Η ζωή διαρκώς συνορεύει με το συντριπτικό. Είναι ο πεπερασμένος της χρόνος, είναι η ενδεχομενικότητά της ως ένα πεδίο που διαρκώς κλείνει, έτσι ώστε όλα τα ενδεχόμενα τελικά να συγκλίνουν προς τις αποφάσεις που όντως πάρθηκαν ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά τους. Είναι το βάρος των στιγμών, η σημασία τους, το βάθος των εμπειριών. Τι αποφάσεις πήραμε. Πού δώσαμε τον εαυτό μας. Τι προσφέραμε και τι παραλάβαμε. Δεν μιλώ εδώ για την ηθική, μιλώ για τη σάρκα της εμπειρίας. Για τις στιγμές εκείνες που απέχουν από τη ρουτίνα όσο η ζωή από τον θάνατο. Για τις στιγμές αυτές που σου υπενθυμίζουν τη ζωή στην καθαρότητά της. Ως βίωμα ή ως προσφορά.
Εμείς ζούμε. Και η ζωή μας εκβάλει στο παρόν μας. Συχνά χωρίς σχεδιασμό, χωρίς πρόθεση, και τελικά χωρίς εξέταση. Απλώς συνεχίζεις προσπαθώντας να συνδυάσεις την ανάγκη με την επιθυμία και τον εαυτό σου με τους άλλους. Αθροίζεις τις στιγμές ανάμεσα στην ευθυμία και τη δυσθυμία προσπαθώντας να βγάλεις ένα αποτέλεσμα, κάτι που θα μπορέσει να γίνει ποσότητα, έτσι ώστε τελικά να καταφέρεις να τα ζυγίσεις, να καταφέρεις να δώσεις απάντηση στον εαυτό σου για τις επιλογές σου. Κουβεντιάζουμε τις ζωές μας, θυμώνουμε, θυμόμαστε, δικαιολογούμε. Και συνεχίζουμε.
Και ύστερα είναι τα παραδείγματα γύρω μας. Οι άνθρωποι που επέλεξαν μια άλλη πραγματικότητα, όχι απλώς μια τοποθέτηση απέναντι στο πρόβλημα αλλά μια έμπρακτη στάση απέναντί του. Όπως πολλοί τις τελευταίες μέρες παρακολουθούσα την παρωδία σε σχέση με την βράβευση του Ιάσονα Αποστολόπουλου από την πρόεδρο της δημοκρατίας. Τη φτώχια των επιχειρημάτων σε σχέση με την ανάκλησή της, τον υπερσυντηρητικό καθωσπρεπισμό, τη γελοιότητα φορεμένη ως επίσημο ένδυμα. Αλλά κυρίως αυτό το χάος ανάμεσα σε δύο κόσμους. Από την μία, μια απονεκρωμένη δημοκρατία που γιορτάζει τον εαυτό της, σε διαρκή απόκλιση από τον εαυτό αυτό είτε με τα εγκλήματα στα σύνορα, είτε μέσα από τη διαχείριση της πανδημίας. Και, από την άλλη, τον κόσμο των ανθρώπων σαν τον Ιάσονα Αποστολόπουλο. Των ανθρώπων που δεν αντιμετωπίζουν τη ζωή ως αφηρημένη στατιστική, αλλά ως μια επείγουσα ανάγκη για συμμετοχή και αλληλεγγύη, των έμπρακτων ανθρώπων που δεν μπορούν να αρκεστούν απλώς στο ορθό της άποψής τους αλλά θα δεσμευτούν στην προσπάθεια, που μας δείχνουν πως κανείς δεν είναι αδύναμος αρκεί να προσπεράσει το σύνορο του ενικού εαυτού. Είναι οι οδοιπόροι του πληθυντικού, απέναντι στους ασθενείς θεσμούς και τις ασθενείς δημοκρατίες. Αυτοί που μας υπενθυμίζουν τελικά το τι σημαίνει θάνατος. Και μαζί πως η δική μας στάση είναι κάτι που μπορεί να το αλλάξει.
Το ίδιο το συμβάν μας δείχνει πως αυτό που έχει επικρατήσει συντριπτικά στην κυβέρνηση είναι η πολιτική του ρατσισμού, των παράνομων επαναπροωθήσεων και της απανθρωπιάς. Και αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε με αφορμή το περιστατικό, αλλά ταυτόχρονα από τις κυβερνητικές πολιτικές του πρόσφατου παρελθόντος και του ευρωπαϊκού παρόντος είναι πως το μεταναστευτικό ζήτημα δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά στα σύνορα της Ελλάδας και της Ευρώπης αλλά κυρίως το εσωτερικό των χωρών. Είναι η χρήση του μεταναστευτικού ως εργαλείου χειραγώγησης και αποπροσανατολισμού των κοινωνιών, η κατασκευή του φόβου και του ρατσισμού ως μεθόδων συναίνεσης, η μισαλλοδοξία ως συγκολλητική ουσία εξαχρειωμένων κοινωνιών. Ένας τρόπος που σε συνδυασμό με την παρατεταμένη περίοδο επιτήρησης και καταστολής ζητούν να ορίσουν το σχήμα του μέλλοντός μας. Το απάνθρωπο αυτό που πλησιάζει.
Και εδώ γυρίζουμε στον πρόλογο του άρθρου. Οι μέρες που θα ξημερώσουν, δεν θα είναι απλώς μέρες που ζητούν την άποψή μας. Είναι μέρες που θα απαιτήσουν την άμεση εμπλοκή μας. Μέρες αποφάσεων και μέρες ζωών. Μέρες που θα καθορίσουν το πώς αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας και πως τους άλλους. Είναι μέρες απόφασης. Για το τι τελικά είμαστε:
Ασθενείς ή οδοιπόροι.