Φωτό: Γιώργος Αναστασάκης
Ξαφνικά φέτος το καλοκαίρι, ήρθε μια παράσταση να απειλήσει τη σκόνη της αδράνειας από την ψυχή μας. Δεν ήταν η μόνη, αλλά ήταν η παράσταση που το κατάφερε σε μεγάλο βαθμό και εύρος. Εξαιρετική σε όλα της, άφησε έντονο αποτύπωμα, πράγμα που αποτελεί άλλωστε και επιδίωξη του ταλαντούχου και με ισχυρό ταυτοτικό στίγμα σκηνοθέτη της, Άρη Μπινιάρη. Με δυνατές ερμηνείες μία προς μία – τα έγραψαν άλλωστε άλλοι ειδικότεροι από εμένα. Με τον Γιάννη Στάνκογλου - Προμηθέα να δίνει υποκριτικά ρέστα επί μιάμιση ώρα σε ένα τετραγωνικό μέτρο, με την Ηρώ Μπέζου - Ιώ να αγγίζει τα φύλλα της καρδιάς κάθε αλλιώτικου που έχει υποστεί τη βαναυσότητα της εξουσίας των «κανονικών». Σε μια μετάφραση από τον Γιώργο Μπλάνα που κρύβει μέσα της χίλια μικρά ποιήματα, που λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Μια κραυγή ενάντια στην καταδυνάστευση της λογικής αλλά και της επιθυμίας. Όσες φορές την είδα αισθάνθηκα ότι συμμετείχα σε μια διαδήλωση με σπουδαία προτάγματα - συνθήματα που έρχονται από τα βάθη των αιώνων. Μάλλον όμως είναι η καταδυναστευμένη επιθυμία μου για δράση και κοινωνική αλλαγή που πρόταξε αυτήν την ανάγνωση… Αφού μόνο «όταν κάτι μέσα μας αλλάζει, πια δεν αντέχουμε και διεκδικούμε να αλλάξει και έξω μας», όπως πολύ εύστοχα το θέτει ο Άρης Μπινιάρης στη συζήτηση που κάναμε για την «Εποχή» με αφορμή την παράσταση. Τον ευχαριστούμε πολύ και για την κουβέντα και για την παράσταση.
Φωτό: Ελίνα Γιουνανλή
Μίλησε μας για την εμπειρία να δουλεύεις μια παράσταση εν μέσω πανδημίας. Τι ιδιαίτερες δυσκολίες έπρεπε να ξεπεραστούν;
Ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη συνθήκη, δεδομένου ότι αυτή καθόρισε τα πάντα: από τα χρονοδιαγράμματα μέχρι τον τρόπο με τον οποίο κάναμε πρόβες, το πόσοι και πώς έπρεπε να είμαστε στις πρόβες, αν θα φοράμε μάσκες, η αγωνία να μην υπάρξει κρούσμα στην ομάδα. Είχαμε από την αρχή δεσμευτεί να περάσουμε μέσα από αυτήν τη φουρτούνα. Βέβαια, αυτή η μεγάλη δυσκολία μας ένωσε κιόλας, μας συγκέντρωσε, κάναμε οικονομία δυνάμεων. Ωστόσο, δεν θα θέλαμε να ξαναβρεθούμε σε μια τέτοια συνθήκη.
Πώς επέλεξες να σκηνοθετήσεις τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου;
Αρχικά ήταν ιδέα του Γιάννη Στάνκογλου, ο οποίος με ένα πολύ ωραίο και αυθόρμητο τρόπο μου πρότεινε το έργο. Είναι ένα έργο με το οποίο ήθελα κι εγώ να ασχοληθώ, διότι –για να το πω με συντομία– με ενδιέφερε να ερευνήσω τα δεσμά από τα οποία ο καθένας μας προσπαθεί να αποδεσμευτεί είτε είναι εξωτερικά είτε εσωτερικά – πολύ σημαντικά επίσης.
