Με αφορμή την έκδοση του όγδοου τεύχους των Εκλογικών Τάσεων του Ινστιτούτου Πουλαντζάς, η πολιτική επιστήμονας και διευθύντρια του ΙΝΠ Δανάη Κολτσίδα αναλύει τη δημοσκοπική εικόνα και τις αλλαγές στη στρατηγική της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Από το όγδοο τεύχος των Εκλογικών Τάσεων, πώς έχει διαμορφωθεί η δημοσκοπική εικόνα από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο;
Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει μία ριζική τομή από τις προηγούμενες Εκλογικές Τάσεις σε αυτές. Εδώ και αρκετούς μήνες, τουλάχιστον από τον περασμένο Δεκέμβριο, καταγράφεται μια σταδιακή υποχώρηση όλων των δεικτών που αφορούν την κυβέρνηση. Όπως φαίνεται σιγά σιγά η περίοδος χάριτος που δόθηκε στην κυβέρνηση κατά την πανδημία τελειώνει. Ωστόσο, καταγράφονται δύο αλλαγές που αξίζει να σημειώσουμε. Η μία είναι ότι καταγράφεται μια σαφής υποχώρηση του αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύματος, το οποίο άλλωστε ήταν αυτό που σε μεγάλο βαθμό εμπόδισε τον ΣΥΡΙΖΑ να επικοινωνήσει με τα κοινωνικά στρώματα που επιδίωκε να εκφράσει και του στοίχισε τις προηγούμενες εκλογές, και αντίστοιχα δημιουργείται σταδιακά ένα αντικυβερνητικό ρεύμα, όπως προκύπτει ανάγλυφα από πρόσφατες έρευνες, με χαρακτηριστικότερη αυτή της MRB. Η δεύτερη έχει να κάνει με την ερώτηση περί καταλληλότερου πρωθυπουργού, ένας δείκτης που συνήθως ανατρέπεται τελευταίος. Βλέπουμε μια σημαντική πτώση του Κ. Μητσοτάκη και μια σημαντική άνοδο του Αλ. Τσίπρα, γεγονός που μείωσε πάρα πολύ τη διαφορά τους, σε σύντομο δε διάστημα. Ο Κ. Μητσοτάκης έχει αρχίσει να ξοδεύει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο και χρεώνεται προσωπικά τα κακώς κείμενα της κυβέρνησης.
Εμφανίστηκε η κυβέρνηση ως άφθαρτη στην επέτειο των δύο χρόνων της. Προβλήθηκε δε ιδιαίτερα το στοιχείο ότι είναι η πρώτη κυβέρνηση που δεν έχει δημοσκοπική κάμψη. Ισχύει;
Καταρχήν, δημοσκοπικά έχει χάσει περίπου τον έναν στους επτά ψηφοφόρους της. Υπάρχει μία γενική εμπειρική παρατήρηση ότι στα μέσα του εκλογικού κύκλου είναι μία δύσκολη περίοδος για όποιο κόμμα κυβερνά. Από εκεί και πέρα, όμως, είναι αδόκιμη η σύγκριση, διότι συζητάμε για ιδιαίτερες συνθήκες. Η πανδημία, όπως και κάθε κρίση που δημιουργεί το αίσθημα εξωτερικής απειλής, ευνόησε παγκόσμια τα κόμματα που κυβερνούσαν, ανεξάρτητα από τις επιδόσεις τους. Πέρα από αυτό, θα πρόσθετα ότι το ζήτημα δεν είναι μόνο ο χρόνος που πέρασε, αλλά και ο χρόνος που απομένει στην κυβέρνηση. Είναι ένα μεγάλο ερώτημα αν και πότε θα γίνουν εκλογές.
Θεωρείς ότι η ατμόσφαιρα μυρίζει εκλογές;
Δεν έχει νόημα μια τέτοια πρόβλεψη. Θεωρώ δύσκολο να βρεθεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για εκλογές, ενόψει και της καινούριας μετάλλαξης. Ας μην ξεχνάμε δε ότι η στρατηγική του Κ. Μητσοτάκη είναι να «κάψει» τις εκλογές απλής αναλογικής και να πάμε σε διπλή κάλπη. Αυτό κάνει ακόμα πιο δύσκολο –υγειονομικά και πολιτικά– να εξηγήσεις στους πολίτες εν μέσω κρίσης, γιατί οδηγείς τη χώρα σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο.
Μιλάμε για μία κυβέρνηση που έχει στηριχθεί στην επικοινωνιακή της τακτική. Όποτε και αν το κάνει, δεν θα μπορέσει να υποστηρίξει γιατί «καίει» την απλή αναλογική διεκδικώντας πρόωρα ξανά αυτοδύναμη κυβέρνηση, που έχει.
