25 Μαρτίου 1947. Ο Μίκης σχεδόν 22 χρόνων στο σπίτι του θείου του. (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη)
Τιμώντας τη μνήμη του Μίκη Θεοδωράκη, που η μουσική του σφράγισε τη ζωή των λαϊκών ανθρώπων και των αγωνιστών της Αριστεράς, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σχεδόν σε όλο τον κόσμο, η «Εποχή» ζήτησε από τον φίλο Ανδρέα Μαράτο να μας στείλει κάποιο απόσπασμα από το βιβλίο του «Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης. Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η εποχή του» (εκδόσεις Ιανός, 2014, εισαγωγή: Αριστείδης Μπαλτάς, επίμετρο: Μίκης Θεοδωράκης). Το απόσπασμα που επέλεξε ο Μαράτος είναι από το κεφάλαιο με τίτλο «Το τραγούδι μου γυρεύει εσένα για να ειπωθεί» (σελίδες 103–111), και αναφέρεται κυρίως στο μελοποιημένο από τον Θεοδωράκη ποίημα του Γιάννη Ρίτσου Επιτάφιος, ένα από τα κορυφαία έργα του μεγάλου μας συνθέτη.
Ο Ανδρέας Μαράτος είναι ζωγράφος, υποψήφιος διδάκτορας φιλοσοφίας και επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.
Χ. Γο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης θα εισβάλλει ορμητικά στο προσκήνιο με την κυκλοφορία του Επιτάφιου σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου το 1960, που θα σφραγίσει καταλυτικά την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού και θα το συνδέσει άρρηκτα με τα βαθύτερα και πιο μακρόπνοα προτάγματα της Αριστεράς. Η Αριστερά θα συναντηθεί με την τέχνη της, όχι χωρίς δυσκολίες και τριβές. Αλλά ας γεφυρωθούν τα κενά προτού συνεχίσουμε.
Ο Θεοδωράκης θα οργανωθεί στην ΕΠΟΝ, τη νεολαία του ΕΑΜ, το 1943 –μόλις δεκαοκτώ χρόνων και ήδη ταγμένος στη μουσική την οποία θα συνεχίσει να σπουδάζει– και πυροδοτημένος από το όραμα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης θα συνδέσει την προσωπική και καλλιτεχνική του μοίρα με τις περιπέτειες και την τραγωδία της ελληνικής Aριστεράς. Θα ζήσει τα Δεκεμβριανά του ‘44, τις απηνείς διώξεις του αυταρχικού κράτους και παρακράτους, την εμφύλια διαμάχη, δηλαδή, όπως εκδηλώθηκε στις μεγάλεις πόλεις και την Αθήνα, θα εκτοπιστεί πρώτα στην Ικαρία κι ύστερα στη Μακρόνησο, απ’ όπου θα μεταφερθεί βαριά τραυματισμένος σε στρατιωτικό νοσοκομείο […]. Όλα αυτά τα χρόνια δεν θα σταματήσει στιγμή να γράφει συμφωνική μουσική και να μελοποιεί έργα, προπολεμικών, κυρίως, ποιητών. Το 1954 θα δώσει εξετάσεις στο ΙΚΥ για μια υποτροφία στο Παρίσι, την οποία και θα κερδίσει […]. Εκεί θα ζήσει πολύ δύσκολες οικονομικά στιγμές, αλλά θα είναι ιδιαίτερα παραγωγικός. Μουσική για μπαλέτο, θέατρο, κινηματογράφο, συμφωνικά έργα, προσωρινό φλερτ με το δωδεκαφθογγισμό. Όμως θα νιώθει σαν ψάρι έξω απ’ τα νερά του. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα, εγκαταλείποντας τη διεθνή καριέρα που ανοιγόταν μπροστά του –το 1959 είχε διακριθεί ως ο καλύτερος νέος συνθέτης της Ευρώπης– εκφράζοντας ανοιχτά τη βαθιά του ανάγκη «να απευθύνεται σε όλο το λαό και όχι στο περιορισμένο κοινό μιας ελίτ».
