«Είναι προφανές ότι πηγαίνουμε σε ένα δύσκολο χειμώνα, με μεγάλη επιβάρυνση στο σύστημα υγείας, δυστυχώς γιατί μία μικρή –αλλά όχι τόσο μικρή, ώστε να μην μας ανησυχεί–μειοψηφία έχει αποφασίσει να τινάξει τη χώρα στον αέρα (…) Νομίζω ότι οι ανεμβολίαστοι δεν θα μπορούν να πάνε πουθενά». Με αυτό τον ακραίο και βάρβαρο τρόπο –όπως συνηθίζει- ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνης Γεωργιάδης είχε περιγράψει εκ προοιμίου τα μέτρα που θα λάμβανε η κυβέρνηση σήμερα.
Από 13 Σεπτεμβρίου, όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί δεν έχουν πρόσβαση σε διαγνωστικά κέντρα των δήμων ή του ΕΣΥ, καθώς το rapid test θα είναι υποχρεωμένοι να το πληρώνουν. Επίσης, όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί –με μοναδική εξαίρεση τους μαθητές και ούτε καν τους φοιτητές, που δεν έχουν άλλωστε συνήθως εισόδημα- θα πληρώνουν μία ή δύο φορές την εβδομάδα το τεστ, για να μπορούν να πάνε στην εργασία τους ή στο σχολείο/πανεπιστήμιο. Όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί δεν δικαιούνται να πάνε σε κανένα κλειστό χώρο διασκέδασης (εστίαση, γήπεδο, σινεμά, μουσείο, αρχαιολογικοί χώροι). Μπαίνουν δηλαδή σε λοκντάουν.
Η στρατηγική των μη μέτρων
Η κυβέρνηση «επένδυσε» μέχρι την έλευση του εμβολίου στα γενικά λοκντάουν χωρίς να πάρει κανένα άλλο μέτρο. Έτσι, άνοιξαν πέρυσι τα σχολεία –για όσο λίγο διάστημα λειτούργησαν χωρίς μέτρα αντιμετώπισης του συνωστισμού- κυκλοφορούσαν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, χωρίς να έχουν αλλάξει στο παραμικρό τη συχνότητα των δρομολογίων, το ΕΣΥ λειτούργησε ως σύστημα μίας νόσου. Αντίστοιχα και τώρα το μόνο μέτρο που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση είναι το εμβόλιο. Και πάλι δεν παίρνει κανένα απολύτως μέτρο. Και όχι μόνο αυτό, ρίχνει την ευθύνη του μη περιορισμού της νόσου σε όσους δεν έχουν εμβολιαστεί, έτσι άκριτα, χωρίς να διαχωρίζει ποιοι είναι αυτοί και χωρίς να αναζητά γιατί δεν έχουν εμβολιαστεί (είναι επιλογή, είναι φόβος, είναι έλλειψη πρόσβασης;) αλλά κυρίως χωρίς να αναζητά τρόπους να ανατρέψει αυτό το ποσοστό. Σήμερα, περίπου ένας στους δύο, δηλαδή λιγότερο από έξι εκατομμύρια πολίτες έχουν εμβολιαστεί. Η κυβέρνηση απέχει παρασάγγας από το στόχο του 80% για το «τείχος ανοσίας» και αντί να αναστοχαστεί πάνω στη στρατηγική της, επιμένει σε αυτή. Μήπως τελικά γιατί θεωρείται επιτυχημένη για τους δικούς της –ανομολόγητους- στόχους;
Με ποιο στόχο;
Στο σημείο αυτό δύο επισημάνσεις και ένα δεδομένο. Η στρατηγική της κυβέρνησης έχει δύο κατηγορίες «προνομιούχων»: τους εμβολιασμένους και όσους έχουν αντισώματα, όσους δηλαδή νόσησαν και ας μην έχουν εμβολιαστεί. Αυτό είναι ένα στοιχείο που από μόνο του μπερδεύει. Ειδικά όταν όλο τον καιρό η κυβέρνηση αποσιωπά με κάθε τρόπο πως και οι εμβολιασμένοι μπορεί να νοσήσουν, μπερδεύοντας ακόμα περισσότερο τον κόσμο που είναι τουλάχιστον σκεπτικός ως προς