Κατατέθηκε το νομοσχέδιο για την επικουρική ασφάλιση και ήδη συζητήθηκε στην αρμόδια Επιτροπή με συνοπτικές, για προφανείς λόγους, διαδικασίες. Τίθενται και τέθηκαν από όλη την αντιπολίτευση, κοινωνικούς και επιστημονικούς φορείς τρία πολύ σοβαρά ζητήματα. Πρώτον, η αλλαγή χαρακτήρα του συστήματος από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό. Δεύτερον, η αβεβαιότητα ειδικά και συνολικά ως προς το ύψος της επικουρικής σύνταξης που θα αποδίδει και της ασφάλειας των αποταμιεύσεων των συνταξιούχων που υποχρεωτικά αποδίδουν υψηλές εισφορές. Τρίτον, οι μακροοικονομικές επιπτώσεις σε δημοσιονομικά ελλείμματα, ύψος δημόσιου χρέους, και εντέλει φορολόγηση των πολιτών. Μελέτη του Ινστιτούτου Εναλλακτικής Πολιτικής (ΕΝΑ) που εκπονήθηκε από τον Μενέλαο Θεοδωρουλάκη, διδάκτορα Κοινωνικής Πολιτικής, Εμπειρογνώμονα σε θέματα συντάξεων με θέμα «Νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής σύνταξης: Δεδομένα, κόστη και κίνδυνοι» δίνει επιστημονικά τεκμηριωμένη βάση στην κριτική που ασκήθηκε για το κόστος μετάβασης, την αβεβαιότητα συνολικά του νέου συστήματος και τις δημοσιονομικές πολύ σημαντικές επιπτώσεις του. Αναδημοσιεύουμε περίληψη αυτής. Όλο το κείμενο εργασίας: https://bit.ly/3l9J0bK
Στην αναλογιστική μελέτη που συνοδεύει το νομοσχέδιο για το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια ώστε, μέσω της προσεκτικής επιλογής των διάφορων παραδοχών, να εμφανίζεται το νέο σύστημα ως βιώσιμο και προσοδοφόρο.
Υψηλού κόστους και ρίσκου σύστημα
Εν τούτοις, το νομοσχέδιο για την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής σύνταξης θα διαμορφώσει συντάξεις εκτεθειμένες στο ρίσκο των αγορών και της οικονομίας, θα προκαλέσει και νέα δυσβάσταχτα δημοσιονομικά κόστη για τη νέα γενιά –και όχι μόνο– που θα διαμορφώνονται, επίσης, βάσει των εξελίξεων στις αγορές. Δημοσιονομικά κόστη που σε καμία περίπτωση δεν είναι συμβατά ούτε με τη σημερινή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας ούτε με τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί. Κόστη τα οποία θα επωμισθούν και οι παλιοί και οι νέοι εργαζόμενοι, προκειμένου να υλοποιηθεί μια μη αναγκαία μεταρρύθμιση, δεδομένης της σταδιακής μείωσης του κόστους των συντάξεων σχεδόν στο 11,9% του ΑΕΠ και μιας ακόμα πιο περιορισμένης κρατικής χρηματοδότησης πέριξ του 3,2% του ΑΕΠ το 2070 (Αναλογιστική Μελέτη του 2020). Πρόκειται για μια ιδεοληπτική νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση, με κόστος κοινωνικό και δημοσιονομικό, που θα επιφέρει την αβεβαιότητα και σε επίπεδο συντάξεων και σε επίπεδο δημόσιου χρέους.
Σημαντικό κόστος μετάβασης σε κάθε πιθανό σενάριο
Το κόστος μετάβασης είναι απαγορευτικό στα περισσότερα από τα τέσσερα σενάρια αποδόσεων που υιοθέτησε η Εθνική Αναλογιστική Αρχή βάσει του επιτοκίου προεξόφλησης (δηλ. της ελάχιστης αποδεκτής απόδοσης των εισφορών), που είναι αντιστρόφως ανάλογο με την αναγκαία υποστήριξη - δηλαδή, όσο μικραίνει το επιτόκιο προεξόφλησης, τόσο μεγαλώνει η αναγκαία χρηματοδότηση - για να καταβληθεί κατά τη συνταξιοδότηση ίση σύνταξη, σε παρούσα αξία, αναλογικά με τις εισφορές που καταβλήθηκαν.
Ακόμη και τα πιο αισιόδοξα σενάρια, για το επίπεδο των αποδόσεων που περιέχει, αποκαλύπτουν ένα τεράστιο κόστος μετάβασης: 48-78 δισ. ευρώ για την περίοδο έως το 2070. Για να έχουμε μια δημοσιονομική προσέγγιση, το κόστος αυτό είναι μεταξύ 27,5% και 43,3% του φετινού ΑΕΠ (που είναι 176 δισ. ευρώ) ή μεταξύ 12,6% και 20,5% του δημόσιου χρέους της χώρας σήμερα (που είναι 381 δισ. ευρώ).