Αυτό είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος για τις επόμενες εκλογές. Η απλή αναλογική θέτει στην κρίση των πολιτών και δύο εκλογικές στρατηγικές. Έχουμε τη ΝΔ που θέλει να «κάψει» την απλή αναλογική και τον ΣΥΡΙΖΑ που διεκδικεί την πρώτη θέση, έστω και με μία ψήφο, για να διαμορφώσει μια προοδευτική κυβέρνηση, από την πρώτη κάλπη. Αυτή είναι μια επιπλέον παράμετρος που θα δοκιμαστεί για πρώτη φορά και έχει ενδιαφέρον πώς θα επηρεάσει τα κόμματα και τους ψηφοφόρους αυτή η διαφοροποίηση. Προς το παρόν, ξέρουμε ότι οι πολίτες είναι μοιρασμένοι ως προς το αν προτιμούν τις μονοκομματικές ή τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Αλλά και ότι δεν είναι δημοφιλής η προοπτική του να βρεθεί η χώρα σε συνθήκες πολιτικής αναστάτωσης επί ένα τρίμηνο περίπου, εν μέσω κρίσης.
Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση όταν το «παρατραβούσε» έκανε διορθωτικές κινήσεις (π.χ. σκόιλ ελικίκου ή Νέα Σμύρνη). Τώρα μάλλον άλλαξε τακτική. Ίσως για αυτό δεν επιχείρησε μια τέτοια κίνηση με τον αποκλεισμό των μαθητών, αλλά αντίθετα ο Μητσοτάκης ανέλαβε την πολιτική ευθύνη.
Πρώτα απ’ όλα, πολλά από αυτά που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως λάθη, ως περιπτώσεις όπου η κυβέρνηση «το παρατράβηξε», είναι η υλοποίηση της πολιτικής και ταξικής της τοποθέτησης. Επίσης, υποθέτω ότι έχει εγκλωβιστεί και η ίδια στο μιντιακό περιβάλλον που έχει δημιουργήσει, το οποίο λειτουργεί ως ένα ηχείο που απλά αντηχεί τον εαυτό του. Έτσι, η πραγματική εικόνα για την κοινωνική δυσαρέσκεια δεν φτάνει και στην κυβέρνηση.
Το ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού και τι όρια μπορεί να έχει αυτός έχει απασχολήσει την πολιτική σκηνή και την κοινωνία. Από τις δημοσκοπήσεις που αναλύσατε, τι προκύπτει; Υπάρχει πράγματι έντονος προβληματισμός;
Το θέμα του εμβολιασμού είναι μείζον για την τύχη της πανδημίας σαφώς, αλλά φαίνεται να προκαλεί και πολιτικά αποτελέσματα. Το πρώτο λάθος που κάνει η κυβέρνηση είναι ότι θεωρεί ότι υπάρχουν δύο στρατόπεδα χωρισμένα με τείχη: οι απολύτως πεισμένοι, που έκαναν ή θα κάνουν το εμβόλιο και δεν έχουν καμία ανησυχία και οι απολύτως αρνητικοί. Οι δημοσκοπήσεις, ωστόσο, δείχνουν ότι και ένα ποσοστό των ήδη εμβολιασμένων ανησυχεί για τις παρενέργειες των εμβολίων. Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό ότι ένα συντριπτικό ποσοστό (7 στους 10) θεωρούν ότι η διαχείριση των θεμάτων που ανέκυψαν γύρω από τον εμβολιασμό είναι αυτή που φούντωσε τις αμφιβολίες και το αντι-εμβολιαστικό κίνημα. Οι πολίτες αναγνωρίζουν δηλαδή πολύ ξεκάθαρα ευθύνες στον χειρισμό. Από εκεί και πέρα, βλέπουμε ότι ενώ η πλειοψηφία παραμένει υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού συγκεκριμένων κατηγοριών όπως οι υγειονομικοί, στο ζήτημα των προνομίων των εμβολιασμένων και, πολύ περισσότερο, της «τιμωρίας», όπως λ.χ. η απόλυση, όσων δεν εμβολιάζονται, τοποθετείται θετικά ένα πολύ μικρότερο ποσοστό. Το δεύτερο μεγάλο λάθος της κυβέρνησης είναι ότι δεν εξάντλησε τα όρια της πειθούς και υιοθέτησε έναν διχαστικό λόγο και τη λογική των προνομίων ή της τιμωρίας – κάτι που οι πολίτες αντιλαμβάνονται ως απόδειξη κυβερνητικής αποτυχίας.
