Πηνελόπη Πετσίνη, Γιάννης Σταθάτος (επιμ.) «Φωτογραφία και συλλογικές ταυτότητες», εκδόσεις Κουκκίδα, 2021
Ένας πολύ ενδιαφέρων συλλογικός τόμος, που σίγουρα δεν απευθύνεται μόνο στους ειδικούς της φωτογραφίας, κυκλοφόρησε πρόσφατα. Πραγματεύεται σε πολλά επίπεδα τον ρόλο της φωτογραφίας στη διαμόρφωση συλλογικών ταυτοτήτων και τα κείμενα βασίζονται σε εισηγήσεις που έχουν γίνει στα ετήσια συνέδρια για την ιστορία της φωτογραφίας από το 2002 μέχρι σήμερα, ενώ το υλικό του βιβλίου, δεκαεπτά δοκίμια γραμμένα από πολλούς και πολλές συγγραφείς πλην των δύο που είχαν την ευθύνη της επιμέλειας του τόμου, διαιρείται σε τρία μέρη: «Κατασκευάζοντας το έθνος», «Εμβληματικές αναπαραστάσεις» και «Ιστορικές μελέτες: αρχεία - συλλογές».
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει το θέμα του ρόλου της φωτογραφίας στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας και την οργάνωση μιας σειράς εθνικών μύθων, αλλά και στην προώθηση των «εθνικών συμφερόντων». Σχετικό δοκίμιο στο βιβλίο μάς θυμίζει ότι ήδη από τις πρώτες στιγμές της ζωής του νέου, ανεξάρτητου κράτους όταν «η ιδέα του έθνους έπρεπε συγχρόνως να προσδιοριστεί, να κατασκευαστεί, να αναδειχτεί και να προωθηθεί», ο ρόλος της φωτογραφίας αποδείχτηκε κρίσιμος και σίγουρα υπερέβαινε αυτόν της απλής μαρτυρίας: «η φωτογραφία προσέφερε στο έθνος έναν καθρέφτη που τεχνηέντως αντικατόπτριζε εκείνο ακριβώς το πρόσωπο που επιθυμούσε να αντικρίσει».
Εδώ έρχεται να συγκλίνει η «άποψη ότι η εθνική ταυτότητα θα έπρεπε να σφυρηλατηθεί από την ιδέα μιας αδιάλειπτης ιστορικής συνέχειας με ρίζες στην αρχαιότητα». Πώς συνέβαλε, άραγε, σε αυτή τη στερεοτυπική εικόνα της Ελλάδας η αρχαιολατρική ματιά της «χρυσής εποχής του περιηγητισμού», τον 19ο αιώνα (και πώς ο φωτογραφικός φακός συχνά αποσιώπησε ό,τι δεν ταίριαζε με αυτή την εξιδανικευτική ματιά: τουρκικά τζαμιά, η βρόμικη Αθήνα κ.λπ.);
Και, αν μέχρι τη δεκαετία του 1880 η φωτογραφία, παρόλο που «έπαιζε σημαντικό ρόλο στην κατασκευή της εθνικής ταυτότητας», ωστόσο «δεν καλλιέργησε μια απροκάλυπτα εθνικιστική ρητορική», αυτό άλλαξε τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, «καθώς ο αλυτρωτισμός και η Μεγάλη Ιδέα άρχισαν να αποκτούν όλο και μεγαλύτερη επιρροή πάνω στο φαντασιακό του έθνους και των ηγετών του». Έτσι κι αλλιώς, όπως διαβάζουμε σε άλλο δοκίμιο του τόμου, η φωτογραφία συνέβαλε στο να δημιουργηθεί «ένα εικονογραφικό λογοθετικό σχήμα (discursive formation) που θα διόρθωνε πραγματικότητες ώστε να καταναλώνονται με αισθητικούς όρους και να ερμηνεύονται με ιδεολογικούς. Αυτό το λογοθετικό σχήμα είναι εν μέρει υπεύθυνο για την αρχαιοφολκλορική αναπαράσταση της Ελλάδας».
Πέραν αυτών, πολλά είναι τα θέματα που αυτός ο πολύ πλούσιος τόμος, στον οποίο αξίζει να επιμείνει κανείς, θίγει μέσα από την ανάλυση συγκεκριμένων παραδειγμάτων και περιπτώσεων: οι φωτογράφοι που συνόδευαν το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στη Μικρά Ασία και η ίδρυση της Φωτογραφικής Υπηρεσίας του στρατού, το 1920, η φωτογραφική σκηνοθεσία μιας στερεοτυπικής Ελλάδας για κατανάλωση από την τουριστική βιομηχανία, το εξωτικό φολκλόρ της «αυθεντικότητας» και της «γραφικότητας», η δυτική και οριενταλιστική ματιά στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια, η φωτογραφία στο πλαίσιο της κενολογίας μιας σπάταλης και ανούσιας Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, η «σχέση παιδικής ηλικίας και δημόσιας ζωής» μέσα από τη μελέτη και την ανάλυση φωτογραφιών τραβηγμένων από παιδιά, στο πλαίσιο μιας οπτικής που αμφισβητεί «ριζοσπαστικά τον κυρίαρχο λόγο για την παιδική ηλικία, ο οποίος συχνά αντιμετωπίζει τα παιδιά ως παθητικά, απαιτητικά, εξαρτημένα και αθώα όντα», η συγκρότηση των οικογενειακών λευκωμάτων, η μνήμη και ο εαυτός, το φωτογραφικό βλέμμα των Γερμανών κατά την Κατοχή, η φωτογραφική αποτύπωση των Παιδουπόλεων και των «παιδιών της Φρειδερίκης» και άλλα πολλά στα οποία δυστυχώς ο χώρος δεν επιτρέπει να γίνει εκτενέστερη αναφορά.