τον εμβολιασμό. Επιπλέον, τα τεστ δεν είναι ούτε επιβράβευση, ούτε τιμωρία. Είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο διαγνωστικό εργαλείο, με το οποίο όλο αυτόν τον καιρό συλλέγονταν στοιχεία ως προς τη νόσο. Για αυτό και ανακοινώνονταν παντού σημεία για δωρεάν ράπιντ τεστ. Τώρα, ούτε θα μπορούν να συγκεντρωθούν απαραίτητα στοιχεία για την εξέλιξη της πανδημίας, ενώ θα υπάρξουν πολίτες που θα αποκλειστούν από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά τους στην πρόσβαση στην υγεία. Το δεδομένο είναι ότι ο απώτερος στόχος της κυβέρνησης πρέπει να είναι ο εμβολιασμός. Μέχρι στιγμής περισσότερο μοιάζει με προσωπείο, παρά με στόχο. Η μεγάλη πλειονότητα των ανεμβολίαστων είναι νέοι. Επίσης, υψηλά ποσοστά εμφανίζονται στους κρατούμενους, τους Ρομά, τους πρόσφυγες, τους κοινωνικά αποκλεισμένους. Ακόμα, υψηλά ποσοστά μοιάζει να έχουν οι ασθενείς (π.χ. οι καρκινοπαθείς). Αν αυτά τα στοιχεία συγκεντρωθούν, δεν μπορεί να φτιαχτεί στοχευμένη καμπάνια για κάθε κοινωνική κατηγορία; Γιατί αυτές οι κατηγορίες μπορεί ειλικρινά να μην ενδιαφέρονται αν θα έχουν πρόσβαση π.χ. στη διασκέδαση ή ακόμα και στην εργασία τους. Επομένως, μπορεί και να μην έχει κανένα αποτέλεσμα αυτό το σύστημα κοινωνικού αποκλεισμού που υιοθετεί η κυβέρνηση, αφού ενδεχομένως οι περισσότεροι βιώνουν αυτή την κατάσταση ή δεν τους απασχολεί αυτός ο τρόπος διασκέδασης.
Ύστερα, από τα χείλη της κυβέρνησης δεν ανακοινώθηκε ούτε ένα μέτρο που να αφορά τη νόσο και να μην είναι στην «ευθύνη του πολίτη». Και φυσικά δεν περιλήφθηκε με κανέναν τρόπο η Εκκλησία στα μέτρα «περιορισμού», σαν εκεί να μην κολλάει. Παράλληλα, δεν ανακοινώθηκε ούτε ένα μέτρο για το πώς θα ενισχυθεί το ΕΣΥ, που αναμένεται να πιεστεί ξανά στο τέταρτο κύμα, ούτε ένα μέτρο για τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, για τα ΜΜΜ. Ανακοινώθηκε μόνο πως δεν θα δοθεί αναστολή στο μέτρο αναστολής της εργασίας στους υγειονομικούς. Σε ένα ΕΣΥ που πιέζεται απελπιστικά και που καταγράφει υψηλά ποσοστά ανεμβολίαστων, αντί να δουν πώς με την επιστημονική κοινότητα και τα σωματεία θα αντιστρέψουν την κατάσταση αυτή, θα αφεθεί το ΕΣΥ γυμνό να αντιμετωπίσει το θηρίο. Πράγματι είναι ανευθυνότητα να μην εμβολιάζεται εργαζόμενος στο ΕΣΥ ή κέντρα, όπου μπορούν να κινδυνεύσουν ευάλωτοι πληθυσμοί. Ποιες όμως ήταν οι κινήσεις της κυβέρνησης για να πειστούν όλοι αυτοί; Ο φόβος είναι παραλυτικός και η άγνοια είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Η κυβέρνηση, που έχει όλα τα πιθανά εργαλεία στα χέρια της, τι έκανε, πέρα από το να απειλεί, τηρώντας αποστάσεις από την κοινωνία; Και γιατί συνεχίζει να εξαντλεί την αυστηρότητά της σε συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων, ενώ για παράδειγμα σε άλλες όπως η αστυνομία συμπεριφέρεται «με το γάντι»;
Ομολογία αποτυχίας
