Με τη συμπλήρωση των δύο χρόνων διακυβέρνησης Μητσοτάκη, έχει γίνει προφανές ότι στην Κουμουνδούρου δεν μπορούν να μη μιλάνε πια για τον ελέφαντα που υπάρχει μέσα στο δωμάτιο. Δεν μπορούν δηλαδή να μην παραδέχονται το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει πολύ σοβαρό πρόβλημα. Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ σοβαρό όχι μόνο γιατί η Νέα Δημοκρατία καταγράφει μια πολύ σοβαρή δημοσκοπική υπεροχή που καθιστά εξαιρετικά πιθανή τη νίκη της στις επόμενες (διπλές) εκλογές και μάλιστα με αυτοδυναμία. Ακόμα χειρότερο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δικά του δημοσκοπικά ποσοστά παραμένουν αρκετά πιο χαμηλά από την εκλογική επίδοσή του στις 7 Ιουλίου, την ώρα που οι ποιοτικοί δείκτες για την κυβέρνηση γίνονται όλο και χειρότεροι. Η ΝΔ δεν υπερέχει γιατί οι πολίτες είναι ευχαριστημένοι με τη διακυβέρνησή της, αλλά γιατί τη θεωρούν μικρότερο κακό από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η λογική του “μικρότερου κακού” είναι σύμφυτη με τον δικομματισμό. Πολύ σπάνια όμως το μικρότερο κακό είναι η αξιωματική αντιπολίτευση και όχι η κυβέρνηση. Το πρόβλημα λοιπόν του ΣΥΡΙΖΑ είναι αδιαμφισβήτητο και είναι μεγάλο.
Η αναγνώριση του προβλήματος
Το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να κάνουν στην Κουμουνδούρου είναι να πάρουν απόφαση ότι δεν μπορούν να πορευτούν άλλο με τον τρόπο των τελευταίων δύο ετών. Η μέχρι τώρα πολιτεία του ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση, δεν του έχει προσφέρει οφέλη. Αντιθέτως, τον έχει βλάψει. Είναι απίθανο η ίδια τακτική να έχει διαφορετικά αποτελέσματα στο μέλλον. Πάντα το πρώτο μεγάλο βήμα για την επίλυση ενός προβλήματος είναι η παραδοχή της ύπαρξής του.
Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να κάνουν οι συριζαίοι είναι να συζητήσουν και να σχεδιάσουν την πολιτική τους με συντεταγμένο τρόπο. Σε όποιον παρατηρητή έχει στοιχειώδη πολιτική εμπειρία, είναι σαφές ότι στην αξιωματική αντιπολίτευση ο πολιτικός διάλογος είναι επιφανειακός, χωρίς να ξεφεύγει συνήθως από τα όρια της καθημερινής επικοινωνιακής διαχείρισης. Απόρροια αυτή της έλλειψης βάθους είναι η αδυναμία χάραξης και υλοποίησης μιας μακροπρόθεσμης συνεκτικής πολιτικής στρατηγικής. Για ένα σοβαρό κόμμα, γραμμή δεν είναι μόνο τα στρατηγήματα του καθημερινού πολιτικού παιγνίου, αλλά και η διαμόρφωση μιας προγραμματικής πρότασης η οποία αρχικά θα απαντήσει στις ανάγκες της κοινωνίας και σε δεύτερη φάση θα διαμορφώσει το πλαίσιο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Το να μην παρεμβαίνεις απλώς στη συζήτηση, αλλά να διαμορφώνεις το πλαίσιό της, απαιτεί συνέπεια κι επιμονή. Είναι μαραθώνιος, όχι αγώνας σπριντ.
Η αυτοκριτική
Νομίζω ότι η σοβαρή αυτοκριτική για τα κυβερνητικά πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μιας πειστικής προγραμματικής πρότασης. Μέχρι τώρα έχουμε δει στοιχεία αυτοκριτικής, τα οποία, κατά τα γνώμη μου, δεν είναι αρκετά τολμηρά για να φτάσουν στον πυρήνα του προβλήματος. Αυτή η ατολμία δεν έχει επιδειχτεί μόνο από την καθοδήγηση του κόμματος, αλλά και από την «ομπρέλα» της εσωκομματικής αντιπολίτευσης.
