Το θαλάσσιο πάρκο Αλοννήσου στις βόρειες Σποράδες καταλαμβάνει μια έκταση 2.220 τετραγωνικών χιλιομέτρων και παρουσιάζει σπάνια πανίδα και χλωρίδα. Η πιο διάσημη κάτοικος του είναι η φώκια μονάχους – μονάχους, με το στιλπνό τρίχωμα και τα χαρακτηριστικά μάτια. Μέσα στο πάρκο υπάρχουν και έξι ακατοίκητα νησιά –«ερημονήσια» τα αποκαλούν οι ντόπιοι– τα οποία είναι πέρασμα για τους ιστιοπλόους και προορισμός και για τα τουριστικά πλοία. Σήμερα, η πρόσβαση στο πάρκο είναι δωρεάν, αυτό όμως πρόκειται σύντομα να αλλάξει, καθώς ο αρμόδιος φορέας έχει εισηγηθεί την επιβολή εισιτηρίου.
Η εισήγηση του βασίστηκε στον νόμο 4519/2018, ο οποίος καθιερώνει τη δυνατότητα οι φορείς να «επιβάλουν εισιτήριο», ώστε να εξασφαλίσουν πρόσθετους πόρους, παρά το γεγονός ότι μια περιοχή προστασίας έχει σαν σκοπό ακριβώς την προστασία και όχι την κερδοφορία. Η καταβολή εισιτηρίου θα είναι υποχρεωτική για τα άτομα και τα σκάφη τα οποία διέρχονται στην Α’ Ζώνη, στην οποία απλώνονται τα ερημονήσια. Από το μέτρο θα εξαιρεθούν ορισμένες κατηγορίες όπως, οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού και τα επαγγελματικά σκάφη παράκτιων αλιέων που ανήκουν σε μόνιμους κατοίκους της Αλοννήσου. Το 30% των εσόδων από τα εισιτήρια θα αποδίδεται στο Πράσινο Ταμείο και το υπόλοιπο στον φορέα διαχείρισης.
Η απόφαση του φορέα έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στον νησί και όχι μόνο. Με την αιφνίδια ανατροπή του καθεστώς της περιοχής στα μάτια πολλών να φαντάζει αυθαίρετη. «Είναι σαν να μου λες ότι για να έρθεις στο σπίτι σου θα σου βάλει κάποιος εισιτήριο. Πού βάζουν εισιτήριο; Γιατί το βάζουν; Για να περάσουμε μια θαλάσσια περιοχή;», διαμαρτύρεται ο κ. Πάκης Αθανασίου, ο οποίος κάθε χρόνο μεταφέρει χιλιάδες τουρίστες στα ακατοίκητα νησιά, με το παραδοσιακό τρεχαντήρι που οδηγεί. Και αναφέρει ότι θα πρέπει είτε να αυξήσει την τιμή του εισιτηρίου, είτε να σταματήσει να επισκέπτεται την Α Ζώνη.
«Η διαβούλευση δεν έγινε όπως θα έπρεπε να γίνει. Θα έπρεπε να είχε γίνει μια επαφή πρώτα με την τοπική κοινωνία», αναγνωρίζει ο Σπύρος Ιωσηφίδης, προϊστάμενος του φορέα διαχείρισης. Και σημειώνει: «Υπάρχει μια γραμμή γενικά από το πλαίσιο διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών, είναι μια πρακτική που εφαρμόζεται και στο εξωτερικό, να είναι αυτόνομοι οι φορείς που διαχειρίζονται τις περιοχές αυτές. Να μην επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και να μπορούν να εκμεταλλευτούν τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα, ώστε να είναι οικονομικά αυτοδύναμοι».
Ενάντια στην εισήγηση του φορέα, που το 2020 έγινε νόμος του κράτους, έχουν προσφύγει ορισμένοι σύλλογοι και σωματεία ιδιοκτητών σκαφών από τη Βόρεια Ελλάδα. Οι σύλλογοι και τα σωματεία υποστηρίζουν ότι με τη θέσπιση του εισιτηρίου παραβιάζονται διατάξεις του διεθνούς δικαίου για την ελεύθερη ιστιοπλοΐα. Ακόμα, επικαλούνται ως λόγους ακύρωσης, μεταξύ άλλων, την παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ισότητας, το γεγονός ότι η υπουργική απόφαση βασίστηκε σε μια εισήγηση που συνέταξε μια ιδιωτική εταιρεία και όχι ο φορέας, αλλά και την έκθεση σε κίνδυνο των σκαφών, που προκειμένου να αποφύγουν την καταβολή εισιτηρίου, θα επιλέξουν μια πιο επικίνδυνη διαδρομή. Προσφυγή έχει επίσης ασκήσει η Μονή Μεγίστης Λαύρας, στην οποία ανήκει ένα από τα νησιά τα οποία βρίσκονται στην επίμαχη περιοχή.
Λόγω των αντιδράσεων, ο φορέας αποφάσισε να αναστείλει προσωρινά την ενεργοποίηση του εισιτηρίου και με νέα έκθεση έχει εισηγηθεί μείωση του αντιτίμου από τα 67 ευρώ στα 33,50 για τα σκάφη και από τα 11 στα 5,50 για τους επιβάτες. Πάντως είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς για το πόσο αξιόπιστα ήταν τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η εισηγητική έκθεση, από τη στιγμή που η τιμή του εισιτηρίου δέχτηκε μια τόσο δραστική μείωση.
Ένα άλλο σημείο της υπόθεση το οποίο παραμένει θολό, είναι αυτό της διαχείρισης του θαλάσσιου πάρκου. Η υπουργική απόφαση προβλέπει ότι την είσπραξη του εισιτηρίου θα την κάνει είτε ο φορέας, είτε εταιρεία που συμβάλλεται μαζί του. Του δίνει, δηλαδή, τη δυνατότητα να εξάγει τις αρμοδιότητες τους. Ορισμένοι προεξοφλούν ότι το έργο θα το αναλάβουν οι ΜΚΟ, ΜΟΜ και Thalassa, οι οποίες δραστηριοποιούνται εδώ και χρόνια στην Αλόννησο και είναι στενοί συνεργάτες του φορέα διαχείρισης. Μάλιστα, η ΜΚΟ Thalassa είναι και αυτή που χρηματοδότησε τη μελέτη. Ακόμα, πιθανολογούν ότι το μέτρο το εισηγήθηκαν οι ίδιες σε πρώτη φάση, ώστε να κερδοφορήσουν εις βάρος των επισκεπτών και των τοπικών κοινωνιών.