Σύσσωμη η αντιπολίτευση έκρινε ως ομολογία αποτυχίας τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα: Από τον ΣΥΡΙΖΑ βλέπουν «βαθύ κοινωνικό διχασμό, οικονομική εξαθλίωση των πολιτών, κατάρρευση του ΕΣΥ και νέα έξαρση της πανδημίας πίσω από τα «τόσο λάθος» μέτρα. Για το ΚΚΕ «η κυβέρνηση επιμένει να μετακυλύει τις τεράστιες ευθύνες της στο λαό, παίζοντας ένα βρώμικο παιχνίδι εις βάρος του, μετατρέποντας το εμβόλιο από ανάγκη, δικαίωμα και όπλο της επιστήμης σε μέσο διαίρεσης των εργαζομένων». Το ΜέΡΑ25 χαρακτηρίζει «θατσερισμό» την πολιτική της κυβέρνησης και προσθέτει «Δεν υπάρχει Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Δεν υπάρχει Πρόνοια. Δεν υπάρχει προστασία από το Κράτος. Είμαστε όλοι απλά ένα συνεχές λεφτόδεντρο για ιδιωτικά συμφέροντα». Το ΚΙΝΑΛ είπε «η κυβέρνηση ομολόγησε σήμερα ότι απέτυχε –έως τώρα- στους στόχους του προγράμματος εμβολιασμού και στη δημιουργία του αναγκαίου τείχους ανοσίας».
Επένδυση στον θυμό
Σύμφωνα με τον τομεάρχη Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ Ανδρέα Ξανθό, ο οποίος μίλησε «στο Κόκκινο» «αντί να γίνει μια συνολική προσπάθεια, ένα restart στο εμβολιαστικό πρόγραμμα, μελετώντας τις ιδιαιτερότητες και πηγαίνοντας με στοχευμένο τρόπο, ώστε να πεισθούν και οι πιο δύσπιστοι για την ανάγκη του καθολικού εμβολιασμού, η κυβέρνηση επιλέγει μια γραμμή πολύ σκληρών διαχωρισμών και πολύ δυσβάσταχτων επιπτώσεων, όπως στους ανεμβολίαστους υγειονομικούς (…) Η κυβέρνηση αρχίζει και ακροβατεί επικίνδυνα θέτοντας σε αμφισβήτηση βασικές αρχές του δικαίου και της βιοηθικής. (…) Πάμε σε ένα μη αναλογικό μέτρο και αυτά τα μέτρα δεν είναι κοινωνικά αποδεκτά, δεν υπάρχει η αίσθηση της δικαιοσύνης και αίσθηση αντίστοιχης με τον κίνδυνο παρέμβασης της πολιτείας. Θεωρώ ότι αυτό θα πυροδοτήσει αντιδράσεις (…) Είναι αρκετά οριακά τα πράγματα, είναι εύκολες οι λύσεις αυτές που καταφεύγει η κυβέρνηση, δεν είναι η λύση που χρειάζεται μια μεγάλη κρίση υγείας (…) Ιστορικά οι κρίσεις αυτές ξεπερνιούνται όταν τα περιοριστικά μέτρα, τα μέτρα πρόληψης και ατομικής προστασίας είναι αποδεκτά από την κοινωνική πλειοψηφία, όταν αυτά δημιουργούν κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις, όταν πείθουν τους πολίτες και προάγουν τη συνειδητή συμμόρφωση».
Η κυβέρνηση επενδύει στον θυμό και την κόπωση του κόσμου. Στο να στραφούν οι εμβολιασμένοι απέναντι στους «ανεύθυνους» ανεμβολίαστους. Αυτό θα προκαλέσει κοινωνικές ρωγμές, που θα κληθεί η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει. Το να δείχνει με το δάχτυλο άλλους ως ιθύνοντες της κατάστασης κάποια στιγμή δεν θα αρκεί. Θα γυρίσουν να κοιτάξουν και ποιος κρύβεται πίσω από αυτό το δάχτυλο. Και τότε η οργή θα είναι μεγάλη και από πολλές και διαφορετικές πλευρές. Με απρόβλεπτες εξελίξεις. Η μόνη λύση είναι η αλλαγή πλεύσης. Να υπάρξει στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας ολιστική και συμπεριληπτική. Διαφορετικά η ορμή θα παρασύρει τα πάντα και τους πάντες.