Παρά τα θετικά που έγιναν σε ορισμένους τομείς, με προεξάρχουσα τη Συμφωνία των Πρεσπών, ο συνολικός απολογισμός της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι αρνητικός. Και είναι αρνητικός για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί με τη μνημονιακή λιτότητα που εφάρμοσε, έκανε πιο δύσκολη τη ζωή των πολλών. Είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε (και σε ορισμένες περιπτώσεις το κατάφερε) να εφαρμόσει με πιο ήπιο τρόπο τις μνημονιακές επιταγές. Σε οποιαδήποτε εκδοχή του όμως ένα μνημόνιο παραμένει μνημόνιο και λειτουργεί συσσωρευτικά σε σχέση με τα προηγούμενα.
Δεύτερον, δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε τον γενικό θαυμασμό με τη διοικητική της επάρκεια. Παρά το ότι έγιναν βήματα σε τομείς όπως η Υγεία, η Παιδεία και η Κοινωνική Πρόνοια, οι πολίτες δεν είδαν συνολικά το «νοικοκύρεμα» που ενδεχομένως ανέμεναν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Προφανώς κανείς δεν αναμένει από τον ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετήσει μια κριτική όπως αυτή που μόλις έκανα στην κυβέρνηση. Είναι εύλογη όμως η απαίτηση για μια ειλικρινή αναγνώριση των πιο σημαντικών λαθών. Και είναι απολύτως δικαιολογημένη η ενόχληση με τη λογική «τι ψηφίσατε ρε μ….». Με τη λογική δηλαδή ότι «ο λαός έκανε λάθος», η οποία δεν αρμόζει σε ένα λαϊκό κόμμα.
Η αριστερή στροφή
Η δεύτερη βασική προϋπόθεση για να πείσει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι να κινηθεί προς τα αριστερά. Παρά τη διαρκή παραφιλολογία του πολιτικοδημοσιογραφικού συμπλέγματος για την ανάγκη να στραφεί ο ΣΥΡΙΖΑ προς το Κέντρο, οι ενδείξεις της πραγματικής πολιτικής κίνησης είναι διαφορετικές. Συγκεκριμένα:
Πρώτον, σε όλη την Ευρώπη η μετατόπιση της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας προς το Κέντρο και η προσχώρησή της στο νεοφιλελευθερισμό οδήγησαν στην αποδυνάμωση και την περιθωριοποίησή της.
Δεύτερον, η ιδεολογική και πολιτική μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη συντελεστεί με την υιοθέτηση του μνημονίου. Και είναι αυτή η μετατόπιση που κατά κύριο λόγο τον απομάκρυνε από τα κοινωνικά στρώματα στα οποία κατεξοχήν αναφερόταν.
Τρίτον, οι διαρκώς αυξανόμενες διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΜέΡΑ25 καταδεικνύουν ότι είναι σημαντική η «αριστερή δυσαρέσκεια» στις τάξεις του κόμματος.
Τέταρτον, το κοινωνικό μπλοκ που εκφράζει η ΝΔ, έχει οικοδομηθεί από την εποχή του δημοψηφίσματος σε μια πολύ σκληρή αντιΣΥΡΙΖΑ λογική. Η αντίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ συνιστά σε μεγάλο βαθμό στοιχείο ταυτότητας για αυτούς τους πολίτες. Κατά συνέπεια, μοιάζει απίθανο να τους θέλξει ο ΣΥΡΙΖΑ στο προσεχές μέλλον, όσο “μετριοπαθής” και αν εμφανιστεί.
Αυτό που θεωρώ ότι λείπει από το πολιτικό σκηνικό είναι το πολιτικό και κοινωνικό μπλοκ που θα καταθέσει μια αριστερή εναλλακτική πρόταση σε αντιπαράθεση με αυτή της ΝΔ. Αντιπαραθετική πρόταση όχι μόνο στα πιο προκλητικά σημεία της πολιτικής Μητσοτάκη, αλλά στον σκληρό ιδεολογικό πυρήνα της. Μια τέτοια αριστερή πρόταση θα μπορούσε να δημιουργήσει ευρείες συσπειρώσεις, να κινητοποιήσει ξανά όσους έχουν αποσυρθεί την εκλογική διαδικασία, να εκφράσει πολιτικά τα στρώματα που βλέπουν τη ζωή τους να επιδεινώνεται. Να διαμορφώσει δηλαδή όρους ηγεμονίας.
Προσωπικά πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να επιλέξει την οικοδόμηση του αριστερού εναλλακτικού μπλοκ. Η ενσωμάτωσή του στην κυρίαρχη πολιτική δεν του το επιτρέπει. Το πρόβλημα του όμως είναι ότι όσο απομακρύνεται από τα αριστερά, τόσο θα αποδυναμώνεται. Όσο πιο πολύ θα μετατρέπεται σε ένα παραδοσιακό «κόμμα εξουσίας», τόσο θα απομακρύνεται από την εξουσία.