Εφόσον η διαφάνεια, κατ’ αρχήν, και ιδιαίτερα στη διαχείριση των δημοσίων θεμάτων και έργων, είναι μια βασική συνθετική «αξία» της δημοκρατίας, τότε, μπορεί να ειπωθεί ότι η αναζήτησή της μέσα στις 2.500 σελίδες (αγγλικά, ελληνικά) του νομοσχεδίου για την Ανάπτυξη και την Ανθεκτικότητα (ΕΣΑΑ), που εισάγεται προς ψήφιση στη βουλή αυτές τις μέρες, συνιστά απέλπιδα προσπάθεια.
Εάν από την άλλη, η συνέργεια των επιμέρους στόχων σε ένα σαφές στρατηγικό πλαίσιο και η αποτελεσματικότητα, θεωρούνται επιχειρησιακά επίδικα, τότε το ΕΣΑΑ θα βρει εύκολα περίοπτη θέση στη δεξαμενή των σχεδίων, που την ενδοξότερη στιγμή τους την αναλώνουν όταν ανακοινώνονται και όχι όταν ολοκληρώνονται.
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει το βασικό κείμενο του ΕΣΑΑ, καθώς και τις δύο εκτελεστικές συμβάσεις (χρηματοδότηση 17,8 δισ. και δανειοδότηση 12,7 δισ.).
Η πολύμηνη προετοιμασία διεξήχθη σε περιβάλλον αδιαφάνειας, χωρίς την επιβαλλόμενη κινητοποίηση θεσμών και φορέων. Έχει επανειλημμένα τονιστεί ο μεροληπτικός, ταξικός, χαρακτήρας του σχεδίου (πχ. ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, εντατικοποίηση ιδιωτικοποιήσεων κρατικών επιχειρήσεων και υπηρεσιών, αποκλειστική ανάθεση σε ΣΔΙΤ έργων υποδομής και κυκλικής οικονομίας, ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος κλπ.).
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να υπογραμμιστεί η υπόδειξη/σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Συμβούλιο Εγκρίσεων των εθνικών ΕΣΑΑ: «προκειμένου να διασφαλιστεί η υπευθυνοποίηση των ενδιαφερομένων μερών, είναι επιβεβλημένη η εμπλοκή όλων των θεσμών και των κοινωνικών εταίρων, σε όλη τη διάρκεια υλοποίησης των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο σχεδιο». Η σύσταση αυτή απευθύνθηκε στην ιταλική κυβέρνηση και έρχεται ως απάντηση στο αίτημα που κατέθεσε, τον Μάιο, η οργάνωση ForumDD1. Κάτι ανάλογο, ωστόσο, θα μπορούσε να ισχύσει και για την ελληνική περίπτωση!
Παρά τα σημαντικά κενά, θριαμβολογίες
Το ForumDD στην επιστολή του στο Recovery and Resilience Task Force της Γενικής Γραμματείας της Επιτροπής, εντόπισε δυο σημαντικά κενά: έλλειψη πλήρους και σε βάθος συμμέτοχης των οργανωμένων πολιτών στις επιλογές των τομέων χρηματοδότησης, καθώς, επίσης, στην αδυναμία έγκαιρης και ολοκληρωτικής πρόσβασης στα στοιχεία και στην παρακολούθηση της πορείας των δαπανών. Προσέθετε δε ότι «η χώρα μπορεί να τα καταφέρει μόνο αθροίζοντας τις “διάχυτες γνώσεις” με τις εκφρασμένες επιδιώξεις της κοινωνίας και φέρνοντας τες σε επαφή με την τεχνογνωσία των δημοσίων οργανισμών και τις δεξιότητες του ιδιωτικού τομέα».
Πρότεινε δε την 1) κατασκευή πλατφόρμας απλής και άμεσης επικοινωνίας της προόδου των έργων, 2) περιγραφή των επιπτώσεων των έργων σε βασικούς δείκτες (πχ. νέες θέσεις εργασίας, στους περιβαλλοντικούς και ενεργειακούς δείκτες, στην ψηφιακή αναβάθμιση, στην κοινωνική πρόνοια κλπ.) και 3) διαδραστική επικοινωνία μέσω της πλατφόρμας με τους κοινωνικούς φορείς για τη βελτίωση και προσαρμογή των δράσεων.
Παρ όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση θριαμβολογεί, μόνη της, έχοντας αποφύγει συστηματικά να αποδεχτεί, να αναγνωρίσει και να αντιληφθεί ότι οι πόροι του Ταμείου (εισαγομένη εκχώρηση, άλλωστε) δεν την καθιστούν μοναδικό ιδιοκτήτη του προγράμματος.