Το κόστος εκτοξεύεται σωρευτικά στα 100 δισ. ευρώ το κόστος
Σενάριο κόστους μετάβασης έως το 2070: Το κόστος μετάβασης που εκτιμήθηκε κυμαίνεται 48-78 δισ. ευρώ γιατί την πρώτη δεκαπενταετία το νέο Ταμείο και οι νέοι ασφαλισμένοι θα σωρεύουν εισφορές χωρίς να λαμβάνουν σχετικές παροχές, με ιδιαίτερα χαμηλή απόδοση, της τάξης του 2,56%, ενώ στη συνέχεια βελτιώνεται η απόδοση στο 3,41% έως το 2070. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, δικές μας εκτιμήσεις διαπιστώνουν ότι το κόστος της μετάβασης θα διαμορφωθεί τελικά στα έως και 62 δισ. ευρώ, έως το 2070.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αποδόσεις των αγορών δεν είναι εγγυημένες, η χώρα θα αναλάβει και ένα υψηλό δημοσιονομικό ρίσκο, με κίνδυνο το κόστος μετάβασης να αυξάνεται στο δυσμενές σενάριο στα 78 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 62,5%. Αυτό δεν είναι πολύ πιθανό, δεδομένης της εμπειρίας των 18 χωρών που προχώρησαν σε σχετική μεταρρύθμιση και την ανέτρεψαν εντέλει, στην πράξη ακριβώς λόγω του υπερβολικά υψηλού κόστους μετάβασης. Δηλαδή, το κράτος και οι ασφαλισμένοι θα είναι σε πλήρη ανασφάλεια, ενώ οι ιδιώτες διαχειριστές σε πλήρη ασφάλεια, αφού τα κεφάλαια θα αυξάνονται σταθερά, εφόσον οι καταβολές (εισφορές) είναι δεδομένες, εγγυημένες και σταθερές (6% επί των αμοιβών), και οι αμοιβές τους επίσης δεδομένες από τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.
Σενάριο κόστους μετάβασης μετά το 2070: Σημαντικό, επιπλέον, κόστος προκύπτει από το «κρυφό» αναλογιστικό χρέος μετά το 2070, που δεν αποτυπώνεται στην Αναλογιστική Μελέτη. Επισημαίνει όμως η Μελέτη ότι το 2070 θα παραμένουν ακόμη στο παλαιό σύστημα 1,683 εκατ. συνταξιούχοι, κάτι που συνεπάγεται ότι το κόστος μετάβασης επεκτείνεται κατά τουλάχιστον άλλα 20 έτη, έως ότου δηλαδή ο/η σημερινός/ή εργαζόμενος/η 18 ετών που δεν θα επιλέξει να ενταχθεί στο νέο σύστημα να προσεγγίζει το προσδόκιμο ζωής του (86,4 για τους άνδρες, 90,3 για τις γυναίκες το 2070). Η καταβολή των συντάξεών τους γι’ αυτά τα, επιπλέον, έτη απαιτεί επίσης κρατική χρηματοδότηση, που αυξάνει το κόστος μετάβασης σημαντικά (κατά προσέγγιση και κατά μέσο όρο, κατά 0,6% του ΑΕΠ ετησίως). Το παραπάνω γεγονός συνεπάγεται, ανάλογα με τα σενάρια αποδόσεων, άλλα 20 έως 28 δισ. ευρώ «κρυφό» κόστος μετάβασης για την εκτός της περιόδου προβολής της Αναλογιστικής Μελέτης 2071-2090 περίοδο, που, λόγω μεθοδολογικών περιορισμών, ορθώς δεν εμφανίζεται στην μελέτη, αλλά άπαντες οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους.
Στον «αέρα» οι παλιές συντάξεις χωρίς αναπλήρωση πόρων
Είναι σημαντικό να επισημανθεί πως το νομοσχέδιο αναφέρει ότι διασφαλίζει διαχρονικά την επάρκεια και όχι το ύψος των παροχών των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων του.
Η ίδια η Εθνική Αναλογιστική Αρχή επισημαίνει ότι στο κόστος της μετάβασης για το παλαιό σύστημα, πέρα από την απώλεια εσόδων από τις εισφορές που πρέπει να καλυφθούν, πρέπει να συνυπολογιστεί και η εξασφάλιση ικανοποιητικών αποδόσεων των συσσωρευμένων εισφορών, που συνεπάγεται επιπλέον κόστος, αλλιώς οι συντάξεις του παλαιού συστήματος θα εκφυλιστούν.
Επισφαλείς οι αποδόσεις των νέων συντάξεων
Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικές αποδόσεις, με γνώμονα όμως πάντα τη σύνεση στη διενέργεια επενδύσεων, καθώς πρόκειται περί συνταξιοδοτικών παροχών και οι ασφαλισμένοι είναι εκτεθειμένοι στον πιστωτικό κίνδυνο και στον κίνδυνο της αγοράς. Επίσης, οι επιδιώξεις για υψηλές αποδόσεις προαπαιτούν ώριμο σύστημα διαχείρισης των επενδύσεων και αξιόπιστο σύστημα ελέγχου, τα οποία απαιτούν, με τη σειρά τους, χρόνο για να εδραιωθούν, αφού, ακόμα και σε συστήματα όπως της Σουηδίας, υπάρχουν φαινόμενα επικίνδυνων συμπεριφορών διαχειριστών κεφαλαίων, παραπλανητικές διαφημίσεις και απώλειες. Ακόμη, η ίδια η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, με τα στοιχεία στην αναλογιστική μελέτη, αποδεικνύει ότι, αν υπάρξει νέα περίοδος ύφεσης ή νέα χρηματοπιστωτική κρίση που θα επιφέρει μέση απόδοση επενδύσεων 3%, το σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης που ισχύει θα δώσει καλύτερες συντάξεις από το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, κάτι που επιβεβαιώνει την επισφάλεια του νέου συστήματος, αφού το ισχύον σύστημα θα απέδιδε συντάξεις έως και 12,9% καλύτερες.