Θα μελοποιήσει το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου στο Παρίσι το 1958 –δύο χρόνια νωρίτερα από την κυκλοφορία του στην Ελλάδα– για να το τραγουδήσει σε συγκέντρωση με σκοπό τον έρανο για προεκλογική ενίσχυση της ΕΔΑ (το τυχαίο ως μορφή έκφρασης μιας αδήριτης ανάγκης;), χωρίς να είναι ακόμα κατασταλαγμένος για τον χαρακτήρα που θέλει να του προσδώσει. [Έχει όμως ήδη αποφασίσει] να στρέψει την προσοχή του στο λαϊκό τραγούδι με τους δικούς του όρους.
Ο Επιτάφιος θα γίνει ένας συνειδητός πειραματισμός, καθοριστικός για την επιβεβαίωση της ορθότητας της απόφασής του να επιστρέψει. Στέλνει το έργο στον Χατζιδάκι, ο οποίος το ενορχηστρώνει και το ηχογραφεί με την ερμηνεία της Νάνας Μούσχουρη. Θα κάνει αίσθηση αμέσως, όμως το αισθητικό αποτέλεσμα απέχει από τις βαθύτερες προσδοκίες του δημιουργού του. Έτσι θα ηχογραφηθεί ξανά, αυτή τη φορά με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση ως λαϊκού ψάλτη, τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι και λαϊκή ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη. Ένα ποίημα εμβληματικό για την Αριστερά και τα πέτρινα χρόνια της με τις εκατόμβες θυμάτων, ένα μοιρολόι γραμμένο σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο, όπως τα δημοτικά τραγούδια, ο Ερωτόκριτος, οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι και ταυτόχρονα ύμνος για την εργατική τάξη και τους αγώνες της, έγινε με τη σειρά του τραγούδι. Πρόκειται για μια σύζευξη που ανέδειξε το διττό χαρακτήρα του ποιητικού λόγου σε ατμόσφαιρα μουσικής «χαρμολύπης», λιτής, χωρίς περιττά αρμονικά κι ενορχηστρωτικά βάρη, με ρίζες στη βυζαντινή υμνωδία, το δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι, αλλά με απρόσμενες για τους λαϊκούς μουσικούς αρμονικές αλλαγές και πτώσεις που τους ενθουσίαζαν και αποκάλυπταν τη βαθιά δυτική μουσική παιδεία του Θεοδωράκη. Οι εξαντλητικές πρόβες μεταβλήθηκαν σε ένα μουσικό πανηγύρι. Ο συνθέτης δίδασκε τον τραγουδιστή λέξη προς λέξη, φράση προς φράση, αναπνοή την αναπνοή –όπως θα κάνει και με όλους τους ερμηνευτές των έργων του– τον τρόπο ερμηνείας που οραματιζόταν. Ο Μπιθικώτσης, που ο Θεοδωράκης τον γνώριζε από τα χρόνια της Μακρονήσου και στην ουσία τον επέβαλε στη δισκογραφική εταιρία Columbia, έχοντας ήδη θητεύσει σε αυθεντικά λαϊκά τραγούδια, θα σφραγίσει με τη φωνή του –το εύρος, τους δραματικούς τόνους, την ποιότητα της χροιάς του, «ξύλινης σαν σήμαντρο»– το ύφος του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Θα αποδειχθεί η ιδανικότερη αντρική φωνή για το θεοδωρακικό μουσικό κόσμο, έχοντας την καθαρότητα και τη δύναμη ακατέργαστης ύλης, που μοιάζει σε κάθε τραγούδι να σμιλεύεται, αναδεικνύοντας απρόσμενα ποικίλματα και ημιτόνια. Γι’ αυτό θα μείνει άρρηκτα δεμένη μαζί του στη συλλογική μνήμη.
