Στο έβγα του Αυγούστου έφτασε η θλιβερή είδηση. Ήταν την περασμένη Κυριακή το πρωί όταν πληροφορήθηκα τηλεφωνικά πως ακόμη ένας σημαντικός άνθρωπος ήρθε να προστεθεί στην ατελείωτη λίστα των απόντων. Ένας φίλος, ο οποίος από τα νεανικά του χρόνια ακολουθούσε με συνέπεια τις ιδέες του και τις οποίες φρόντισε να ενισχύσει κάνοντάς τες εικόνες μέσα από το κινηματογραφικό του έργο.
Ο Γιάννης Καρυπίδης ήταν ένας από τους εκπροσώπους, αν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως τέτοιο, του αγωνιστικού κινηματογράφου. Ένας κινηματογραφιστής ο οποίος είχε συνδέσει τη δουλειά του και την τέχνη του, με τις ιδέες του. Ένας ακτιβιστής ο οποίος με την κάμερα στο χέρι κατέγραφε και έπαιρνε σαφή θέση υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της προστασίας του περιβάλλοντος και της ελευθερίας οραματιζόμενος έναν άλλο κόσμο ο οποίος, όπως πίστευε, ήταν εφικτός αλλά, πάνω απ’ όλα αναγκαίος!
Βέβαια, όσοι τον γνώριζαν, ήξεραν από πρώτο χέρι πως οι ταινίες του δεν ήταν τίποτε άλλο από τον ίδιο τον τρόπο που ζούσε. Γιατί ο Γιάννης δεν έκανε σινεμά για να αποδείξει τίποτε και σε κανέναν αλλά μόνο και μόνο επειδή το αγαπούσε όπως αγαπούσε τους απλούς καλούς ανθρώπους.
Γεννήθηκε στις Σάππες του νομού Ροδόπης το 1959, σπούδασε στη Σχολή Σταυράκου και ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Βορειοελλαδικής Ένωσης Σκηνοθετών (ΒΕΣΚ). Φοιτητής στην Πάτρα, πρωταγωνίστησε στο φοιτητικό κίνημα της εποχής ως στέλεχος του Ρήγα Φεραίου και της Β΄ Πανελλαδικής. Επίσης, υπήρξε πρωτοπόρος στη θεμελίωση της ελεύθερης ραδιοφωνίας στη χώρα μας με τη δημιουργία, το 1987, του Ράδιο «Κυκλάδες» στη Σύρο, που το σήμα του σταθμού εκφωνούσε ο Δημήτρης Πουλικάκος.
Το 1985 γύρισε την πρώτη του μικρού μήκους ταινία μυθοπλασίας «Πρόβα» η οποία κέρδισε εύφημο μνεία στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας.
Δύο χρόνια αργότερα γύρισε το «Φλου», επίσης ταινία μυθοπλασίας μικρού μήκους, με ήρωες δυο φίλους οι οποίοι συναντιούνται για να ξαναχωρίσουν, χωρίς όμως να γνωρίζουν εάν και πότε θα ξανασυναντηθούν. Οι ταινίες του ξεχωρίζουν για τον ανθρωποκεντρισμό τους και την ιδιαίτερα ευαίσθητη ματιά επάνω στους ήρωές του.
Από το 1992, στράφηκε στο ντοκιμαντέρ το οποίο υπηρέτησε πιστά μέχρι το ξαφνικό τέλος της ζωής του. Σκηνοθετεί με τη σειρά τις ταινίες «Καβάφης» (1992), «Μικρούτσικος» (1992), «Βάκχες» (1995), «Ελαφρά ναρκωτικά» (2002). Το 2002 επίσης, σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ «Ο παππούς», μια ιδιαίτερη προσωπική ματιά στα αναστενάρια, αλλά κυρίως στους αναστενάρηδες της Μαυρολεύκης Δράμας.
Το 2003 και το 2004 γυρίζει δυο ταινίες στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Θράκη. Είναι η «Μαρώνεια» και «Τα τεμένη της Θράκης», αντίστοιχα. Το 2005, γύρισε τις «Σκιές», ντοκιμαντέρ το οποίο προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, προηγουμένως όμως είχε συμμετάσχει ενεργά στο κίνημα κατά της εξόρυξης χρυσού στην ιδιαίτερη πατρίδα του τις Σάππες.
Στο κίνημα κατά της εξόρυξης χρυσού
Τότε, το 2003, γύρισε και το ντοκιμαντέρ «Της γης το χρυσάφι», το οποίο μάλιστα μονταρίστηκε σε δύο εκδοχές. Μία διάρκειας 90 λεπτών και μία άλλη μικρότερη, διάρκειας 36 λεπτών. Μιλώντας τότε για την ταινία ο Γιάννης Καρυπίδης είχε πει: «Είναι η καταγραφή των κινητοποιήσεων αλλά και των μαρτυριών των πρωτεργατών αυτών των κινητοποιήσεων για την αποτροπή της εξόρυξης του χρυσού στην περιοχή (…) η ταινία αποσκοπεί στο να ξεκινήσει τις συνειδήσεις αυτών που σήμερα διαμορφώνουν άποψη για το πώς θέλουν τη ζωή τους μετά» (Παρατηρητής της Θράκης). Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ έτυχε ευρύτατης αποδοχής από την τοπική κοινωνία, η οποία αντέδρασε στα καταστροφικά σχέδια της εξόρυξης και προβλήθηκε αρκετές φορές.
