόγια από αγαπημένα πρόσωπα. Είναι μόλις τεσσάρων ετών. Ψάχνει απεγνωσμένα τις λέξεις που σχηματίζουν το πρόσωπο του πατέρα του. Για να τον καθησυχάσουν από τους εφιάλτες τού έχουν δώσει μια εικοσιτετράωρη μεζούρα που στάζει κατά προσέγγιση τα δευτερόλεπτα, του ζητούν να επιλέξει πού θέλει να κατοικήσει, σε ποιο μέρος της ώρας, σε ποια στιγμή εκείνης της ημέρας, ώστε να ζήσει και πάλι δίχως αρχή και τέλος. Όμως, δεν ξέρει πώς να μετρήσει τον χρόνο, πόση ορμή έχουν τα δευτερόλεπτα, πόση απόγνωση οι ώρες, πόση ματαίωση τα χρόνια, πώς θα χωρέσει όλο τον χρόνο μιας τεμπέλικης, μακρόσυρτης ημέρας σε μια στιγμή;
Κι ενώ ίπταται για μερόνυχτα πάνω από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης αγωνίζεται να ορίσει το χιλιοστό του δευτερολέπτου που κίνησε την πλάστιγγα να γείρει. Ανατρέχει στο χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ που του έδωσε κρυφά από την αδερφή του η γιαγιά του, στο παγωτό χωνάκι βανίλια σοκολάτα που λέρωσε το κάθισμα του συνοδηγού, στα συνομήλικα αγόρια που τον κορόιδεψαν για το εμπριμέ μαγιό του, στην αδερφή του που τους βαρέθηκε και ήθελε να σηκωθεί να φύγει για να βρει τις φίλες της, στις φωνές που έβαλε και τα κλάματα που έμπηξε για να μείνουν λίγο ακόμα, στη μητέρα του που μιλούσε συνεχώς στο κινητό βαδίζοντας νευρικά στην άμμο, στον πατέρα του που για άλλη μια φορά δεν εμφανίστηκε.
Αγωνίζεται να ορίσει τη στιγμή που θα τον απελευθερώσει από το βάρος της παρουσίας τους· μάνας, πατέρα, αδερφής, που θα τον κάνει να πάψει να κρύβεται μυξοκλαίγοντας πίσω από μισόκλειστες πόρτες, τη στιγμή που θα σιγάσει τις φωνές και θα ξεριζώσει τις υποσχέσεις, κι όσο τραβά τη μεζούρα του ορού να μετρήσει τα κυβικά εκατοστά που χωρούν στην ώρα, τακ-τακ-τακ, τόσο επανέρχεται σ’ εκείνο το σιωπηλό, παρατεταμένο δευτερόλεπτο που αναβοσβήνει στο ταμπλό του αυτοκινήτου και γράφει 21:52 στο ψηφιακό ρολόι, πάνω που είχε αρχίσει να ρίχνει ψιλό χαλάζι, τακ-τακ-τακ, η αδερφή του γκρίνιαζε στο μπροστινό κάθισμα, η μάνα του της πέταξε τελευταία φορά που την παίρνουν μαζί κι όλα μεμιάς σιώπησαν γιατί ο τρόμος είναι μια ανάσα χωρίς πνοή, ένα ξέπνοο μακροβούτι.
Ανασύρει από τα συντρίμμια τη στιγμή, βλέπει το βλέμμα του να αντανακλάται στις διεσταλμένες κόρες του φοβισμένου γατιού, στις διογκωμένες φλέβες των χεριών της μητέρας του καθώς στρίβει δεξιά το τιμόνι, στο κέρινο πρόσωπο της αδερφής του που δεν προφταίνει την κραυγή, στον εαυτό του στο πίσω κάθισμα που ίπταται στον χώρο και τον χρόνο. Και ζει για μια ακόμη φορά τη στιγμή, το χαλάζι πληγώνει τις λαμαρίνες, μαστιγώνει την άσφαλτο, το αμάξι επιταχύνει, η μητέρα σηκώνει να απαντήσει το κινητό της που χτυπάει, η λέξη Στράτος αναβοσβήνει στην οθόνη, το γατάκι κοκκαλώνει, το αμάξι ολισθαίνει, και τότε τα χέρια του ανοίγουν να πετάξουν δειλά, φλαπ-φλαπ-φλαπ, ανασηκώνεται για λίγο, αιωρείται στο κενό, το παρμπρίζ θρυμματίζεται, το αμάξι συνθλίβεται, μια κόκκινη γραμμή πιτσιλάει και βάφει το στραπατσαρισμένο αμάξωμα κι έπειτα το χαλάζι γίνεται βροχή, τακ- τακ-τακ, και το νερό ξεπλένει τη στιγμή.
Το αγόρι επιλέγει να κατοικήσει σε μια κλήση που δεν ευοδώθηκε. Αποφασίζει να στοιχειώσει το κινητό του πατέρα του. Φαντασιώνεται ότι υποκλέπτει μηνύματα, τηλέφωνα, τραπεζικούς λογαριασμούς. Ονειρεύεται ότι φυτεύει τον σπόρο του κακού λογισμικού, βάφει τις εφαρμογές με ανεξίτηλα, αιμάτινα χρώματα, θρυμματίζει την οθόνη σε πολλαπλά σημεία, καλεί επίμονα φίλους και γνωστούς μεταμεσονύκτιες ώρες, φιμώνει τις γυναικείες φωνές, δυσχεραίνει το σήμα, διαγράφει σημαντικά μέιλ και ραντεβού. Κοντεύουν τρεις μήνες στο νοσοκομείο, το αγόρι σχεδιάζει να στήσει το πατρικό του στα θεμέλια μιας ανεπίδοτης κλήσης, ώσπου ξημερώνει μια μέρα όπου ο αριθμός δεν αντιστοιχεί σε κανέναν συνδρομητή.
Το αγόρι δεν έχει πια που να επιστρέψει, καθώς ένας παρατεταμένος οξύς ήχος συνοδεύει τον μονότονο βόμβο της μηχανικής υποστήριξης, ανοίγει τα μάτια παλεύοντας να ανασάνει, ενώ ίπταται στο μεσοδιάστημα, σ’ ένα άχρονο μεταίχμιο και βλέπει τον πατέρα του να τον κρατάει μωρό στην αγκαλιά του, έχουν μόλις αγοράσει το λευκό Φορντ Φιέστα, η αδερφή του δεν έχει καλά-καλά κλείσει τα δέκα και κάνει πως οδηγεί, στριφογυρνά το τιμόνι, δήθεν αλλάζει ταχύτητα, επιταχύνει και ξαφνικά πατάει το φρένο, η μητέρα του βγάζει την αδερφή του με το κινητό της φωτογραφία, ο πωλητής προσφέρεται να απαθανατίσει την οικογενειακή σκηνή με το κινητό του πατέρα, όλοι μαζί στήνονται μπροστά στ’ αμάξι, ένα κλικ μακριά η αιωνιότητα και μια φωτογραφία αποθηκευμένη σ’ ένα νούμερο που δεν αντιστοιχεί πουθενά και σε κανέναν.
Μια στιγμή, η αιωνιότητα, το μικρό αγόρι ανοίγει διάπλατα τα φτερά του.