Η υποδοχή του Επιτάφιου
Ο Επιτάφιος, ειδικά στη λαϊκή εκδοχή του, θα πολεμηθεί πολύ κι από πολλές πλευρές: το κράτος που θα απαγορέψει τη μετάδοσή του από το ΕΙΡ, τους λάτρεις του ελαφρού τραγουδιού, συντηρητικούς κύκλους της τέχνης και της διανόησης, ακόμα και μια μερίδα της Αριστεράς που θεωρούσε τη μουσική αταίριαστη με την ποίηση του Ρίτσου και το μπουζούκι ξενόφερτο μουσικό όργανο κατάλληλο μόνο για τη διασκέδαση του περιθωρίου και του λούμπεν προλεταριάτου. Ακόμα κι ο ποιητής θα είναι επιφυλακτικός στην αρχή. Η συζήτηση περί μουσικής θα πάρει εθνικές διαστάσεις κι ο Θεοδωράκης θα αναγκαστεί, όχι χωρίς νύξεις αδιόρατης ειρωνείας, να «απολογηθεί» σε συγκεντρώσεις και μέσα από τις σελίδες της Αυγής1 και της Επιθεώρησης Τέχνης2. Τίποτε δεν θα ανακόψει τη θριαμβευτική υποδοχή του έργου όχι μόνο από τον αριστερό κόσμο, αλλά ευρύτερα από τα λαϊκά στρώματα κι όχι μόνο. Οι άνθρωποι τραγουδούσαν ποίηση, που ακουγόταν καθαρά, καθώς η μουσική απελευθέρωνε τα νοήματά της αντί να τα θολώνει και να τα συσκοτίζει, «…δεν πήγαιναν πια να βρουν το ποίημα, πήγαινε το ποίημα μέσω της μουσικής… πήγε και τους βρήκε στο τραπέζι τους, στο κρεβάτι τους, την ώρα που κάναν έρωτα, την ώρα που τρώγανε, που πίνανε, που χορεύανε, που διασκέδαζαν, που γλεντούσαν. Κι οι στίχοι έμειναν. Μαζί με το κρασί τους, μαζί με το ψωμί τους, έγιναν ένα…»3. Τα τραγούδια του Επιτάφιου ακούστηκαν στους ακάλυπτους, στις αυλές, στα προσφυγικά και στα διώροφα, στα καφενεία και σε πολιτικές συγκεντρώσεις, παίχτηκαν σε συναυλίες υπαίθριες και σε θέατρα, στα πικάπ και στα ραδιόφωνα. Ένας βαθύς αναστεναγμός βγαλμένος από τα σπλάχνα της πόλης. Ο κόσμος μάθαινε στίχους απαγορευμένους για είκοσι χρόνια4.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες/ μέρα Μαγιού σε χάνω/ άνοιξη γιε που αγάπαγες/ κι ανέβαινες απάνω.
Στο λιακωτό και κοίταζες/ και δίχως να χορταίνεις/ άρμεγες με τα μάτια σου/ το φως της οικουμένης.
Και μου ιστορούσες με φωνή/ γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια/ τόσα όσα μήτε του γιαλού/ δεν φτάνουν τα χαλίκια.
Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτά/ τα ωραία θα `ν’ δικά μας/ και τώρα εσβήστης κι έσβησε/ το φέγγος κι η φωτιά μας.
