Το κορδελάκι κάτω από το στήθος μου. Μπλε σκούρο ύφασμα, νυχτερινός ουρανός που τον φορώ μέσα έξω. Καμβάς για να δουλέψω. Μαζεύω τα μαλλιά, όπως έκλεισα από παντού όλες τις εκκρεμότητες των ρούχων. Να μην έχουν πέρασμα. Τα έξωθεν. Η κοντομάνικη μπλούζα μέσα από το βρακί και το παντελόνι. Οι κάλτσες έξω από τα μπατζάκια, χοντρές κι απροσπέλαστες. Το πανωφόρι λουλακί, βαρύ βαμβακερό δένει στο πλάι, από τη μεριά της καρδιάς, και τα συγκρατεί όλα, ιστός μιας αόρατης φωτεινής αράχνης.
Σηκώνω την πράσινη, σκούρα κουρτίνα. Δάσος αδιαπέραστο. Στέκομαι στο ενδιάμεσο. Έτσι όλο δεν ζούμε τη ζωή μας; Σε ένα διάκενο. Όλο να διαλέγουμε πλευρές και μονοπάτια και συντρόφους. Στα σταυροδρόμια και τα τρίστρατα. Και να μας διαλέγουν κι αυτά. Κι όλο να ερχόμαστε κι όλο να φεύγουμε.
Ησυχία. Μόνο η ανάσα του είναι πίσω από τη διάτρητη καλαμωτή. Την υποψιάζομαι. Σαν ίσκιος. Δεν ακούγεται ποτέ. Ούτε όταν περπατάει και βρίσκεται ξαφνικά δίπλα σου. Πατώντας στο τερέν, στο ντότζο, στην άγρια χόρτινη μοκέτα. Στρέφομαι κι αποθέτω την καρδιά μου εκεί, την παραχωρώ σε κείνον. Για όσο χρειαστεί. Για τώρα μόνο. Θα την ξαναπάρω βγαίνοντας. Με την ίδια κίνηση. Ένας κύκλος. Της ζωής, της φύσης, της στιγμής. Πάω στην αγαπημένη μου θέση, μιαν ακρούλα κάτω αριστερά αν ήταν σελίδα χαρτιού, στο πιο αθέατο σημείο της αιθούσης που τα βλέπω όλα. Κι η καρδιά μου είναι φυλαγμένη. Από την πρώτη στιγμή που μπήκα εδώ, στάθηκα σε τούτο το σημείο. Τυχαία. Όπως οι άτιμοι οι σαμουράι προφύλασσαν με τον ίδιο τρόπο την αριστερή τους πλευρά, εκεί που φωλιάζει το ασυνείδητο, α, κι η καρδιά.
Σταυρώνω τα πόδια. Κάθομαι. Μόνον η αναπνοή μου. Και η δική του απέξω. Φύλακας της ησυχίας μου. Της ανάσας μου. Της στιγμής μου. Του άγιου παρόντος μου. Το κάνω χρόνια. Κάθε βράδυ. Η ίδια ιεροτελεστία. Σχεδόν οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι. Κάθε απόβραδο μια άλλη πραγματικότητα, μια άλλη ιστορία. Η ζωή εκ των έσω. Από τις ραφές της. Σαν να ανοίγεις κάθε βράδυ το πατρόν, να το ελέγχεις και να το ξαναράβεις από την αρχή. Το ίδιο ρούχο. Μπλε σκούρος ουρανός αδιαφανής, ο βυθός του καθενός. Για όποιον έχει μάτια, βλέπεις όλα τα χρώματα. Αλλά για να δεις στο σκοτάδι, πρέπει να συνηθίσεις, να μάθεις να διαβάζεις συνεχώς το αχαρτογράφητο, με το ένστικτο, τις αισθήσεις, το μυαλό, τις ορμόνες σου, τους ίδιους σου τους αδένες. Μόνος σου πλοηγός και φύλακας κι αλάθητος σύντροφος και τροχός της αμάξης, ευεργέτης σου μεγάλος, αυτός ο άλλος, η αναπνοή σου.
