Για τους ανθρώπους μιας γενιάς, της γενιάς που διανύει ήδη το στάδιο της τρίτης ηλικίας, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν θα πάψει να είναι ο εμπνευστής, ο εισηγητής και ο ζωοδότης ενός τρόπου πολιτικής και κοινωνικής δράσης, που ήταν και τρόπος ζωής και θα μπορούσε να συνοψιστεί στο σύνθημα «πολεμάμε και τραγουδάμε». Με την ευρύτερη έννοια του τραγουδιού, με την έννοια της συνάντησης με έναν πολιτισμό, όπως επικράτησε μετά τη δεκαετία του 1960. Ο άνθρωπος που έδωσε τη δυνατότητα στην αριστερά και στον καθένα μας να συνδέσουμε τους κοινωνικούς αγώνες, τον αγώνα τότε για τη δημοκρατία, για την ειρήνη, τον αφοπλισμό, με τον πολιτισμό, τη μουσική, το τραγούδι, τη «μικρή» και τη «μεγάλη» ποίηση. Σε ένα κίνημα πολιτικής και πολιτισμού που αγκάλιαζε πλήθη γκρεμίζοντας τείχη και όρια. Ηταν ο πρόεδρος της κίνησης των Λαμπράκηδων και μόνο έτσι θα μπορούσαμε να τον αποχαιρετίσουμε, όποτε κι αν έφευγε από τη ζωή. Σαν κομμάτι από την πολυτάραχη και γεμάτη ζωή μας χάρη στη συνάντησή μας με την αριστερά, όχι από υποχρέωση ή στο πλαίσιο των κοινωνικών και πολιτικών συμβάσεων, που κυριαρχούν αυτή την ώρα.
Εχουμε κι ένα λόγο παραπάνω, καθώς τον συναντήσαμε και στις πιο δύσκολες για όλους ώρες του αντιδικτατορικού αγώνα. Ηταν δίπλα μας από την πρώτη στιγμή και τον νιώσαμε ακόμα πιο δικό μας, ακόμα κι όταν οι διαφορές και οι ενστάσεις μας ήταν αισθητές. Όπως ένιωσε τη συνεισφορά του κι ολόκληρο το αντιδικτατορικό κίνημα σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, που δυνάμωνε και έπαιρνε κουράγιο, αντιστεκόταν στην τυραννία ψάλλοντας τους παιάνες του.
Ευτυχήσαμε να μη μετατρέψουμε αυτό το συναγωνιστικό, το συντροφικό πνεύμα σε προσωπολατρία, σε φτηνή αγιογραφία, όπως είναι σήμερα του συρμού. Βλέπουμε και προσπαθούμε να εξηγήσουμε τις αντιφάσεις του με γνώμονα το μέγεθος της προσωπικότητάς του και όχι με γνώμονα μια κατ’ εξαίρεση ανεκτικότητα. Βλέπουμε και προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τις αστοχίες του με βάση το ανήσυχο πνεύμα του και την αγωνία του να ισορροπήσει ανάμεσα στο παγκόσμιο και το εθνικό. Και εκτιμούμε τη διατυπωμένη τελευταία θέλησή του να θεωρήσουμε όλα τ’ άλλα λεπτομέρειες και να κρατήσουμε αυτό που κι εκείνος έκρινε κύριο και βασικό: το ασίγαστο αγωνιστικό πνεύμα του και την επαναστατική διάθεσή του. Η αγάπη μας δεν θολώνει την κρίση μας. Και η κρίση μας δεν θολώνει το μέγεθος της προσφοράς του. Θα την θυμούνται, θα την ιστορούν και θα την αποτιμούν με ακρίβεια εποχές μετά το delete της γενεακής μας μνήμης.
Η «τρίτη ηλικία» της «Ε»