Η ψαλίδα μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει οριακή μείωση. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι αλλάζει στρατηγική και επενδύει σε έναν προγραμματικό λόγο. Θα του δώσει ώθηση αυτό;
Καταγράφεται, πράγματι, μια μείωση της διαφοράς στην πρόθεση ψήφου, έστω και αν αυτή αποτυπώνεται πιο αργά, σε δεύτερο χρόνο σε σύγκριση με αυτούς που αποκαλούμε «ποιοτικούς» δείκτες. Το σημαντικότερο νομίζω είναι ότι η ικανοποίηση από την κυβέρνηση παρουσιάζει εδώ και πολλούς μήνες διαρκή πτώση. Μάλιστα, σε αυτόν τον δείκτη, η ΝΔ έχει αρχίσει και δέχεται πλήγματα σε πολύ προνομιακά για την ίδια πεδία, όπως είναι η ασφάλεια. Σε σχέση με την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να δώσει προτεραιότητα στην αναβάθμιση του προγραμματικού του λόγου, νομίζω ότι αυτό είναι σωστό και θα αποτυπωθεί και στην πρόθεση ψήφου το επόμενο διάστημα. Υπενθυμίζω κάτι που συχνά υποτιμάμε. Σύμφωνα με τα exit poll του 2019, οι τότε ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δήλωναν ότι αισθάνονται κοντά στο κόμμα που είχαν μόλις ψηφίσει σε ασυνήθιστα χαμηλά ποσοστά και αυτό είναι κατά τη γνώμη μου ένας από τους λόγους που και τώρα, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, η δημοσκοπική καταγραφή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν χαμηλότερη από τις πραγματικές εκλογικές του επιδόσεις, όπου τίθεται στους πολίτες το δίλημμα της διακυβέρνησης. Νομίζω λοιπόν ότι η πολύ σημαντική προγραμματική δουλειά που έχει γίνει –ειδικά αν συνεχιστεί και προβληθεί συστηματικά με έναν λόγο συνεκτικό– θα δημιουργήσει το έδαφος μιας πιο ουσιαστικής ταύτισης του εκλογικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ με το κόμμα.
Πιστεύεις ότι μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να καταγράψει υψηλό ποσοστό απόκρυψης ψήφου, επειδή απογοήτευσε πολύ κόσμο επί διακυβέρνησής του και ενδεχομένως ψηφοφόροι του δεν θέλουν να το δηλώσουν ότι τον ψήφισαν;
Αυτό το έχουμε δει να συμβαίνει κυρίως στην ακροδεξιά, σε κόμματα που δεν ήταν κοινά αποδεκτές επιλογές. Το είχαμε δει πιθανόν και στον ΣΥΡΙΖΑ –ειδικά ως αντανάκλαση του αντιΣΥΡΙΖΑ κλίματος που είχε επικρατήσει. Ήταν αντιδημοφιλές να πεις ότι θα ψηφίσεις ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζω όμως ότι σήμερα αυτό έχει υποχωρήσει. Αυτό που εξηγεί κατά τη γνώμη μου το ότι τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ υπολείπονται των εκλογικών του είναι κυρίως το γεγονός ότι ειδικά οι κεντροαριστεροί και αριστεροί ψηφοφόροι δηλώνουν πρόθεση ψήφου με πιο ιδεολογικά κριτήρια, μεγαλύτερης ταύτισης, με βάση και όσα είπαμε ήδη, και επομένως κατευθύνονται και σε μικρότερα κόμματα της ευρύτερης αριστεράς. Ένα τμήμα τους θα αντιμετωπίσει ίσως με διαφορετικό τρόπο το δίλημμα εν όψει της κάλπης, το σημαντικότερο όμως είναι αυτή η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει πιο ισχυρούς πολιτικούς δεσμούς ταυτοτικού χαρακτήρα με το ακροατήριο αυτό.
Καταγράφεται στις Τάσεις ότι τα αρνητικά συναισθήματα αγγίζουν το 70%. Αυτό δεν βοήθησε διαχρονικά καμία κυβέρνηση. Παράλληλα βλέπουμε κινήματα να φουντώνουν. Εσείς εντοπίζετε το φεμινιστικό και το νεολαιίστικο. Είμαι μπροστά σε ένα κινηματικό κύμα;
Το σημαντικότερο είναι η περίπου ίση δυναμική της οργής και του φόβου. Αυτό δημιουργεί το ερώτημα του τι τελικά θα επικρατήσει, καθώς ο φόβος ευνοεί τη διατήρηση του status quo, ενώ η οργή ευνοεί την ανατροπή. Έχεις δίκιο όμως ότι η δυσαρέσκεια δεν καταγράφεται μόνο σε ένα επίπεδο συναισθημάτων στις δημοσκοπήσεις ή μόνο ως κριτική στα κοινωνικά δίκτυα. Εκδηλώνεται πλέον και μέσω των κινημάτων. Αναφέραμε συγκεκριμένα το νεολαιίστικο και το φεμινιστικό γιατί έχουν πιο δομημένο χαρακτήρα και είναι πιο μαζικά και τρόπον τινά οριζόντια, συγκροτώντας διακριτά κοινωνικά υποκείμενα. Έχουν διάρκεια και κατά τη γνώμη μου θα επιδράσουν καθοριστικά στην κεντρική πολιτική. Όπως και να έχει, όμως, θεωρώ ότι το επόμενο διάστημα, τα κινήματα θα παίξουν ρόλο. Η επάνοδος στην «κανονικότητα» θα απελευθερώσει και λανθάνουσες κοινωνικές δυναμικές που είχαν βρεθεί αναγκαστικά σε «ύπνωση».