Θυμάμαι ότι στο σχολείο διδασκόμασταν τον Αισχύλο ως τον πλέον θρησκευόμενο από τους τρεις τραγικούς, με την έννοια της πίστης ότι οι θεοί βρίσκονται πίσω από τους ανθρώπους. Ωστόσο, στην παράστασή σας ερχόμαστε μπροστά σε ένα λόγο σχεδόν επαναστατικό. Η εξαιρετική ποιητική μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα αποδίδει το κείμενο στο σύγχρονο θεατή σαν να μιλάει για πράγματα απολύτως σύγχρονά του που τον καίνε ακόμα και σήμερα. Ποιο είναι το νήμα που συνδέει το τότε, που περιγράφει το έργο, με το τώρα;
Έχω σκηνοθετήσει και τους Πέρσες του Αισχύλου και νομίζω ότι και τα δύο έργα χαρακτηρίζονται από μια ευθύτητα στην ανάπτυξη των νοημάτων, που μου ταιριάζει. Οι αρχαίοι τραγικοί χάραξαν μια τομή, επινόησαν το θέατρο ως τρόπο έκφρασης για να μιλήσουν για όσα συνέβαιναν γύρω τους. Υπήρξε μια μεγάλη παράδοση ποίησης που έφτασε να πάρει αυτή τη μορφή. Αυτό μόνο άξιο θαυμασμού μπορεί να είναι. Το συγκεκριμένο έργο είναι τρομερά τολμηρό αφού γράφτηκε για να μιλήσει για την ηγεσία της εποχής εκείνης. Αυτήν την τόλμη αποδίδει αυτούσια ο Γιώργος Μπλάνας, ο οποίος μας παρέδωσε μια μετάφραση - πρόταση. Ως ποιητής διαβάζει το έργο του Αισχύλου. Εμένα ως καλλιτέχνη με ενδιέφερε τι σημαίνει αυτό το έργο του Αισχύλου για τον σύγχρονο ποιητή Γιώργο Μπλάνα. Προφανώς δεν θέλω να είμαι αφοριστικός για μια άλλη μεταφραστική προσέγγιση, που είναι πολύτιμη στα χέρια ενός πιο θεωρητικού ερευνητή, ενός ακαδημαϊκού ή εκπαιδευτικού. Αλλά εμένα ως σκηνοθέτη, αυτή η μετάφραση μου πρόσφερε τη λειτουργικότητα που χρειαζόμουν για να την προσαρμόσω στη μουσική που ήθελα.
Όσον αφορά τη σύνδεση του έργου με το τώρα, δεν ξέρω πώς ορίζει το τώρα ο καθένας μας. Εμένα προσωπικά στο έργο αυτό με αφορά η εσωτερική απεμπλοκή από ό,τι μας καταδυναστεύει. Στο δικό μου τώρα, εστίασα περισσότερο στο πώς μια εσωτερική αλλαγή μπορεί να επιφέρει μια εξωτερική ή την ανάγκη μιας εξωτερικής αλλαγής. Όταν κάτι μέσα μας αλλάζει, πια δεν αντέχουμε και διεκδικούμε να αλλάξει και έξω μας. Καμιά φορά την παραβλέπουμε αυτή τη διαδοχή. Με ενδιαφέρει λοιπόν να επιστρέφω σε ερωτήματα όπως: υπάρχει μέσα μου ένα κομμάτι που καταδυναστεύει μια επιθυμία μου; Υπάρχουν τέτοια αλληλοσυγκρουόμενα ψυχικά δυναμικά μέσα μου; Αν τα διακρίνω, ποιο μπορώ κάθε φορά να θρέψω; Ωστόσο η παράσταση χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια.
Οι σκηνοθετικές σου προσεγγίσεις επιφυλάσσουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στη μουσική και τον ρυθμό. Είτε πρόκειται για έργο αρχαίο είτε για σύγχρονο. Πώς θα περιέγραφες εσύ αυτό τον ρόλο που αποδίδεις στον ρυθμό και τη μουσική;
Είναι ρόλος καταλυτικός. Θεωρώ πολύ σημαντικό ο θεατής να καταλαβαίνει τι διακυβεύεται, την ιστορία που του αφηγείσαι, αλλά ταυτόχρονα να προσλαμβάνει και έναν εσωτερικό παλμό των συγκρούσεων που διατρέχουν το έργο. Να καταλαβαίνει αλλά και να αισθάνεται. Να μην είναι μόνο ένα θέαμα, αλλά και ένα ακρόαμα. Η βαθύτερη δόνηση που ενσωματώνει το έργο να αποτυπώνεται σε ρυθμό, σε τόνο, σε μουσική, σε ερμηνεία. Αντλώ από τη μουσική πλευρά του θεάτρου.
Έντονος ρυθμός, έντονες μάσκες, επαναλήψεις φράσεων, κινησιολογία συνθέτουν ένα αποτέλεσμα που δημιουργεί ισχυρό κραδασμό, αλλά περισσότερο από αυτό δημιουργεί ένα αίσθημα βιώματος και κοινότητας, ότι μαζί βιώνουμε κάτι σπουδαίο. Αποτελεί στόχο σου αυτό ή απλώς προκύπτει σε κάποιους από εμάς;
Εσύ λες βίωμα και κοινότητα, εγώ λέω ότι θέλω συνειδητά να υπάρχει επίδραση αυτού που συμβαίνει επί σκηνής με το κοίλον. Άσχετα με το αν θα αρέσει ή όχι, αποζητώ την έντονη επίδραση. Γι’ αυτό και –μέχρι στιγμής– τα ντεσιμπέλ είναι υψηλά, γι’ αυτό υπάρχει εξωστρέφεια στον τρόπο ερμηνείας. Αυτή η αναζήτηση ίσως προκύπτει από την αγάπη μου για τη μουσική και τις συναυλίες. Παρότι έχω μεγαλώσει στο θέατρο (σσ. είναι γιος του ηθοποιού Γιώργου Μπινιάρη), η μουσική ήταν η τέχνη από την οποία έλαβα τις πρώτες ισχυρές συγκινήσεις. Είναι πολλές φορές την ώρα της πρόβας που κλείνω τα μάτια μου να ακούσω τι συμβαίνει, να καταλάβω με το σώμα μου αν η σκηνική δράση είναι λειτουργική.