Το έντεχνο λαϊκό τραγούδι
Οι εργαζόμενοι, οι φτωχοί, οι διωκόμενοι, οι καταπιεσμένοι, οι κοινωνικοί αγωνιστές, αποκτούσαν τα δικά τους τραγούδια. Η μουσική αρχή μιας πολιτιστικής επανάστασης. Ο Θεοδωράκης θα κατακτήσει αμέσως το κοινό με το στιβαρό, προσωπικό, μουσικό του ιδίωμα, οδηγημένος από ένα πυρετικό όραμα, ταυτόχρονα πολιτικό και πολιτιστικό που θα το χαρακτηρίσει «Τέχνη για τον λαό, τέχνη για τις μάζες». Σε ανύποπτο χρόνο θα γράψει ως κατασταλαγμένο θεωρητικό υπόβαθρο του οράματός του και της άποψής του για την έντεχνη λαϊκή μουσική και τον λαό:
«Το έντεχνο και το ταξικό εμφανίζονται μαζί. Μια τάξη ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο λαό. Η κοινωνική διαίρεση επιβάλλει παντού τους διαχωρισμούς της. Και μαζί τις αντιθέσεις της…Στην ποίηση και τη μουσική η διαίρεση οδηγεί στην έντεχνη ποίηση και μουσική από τη μια πλευρά και στη λαϊκή από την άλλη…το χάσμα ανάμεσα στο λαό και τα έντεχνα έργα τέχνης μεγαλώνει. Αποτέλεσμα: ο λαός δεν έχει καλλιτεχνικό έργο για να ταυτιστεί μαζί του […]
[…] Ανάμεσα σ’ όλα τα εκατομμύρια πρόσωπα που αποτελούν μιαν, ας πούμε, εθνική ενότητα (δηλαδή με κοινές φυλετικές, ιστορικές και άλλες ρίζες), υπάρχουν ορισμένες μυστικές κοινές σχέσεις που πρέπει να βρεθούν για να εκφραστούν. Κοινά σημεία, κοινές ρίζες, κοινές επικοινωνίες, θαμμένες βαθιά μέσα στον καθένα μας και που δεν λειτουργούν, δεν εκφράζονται μέσα στην καθημερινή μας ζωή. Μέσα σ’ ένα λεωφορείο, σ’ ένα γραφείο, κατάστημα, δρόμο, είμαστε άγνωστοι κι αδιάφοροι ο ένας για τον άλλον. Κάτι όμως μας συνδέει ανάμεσά μας. Η γλώσσα; Βεβαίως. Όμως από κει και πέρα όλα είναι διαφορετικά. Μπαίνουμε σε «ομάδες» με βάση την τύχη (τόπο κατοικίας – τόπο δουλειάς), με βάση την τάξη που ανήκουμε, τα συμφέροντα που μας χωρίζουν ή μας ενώνουν, τις κοινές ιδέες κ.ά. Όλα μας χωρίζουν. Εκτός από τη γλώσσα που είναι κοινή για όλους, το ταξικό συμφέρον, και «κάτι άλλο» που είναι κοινό για όλους, αλλά που πρέπει να το ανακαλύψουμε… Θα τολμήσω να πω ότι αυτό το «κάτι άλλο» είναι το τραγούδι. Συνισταμένη γραμμή, λοιπόν, ανάμεσα σε εκατομμύρια κοινές, αλλά βαθιά κρυμμένες ευαισθησίες, αυτό μπορούμε να πούμε ότι είναι το αληθινό λαϊκό τραγούδι. Αυτό που σπάει τα προσωπικά και άλλα φράγματα και που ενώνει τους ανθρώπους. Που ενώνει πιο πολύ, πιο βαθιά και πιο ουσιαστικά αυτούς που χωρίς να το θέλουν, να το γνωρίζουν ή να το επιζητούν είναι συνδημιουργοί του… Νομίζω ότι είναι ενδεδειγμένος ο διαχωρισμός ανάμεσα στο ελαφρύ και το λαϊκό τραγούδι. Το πρώτο μας κάνει να ξεχνάμε. Το δεύτερο να θυμόμαστε…»5
Με τον Επιτάφιο ο Θεοδωράκης:
-
Εισάγει στο ελληνικό τραγούδι την έντεχνη λαϊκή φόρμα. Ο όρος έντεχνη λαϊκή μουσική εμπεριέχει μια καθοριστική αντίφαση. Γιατί η έντεχνη μουσική προϋποθέτει βαθιά θεωρητική γνώση, ενώ ο δημιουργός της λαϊκής μουσικής στηρίζεται στη γύρω του ζωντανή μουσική παράδοση «σκιτσάροντας» με τη βοήθεια της φωνής και του οργάνου το προσωπικό του ύφος. Η συνειδητή σύζευξή τους οικοδομεί μια διαλεκτική σχέση, στο βαθμό που η δομική αντίφαση μετουσιώνεται σε μια νέα φόρμα, εξίσου ποιοτική και εύληπτη.