Μοναδικός ιδιοκτήτης είναι η χώρα και οι πολίτες στο σύνολό τους και συνεπώς έχουν και την ευθύνη σχεδιασμού υλοποίησης και είναι οι επικαρπωτές των ωφελημάτων.
Η σημερινή κυβέρνηση και ο κρατικός μηχανισμός, η μεν πρώτη δρώντας σε αποστολή «ειδικής διαχείρισης» για τη δομική μετατροπή του κράτους σε επιδιαιτητή ισχυρών ιδιωτικών συμφερόντων (αμφίβολης, συχνά «ιδιωτικότητας»), η δε δημόσια διοίκηση, αποστερημένη διαχρονικά, της φροντίδας βελτίωσης οργάνωσης και δεξιοτήτων, συνδέουν ένα δίπολο διαχειριστικής ανεπάρκειας για να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο σύνθετο έργο.
Η διαδρομή του χρήματος
Το ελληνικό κράτος έχει απομειώσει την ικανότητά του παραγωγής εθνικής στρατηγικής, ως επακόλουθο του τεμαχισμού και της κατανομής των έργων σε ισχυρά και ικανά ιδιωτικά συμφέροντα (ξένα και εγχώρια ), των οποίων ο στρατηγικός σχεδιασμός, εν δυνάμει, μπορεί και να μην συμπίπτει απαραίτητα με τον εθνικό σχεδιασμό. Ένα αδύναμο κράτος «υφίσταται» και προσαρμόζεται σε επιλογές άλλων (χαρακτηριστικό παράδειγμα το ανομοιογενές και ενδοανταγωνιστικό μετοχικό χάος των μεγάλων εταιριών δικτύων και ενέργειας και η προκύπτουσα «ελευθερία» να αποφασίζουν τι είναι ωφέλιμο για τη χώρα, έναντι καταβολής ενός «τιμήματος» που καταδίκασε σε αδράνεια τον αυτοτελή εθνικό σχεδιασμό και τον εμπλουτισμό του γνωσιακού κρατικού κεφαλαίου– βλέπε δίκτυα ΦΑ-ΕΛΠΕ-ΛΑΡΚΟ κλπ.). Σε αυτό το καθεστώς, τίθενται, επίσης, σε συνεχή δοκιμασία ανθεκτικότητας οι κρατικοί λειτουργοί, κάθε φορά που βρίσκονται αντιμέτωποι με την ισχύ πίεσης των εκπροσώπων του όποιου ιδιωτικού επιχειρησιακού συγκροτήματος (εκεί εστιάζεται και η επίπλαστη αναγκαιότητα για «απλουστεύσεις» και «απογραφειοκρατικοποιήσεις» στην αδειοδοτική διαδικασία, τόσο προσφιλείς και οικείες στους «ειδικούς διαχειριστές»…).
Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της αντίληψης είναι και η οργάνωση της διαχείρισης του ΕΣΑΑ: υπάγεται στο υπουργείο Οικονομίας, ενώ θα ήταν συνεπές να υπάγεται στο ελληνικό κοινοβούλιο, ως εκπροσώπου της ελληνικής κοινωνίας, στο σύνολο της.
Ο διοικητής της υπηρεσίας, που φέρεται να έχει αξιοσημείωτες επιδόσεις στα έργα ΣΔΙΤ και στις ιδιωτικοποιήσεις, ξεκινά το έργο του με μια οργανωτική δομή τριών διευθύνσεων, και επτά τμημάτων καθώς και οκτώ «επικουρούντων» συνεργατών (διαδεδομένη πρακτική της κυβέρνησης που συνάδει, μάλλον, σε παρακολούθηση και έλεγχο).
Ενδεχόμενα, χρήσιμες απαντήσεις, στις τόσες ασάφειες του σχεδίου, μπορούν να αναζητηθούν στους όρους του συμβολαίου απόδοσης του κ. Διοικητή με το ΥΠΟΙΚ, στο οποίο καθορίζονται οι ποιοτικοί και ποσοτικοί στόχοι της εργασιακής του σχέσης, καθώς και η ετήσια ειδική αμοιβή (bonus), που ορθά προστίθεται στο αντικειμενικά μέτριο επίπεδο αμοιβής της θέσης (56 χιλ. ευρώ).
Ιωσήφ Σινιγάλιας
1 ForumDD (φόρουμ Ανισοτήτων και Διαφορετικοτήτων): Σύνδεσμος Έρευνας και Μελετών 8 διαφορετικών οργανώσεων ενεργών στην κοινωνική δράση. Ιδρύθηκε το 2018 από το Ίδρυμα Lelio a Lisli Basso.