Έχεις συνεργαστεί με μια ευρεία γκάμα ηθοποιών, με διαφορετικές θεατρικές καταβολές και εμπειρίες. Με πιο κριτήριο επιλέγεις συνεργάτες ηθοποιούς και κυρίως πόσο απλό είναι να κατακτήσεις ένα κοινό ιδιαίτερο θεατρικό κώδικα με διαφορετικούς ανθρώπους;
Οι περισσότερες συνεργασίες προκύπτουν με ανθρώπους που έχουν δει δουλειά μου, οπότε δεν προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε κάτι από την αρχή. Επίσης, είναι ηθοποιοί που έχουν μια αρκετά καλή σχέση με τον ρυθμό, που έχουν πάθος που ταιριάζει με τον κώδικα που προτείνουν οι παραστάσεις που κάνω.
Η ίδια ευρύτητα υπάρχει και στα θέατρα που συνεργάζεσαι, από το Εθνικό και τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών έως το Βiοs και το Θέατρο Τέχνης, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, το Θέατρο Πορεία. Σε ενδιαφέρει αυτή η εναλλαγή ή προκύπτει εξ ανάγκης;
Όσον αφορά τους κρατικούς φορείς, καλό είναι να δίνεται χώρος εναλλασσόμενα σε διαφορετικούς καλλιτέχνες. Δεν θα μπορούσα να είμαι διαρκώς σε ένα κρατικό φορέα. Και για τους ιδιωτικούς φορείς ισχύει το ίδιο. Τις συνεργασίες τις έφερε η πορεία, δεν ήταν επιδίωξη. Κάθε φορά έχω συνείδηση με ποιον φορέα συνεργάζομαι και τι έργο πραγματεύομαι. Κάθε χώρος έχει άλλα στεγανά με τα οποία χρειάζεται να συνδιαλλαγώ.
Θες να μοιραστείς εμπειρίες και στιγμιότυπα από αυτή τη μεγάλη καλοκαιρινή περιοδεία που ξεκίνησε στην Κρήτη, πέρασε από την Επίδαυρο και αρκετές περιοχές της χώρας και καταλήγει στην Αθήνα με πολλές παραστάσεις; Ήρθατε σε επαφή με ένα κοινό πολύ διψασμένο φέτος.
Μόνο συγκίνηση. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μας συμβεί μετά από αυτό που περάσαμε την προηγούμενη χρονιά: εναλλαγές τοπίων, ανοιχτά μέρη, επαφή με τον κόσμο. Επαναπροσδιόρισα τη σχέση μου με πολλά πράγματα, κυρίως με το τι θεωρούμε αυτονόητο. Δεν είναι αυτονόητο ότι κάνουμε θέατρο, ότι παίζουμε κάθε μέρα. Αυτήν την περιοδεία την ζήσαμε στιγμή τη στιγμή.
Τι ετοιμάζεις για το άμεσο μέλλον;
Ξεκινάμε πρόβες για τη Φάρμα των Ζώων στο Εθνικό Θέατρο. Μια θεατρική διασκευή του εμβληματικού κειμένου από την Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, δραματολόγο και συγγραφέα, τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, stand up comedian, κι εμένα. Με συντελεστές σε μεγάλο βαθμό από την ίδια ομάδα που δουλέψαμε το «Ξύπνα Βασίλη», ο Πάρης Μέξης στα σκηνικά και τα κοστούμια, η Στέλλα Κάλτσου στους φωτισμούς, ο Φώτης Σιώτας στη μουσική.
Μπορείτε να δείτε τον Προμηθέα Δεσμώτη του Άρη Μπινιάρη: 5 Σεπτεμβρίου στο Φάληρο, Faliro Summer Theater, 7 Σεπτεμβρίου στο Βύρωνα, Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη, 15 Σεπτεμβρίου στα Βριλήσσια, Θέατρο Βριλησσίων Αλίκη Βουγιουκλάκη, 16 Σεπτεμβρίου στον Πειραιά, Βεάκειο Δημοτικό Θέατρο, 17, 18 Σεπτεμβρίου στου Παπάγου, Κηποθέατρο Παπάγου, 19, 20 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο, Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, 26 Σεπτεμβρίου στο Λαύριο, Τεχνολογικό Πάρκο Λαυρίου.