-
Καθιερώνει ως νοητικό καμβά του τραγουδιού, τον ποιητικό λόγο. Μελοποιώντας την ποίηση, οικοδομεί μια νέα σχέση έντασης. Η ισορροπία της «κατασκευής» και το καίριο της συνάντησης μουσικής και λόγου οδηγεί στην κατάκτηση δυναμικής ισορροπίας.
-
Προτείνει στην πράξη τον ολιστικό χαρακτήρα ενός κύκλου τραγουδιών, με ενιαίο μουσικό κλίμα που καθορίζεται από τον βαθμό ενότητας του ποιητικού κειμένου, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στην οικεία φόρμα τραγούδι και σε πιο σύνθετα μουσικά έργα.
-
Ορίζει με το κοινό του στις συναυλίες, αλλά και τον ακροατή του έργου του μια τελετουργική συνθήκη άθεης θρησκευτικότητας, μέθεξης και «συνενοχής» που πιστεύω πως κορυφώνεται ως σύλληψη με το Άξιον Εστί.
-
Περνά σχεδόν θριαμβευτικά, ως ηγετική φυσιογνωμία, από τη Μοναξιά της εποχής των διώξεων και του Παρισιού, στη μεγάλη Ουτοπία του ’60.
-
Ανασυντάσσει μουσικούς και ποιητικούς κόσμους μέσα από τους οποίους ο ματωμένος Μάης του ’36, ο ματαιωμένος Δεκέμβρης του ’44, ο θρήνος του εμφυλίου και η οδύσσεια των ηττημένων, αλληγορικά δοσμένα και συνδεόμενα με το παρόν του έργου διατυπώνουν με πείσμα μια μοιραία κι έμπρακτη προσδοκία λύτρωσης. Οι τελευταίοι στίχοι του ποιητικού έργου βρίσκουν τη δικαίωσή τους:
…Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι/ Γιέ μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Αντί επιλόγου: Κράτησα τη ζωή μου
Θα μελοποιήσει όχι μόνο Ρίτσο, αλλά και Σεφέρη, Λειβαδίτη, Ελύτη… Η ανάδειξη της δύναμης του ποιητικού λόγου μέσα από τη μουσική του θα ξαφνιάσει και τους ίδιους τους ποιητές. Διηγείται ότι ο Γιώργος Σεφέρης θα του ζητήσει να τριγυρνούν ένα ολόκληρο βράδυ στην Πλάκα, από ταβέρνα σε ταβέρνα, για να ακούνε από κοινό και καλλιτέχνες να τραγουδούν την Άρνηση.
Στο περιγιάλι το κρυφό/ κι άσπρο σαν περιστέρι/ διψάσαμε το μεσημέρι/ μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή/ γράψαμε τ’ όνομά της/ ωραία που φύσηξεν ο μπάτης/ και σβήστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά, με τι πνοή,/ τι πόθους και τι πάθος/ πήραμε τη ζωή μας˙ λάθος/ κι αλλάξαμε ζωή.