Χόρτινο πάτωμα, καλαμένιοι τοίχοι, λίγα όπλα αριστερά, μαχαίρια, ξίφη, σπαθιά. Κόβουν όπως η καρδιά, μαλακή κι ευάλωτη. Σε τρυπάει μέσα μέσα ένα πούπουλο, ένα βλέμμα, ένα φύλλο χαρτί, μια κουβέντα, μια σκέψη, ακίδα. Πιο πολύ κι από σίδερο. Το μέταλλο τι να κόψει; Μόνο όσα φαίνονται. Πολύ λίγα, αλλά αρκετά. Μαθαίνεις εδώ μέσα να παλεύεις κυρίως με όσα δεν βλέπεις. Με όσα δεν λέγονται. Ούτε καν υπονοούνται. Χαμηλά φώτα με απόκοσμη θέρμη. Ζέστη το χειμώνα, κρύο το καλοκαίρι. Μια προσομοίωση του τόπου αναψύξεως. Το πιο ακαριαίο σου όπλο, κρυμμένο, όλο φτιάχνεται από την αρχή, μέσα στο μυαλό, στο συκώτι, στα νεφρά, στην καρδιά, στα άντερά σου, στο στομάχι, στον σπλήνα σου. Η αποφυγή. Η μόνη ασπίδα. Όλο αυτό μαθαίνεις εξαντλητικά. Να μην είσαι, όπου είναι ο κίνδυνος. Να μην είσαι μπροστά στην κακιά την ώρα. Να είσαι όλο παρών στη ζωή σου. Τώρα.
Κι όπως πάω να διώξω την ένταση της μέρας από κάθε κύτταρο, μαζί με το ρολόι στον τοίχο που υπενθυμίζει τη δεξιόστροφη τροχιά του, ακούω τη φωνή του. «Σήμερα κάποιος μπήκε στη σχολή. Είχαν σπάσει το λουκέτο, είχαν διαρρήξει την κλειδαριά, είχαν ανοίξει τα συρτάρια του γραφείου, είχαν ψάξει παντού. Τι να βρουν; Θησαυρό; Τι να έψαχναν; Ό,τι έχουμε, είναι μέσα μας», γέλασε μ’ αυτό το υπόγειο γελάκι που άστραφτε στα μάτια του, όπως τότε που τον πρωτοείδα.
* * *
Εκείνο το μεσημέρι, ντάλα καλοκαίρι, κατέβαινα την Ευριπίδου. Κάθε φορά που με ζώνουν τα ζόρια, βγαίνω σεργιάνι στο ιστορικό τρίγωνο κι ύστερα γυρίζω από την ευθεία που με ενώνει μαζί του, τον δρόμο με τα μπαχάρια, τα αρώματα της ανατολής, τις γεύσεις των ανθρώπων. Α, κι ένα κρυμμένο παλιό Ασκληπιείο, κάτω από έναν Αγιάννη, της Κολώνας, μιας αρχαίας κολώνας περίτεχνης κορινθιακής που εξέχει σαν κεραία του παρελθόντος. Και νιώθω σαν στο σπίτι μου, ανάμεσα στα μαγαζιά των Κινέζων. Κάπου εκεί στην Κουμουνδούρου, βλέπω να ξεπροβάλλει κι ο μυτερός τρούλος της Αρμένικης Εκκλησιάς. Όλοι οι άγιοι, όλων των ανθρώπων, στέκουν ανάμεσά μας, στα βουβά και μας κοιτάνε, καμιά φορά βάζουν και το χέρι τους και μας δροσίζουν, όπως εκείνο το μεσημέρι που έκαιγε το μέτωπό μου.
Η μύτη μου είχε σπάσει από τις κανέλες και τις πιπερόριζες και τα θυμάρια και τα ξερά βοτάνια που κρεμόντουσαν κι από την οξύτητα των εκλεκτών αλλαντικών. Αφηρημένα χάζευα τις γλάστρες από τα λουλουδάδικα, μήπως έπαιρνα καμία σπίτι. Κι όπως πήγαινα στα χαμένα, έπιασε μια άγια βροχούλα. Κι ενώ όλοι τρέχουν, όταν βρέχει, εγώ πάω με το πάσο μου, πάσο απεριόριστων διαδρομών στο τώρα που όλο γίνεται κι όλο ξεγράφεται, πριν πεις κύμινο. Α, και μοσχοκάρυδα και κύμινα και λογής λογής πράσινα, κόκκινα, εμπριμέ πιπέρια προσγείωνε στη μύτη μου η βροχή και πήγαινα σημειωτόν. Και μου την πέφτει μια παρέα περιπλανώμενων που εμφανίστηκε από το πουθενά. Σχόλια, γελάκια, πειράγματα. Δεν απαντώ κι επιταχύνω. Κρατάω και μια ρημάδα φωτογραφική μηχανή κι όλο φοβάμαι. Κι από το περιγελαστικό «παρλέ βου, φρανσέ;» περνάνε σε πιο ενοχλητικές μεταξύ τους στιχομυθίες. Στρίβω σε ένα στενό. Αλλά δεν βγάζει πουθενά, αδιέξοδο. Μόλις έρχομαι αντιμέτωπη με ένα μοιραίο λάθος. Με ακολουθούν με μια βία και μιαν επιθετικότητα που όλο κλιμακώνεται, αυτό που ξεκίνησε ως τάχα μου αστείο. Και πρέπει να τρέξω. Στον καύσωνα. Στην Αθήνα. Στο κέντρο που βράζει, στο ιερό κέντρο, απόκεντρο της πραγματικότητας. Κι εγώ χρειάζομαι μια θάλασσα καθαρή να με τυλίξει και να με πάρει από τον κίνδυνο, όσο διασχίζω βιαστικά τα βρώμικα στενάκια που λάσπωσαν από το ξαφνικό μπουρίνι.
Κι όπως δεν έχω πια διαφυγή, ούτε αναπνοή, ούτε σκέψη καμία για το πώς να σωθώ, από ένα υπόγειο βγαίνει ένας καπνός από ένα άγνωρο θυμίαμα που καίει, ανοιχτό τέρμα παράθυρο και σκάλες προς τα κάτω –πόσα επίπεδα έχει αυτή η πόλη;– και μια πόρτα ανοιγμένη, μια πύλη ανοιχτή πίσω από άπειρα λουλούδια, από μιαν είσοδο με όλα τα φυτά του κόσμου, κρεμασμένα, ακουμπισμένα, παραταγμένα σε αποστολή να κρύβουν το εσωτερικό.
Μεριάζω ένα γιασεμί και μπαίνω τρέχοντας. Έξω η μπόρα δυνάμωσε κι άλλο. Δεν ξέρω εάν κλαίω ή αν βρέχει μόνο ή και τα δύο. Στάζοντας νερά κι άσπρα ανθάκια, μπαίνω. Είναι μια ολόκληρη κοινωνία εκεί κάτω, με επικεφαλής αυτόν που μου λέει «Πέρασε, παιδί μου, μην φοβάσαι, πέρασε, καλώς ήρθες». Φοράει αυτό το ντρίλινο μπλε σκούρο ρούχο, υποκλίνεται λίγο θεατρικά και χαμογελάει.
Οι τρελαμένοι απέξω κατεβαίνουν τις σκάλες. Έχω χωθεί για τα καλά στο βάθος της αιθούσης, μέσα, κάτω αριστερά, δεν διακρίνομαι πια. Αστράφτει μόνο το χαμόγελό του και μπαίνει μπροστά ασπίδα. Δεν τολμούν να τα βάλουν με μιαν ολόκληρη τάξη σαμουράι, ούτε καν μ' αυτόν τον πρώτο σαμουράι των λουλουδιών που με σκέπασε με το χαμόγελό του. Τους κάνει υπόκλιση και τους καλεί μέσα, γελαστά. Ντροπιάζονται, αιφνιδιάζονται και φεύγουν τρέχοντας, βρίζοντας, κοπανώντας τα λουλούδια της εισόδου.
Σε μιαν άκρη, βγάζω τα βρεγμένα μου παπούτσια.