H μουσική κι ερμηνευτική κατάργηση της νοηματικής παύσης της άνω τελείας στον προτελευταίο στίχο πήραμε τη ζωή μας˙ λάθος οδηγεί σε μια μετατόπιση περιεχομένου της Άρνησης. Μεταμορφώνει το συνειδητό μηδενισμό του ποιητή στην αναστοχαστική επαναστατική μελαγχολία του συνθέτη. Ούτε αυτό θα μειώσει τον ενθουσιασμό του Σεφέρη για τη μαζική απήχηση του κύκλου τραγουδιών Επιφάνια σε ποίηση δική του. Ο Θεοδωράκης θα κερδίσει ένα ακόμα στοίχημα με τον εαυτό του. Να μετατρέψει έναν ελεύθερο, ανοίκειο για το πλατύ κοινό, στίχο σε απλό λαϊκό τραγούδι, εδώ βέβαια με κυρίαρχα τα έντεχνα χαρακτηριστικά. Η «λαϊκότητα» έγκειται περισσότερο στη χρήση του μπουζουκιού. Η Άρνηση, καθώς και το ιερατικό, μυστικιστικό Κράτησα τη ζωή μου θα γίνουν ισχυροί, διαχρονικοί κρίκοι στην αλυσίδα του έργου του.
Κράτησα τη ζωή μου/ κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας/ ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα/ κατά το πλάγιασμα της βροχής/ σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες/ με τα φύλλα της οξιάς. /καμμιά φωτιά στην κορυφή τους˙ βραδιάζει.
Σημειώσεις
-
«Ο Επιτάφιος για μένα… ήταν καθήκον, ήταν ευγνωμοσύνη, ήταν όρκος… Κι αν ο πρώτος (εννοώντας με τη φωνή της Μούσχουρη) είναι λυρικός κι επιθαλάμιος, ο δεύτερος (με τον Μπιθικώτση) είναι για τις αγορές και τα σοκάκια, εκεί που το παλικάρι λαχάνιασε και αγάπησε, πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά.», Μίκης Θεοδωράκης, Αυγή, 8-10-1960.
-
«…Έχετε καλό αισθητήριο, έχετε καλή θέληση; Πέστε μας τότε συγκεκριμένα, χειροπιαστά, πού, σε ποια λέξη, σε ποιο νόημα προδόθηκε η ποίηση του Ρίτσου. Κι όταν ο Μπιθικώτσης αρχίζει με το «Γιε μου, ποια μοίρα στο ‘γραφε» και δεν αισθάνεστε ηλεκτρική εκκένωση από συγκίνηση, τότε απαραιτήτως δύο τινά θα πρέπει να συμβαίνουν: ή εσείς ή εγώ, πάντως ένας από τους δυο μας, δεν καταλαβαίνει από μουσική. Εύχομαι να είμαι εγώ, που στο κάτω–κάτω δεν έχω καμιά υπεύθυνη θέση, δεν διαφωτίζω τους άλλους και ό,τι κι αν κάνω, κακό του κεφαλιού μου μονάχα κάνω…», Μίκης Θεοδωράκης, Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 73-74, τ.ΙΓ΄, Αθήνα 1960, σελ.75.
-
Γιάννης Ρίτσος, συνέντευξη σε ξένο τηλεοπτικό σταθμό, 1983.
-
Η ποιητική συλλογή εμπνευσμένη από την πρωτοσέλιδη φωτογραφία του θρήνου της μάνας πάνω από το σώμα του νεκρού, από αστυνομικά πυρά, απεργού γιού της Τάσου Τούση –Θεσσαλονίκη, πανεργατική απεργία, 9 Μάη του ’36– κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1936 σε 10.000 αντίτυπα, αριθμό απίστευτο για τα δεδομένα της εποχής και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, κάηκαν από το μεταξικό καθεστώς τα εναπομείναντα 250 (!) μαζί με άλλα απαγορευμένα βιβλία στους στύλους του Ολυμπίου Διός.
-
Μίκης Θεοδωράκης, Μαχόμενη Κουλτούρα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982.