Ο Γιάννης Καρυπίδης σε συνέντευξή του στο συνάδελφο Γιάννη Φραγκούλη είχε πει για τα γυρίσματα: «Τα μεταλλεία έπεφταν σε χωριά που ήταν και τουρκόφωνα, άρα για να τους απευθυνθείς θα έπρεπε να τους μιλήσεις στη γλώσσα τους. Επίσης είναι άνθρωποι που είναι αγράμματοι, δεν μπορούν να διαβάσουν, οπότε δεν έχει νόημα να τους βάλεις και υπότιτλους. Άρα αυτή η ταινία γυρίστηκε σε δύο γλώσσες, παίχτηκε παντού στα χωριά της περιοχής, ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε λίγο προς τα έξω, εκτός της περιοχής, το θέμα του χρυσού».
Μετά από 10 χρόνια περίπου, το 2013, η ταινία επικαιροποιείται και με την προσθήκη επιπλέον υλικού γίνεται το «Άπληστον κέρδος», που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Η ταινία δεν μένει στις Σάππες αλλά περνά επίσης από τη Χαλκιδική και τις Σκουριές, τη Θράκη, το Κιλκίς αλλά και από γειτονικές χώρες όπου έχουν αναπτυχθεί αντίστοιχα κινήματα κατά των εξορύξεων, δηλαδή τη Βουλγαρία και την Τουρκία. Το «Άπληστον κέρδος» συμπυκνώνει μια δεκαπενταετία αγώνων για τη γη, τον αέρα και το νερό, από τους κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας, ενάντια στους σύγχρονους χρυσοθήρες.
Ένα καράβι για τη Γάζα
Ας πάμε όμως τρία χρόνια πριν, στο 2010. Ήταν η χρονιά που μια ομάδα ακτιβιστών, τους οποίους χαρακτήριζε η αποκοτιά που συνοδεύει την αγάπη για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, σχεδίαζε να σπάσει τον αποκλεισμό της Γάζας. Το σχέδιο οργανώθηκε με κάθε μυστικότητα και όταν ήρθε η ώρα τα δύο σκάφη «Liberty» και «Free Gaza», ξεκίνησαν και με ενδιάμεσους σταθμούς την Κρήτη και την Κύπρο κατάφεραν να μπουν θριαμβευτικά στο λιμάνι της Γάζας, για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια! Ο Γιάννης Καρυπίδης ήταν ένας από αυτούς που βρισκόταν στο πλήρωμα, ως λοστρόμος αλλά και με την κάμερα στο χέρι για να καταγράψει εκείνες τις μεγάλες στιγμές του κινήματος. Το αποτέλεσμα ήταν το ντοκιμαντέρ «Γάζα ερχόμαστε!», το οποίο συνυπέγραψε με το Γιώργο Αυγερόπουλο και το οποίο βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.
Αυτό στο οποίο ξεχώριζε ο Γιάννης Καρυπίδης και τα αγωνιστικά του ντοκιμαντέρ ήταν το γεγονός πως ο ίδιος δεν βρισκόταν εκεί απλώς ως κινηματογραφιστής-καταγραφέας των γεγονότων. Αλλά ως οργανικό μέλος του κινήματος, ως συμμετέχων ψυχή τε και σώματι σε όλες τις διαδικασίες. Και ταυτόχρονα με την κάμερα στο χέρι, ως όπλο, κατέγραφε όχι ως παρατηρητής αλλά ως συμμετέχων, ως ο άνθρωπος ο οποίος έχει άποψη, την λέει και δε διστάζει να την προπαγανδίσει. Γιατί αυτή είναι η δουλειά του, να πει και να υποστηρίξει αυτό που πιστεύει. «Δεν με ενδιαφέρει η “άλλη πλευρά”. Δεν είμαι δημοσιογράφος. Είμαι σκηνοθέτης. Η ταινία μου γυρίστηκε από τη σκοπιά των δρώντων υποκειμένων: πώς οργανώθηκαν και για ποιους λόγους οργανώθηκαν ώστε να μην καταρρεύσει ο τόπος τους. Το κέρδος είναι πάντα άπληστο», είχε πει μιλώντας στη συνάδελφο Ευάννα Βερνάρδου με αφορμή την προβολή του Άπληστου κέρδους.
Το παρόν κείμενο αποτελεί φόρο τιμής για έναν δικό μας άνθρωπο ο οποίος παρέμεινε ανυποχώρητος στα πιστεύω του μέχρι το τέλος. Αποτελεί κι έναν χαιρετισμό σε έναν φίλο που πάντοτε οι συναντήσεις και οι συζητήσεις μαζί του είχαν για μένα ιδιαίτερη αξία. Είναι ένας ακόμη πικρός, ένας δύσκολος αποχαιρετισμός στον φίλο, τον σύντροφο, τον κινηματογραφιστή, τον Άνθρωπο, Γιάννη Καρυπίδη.
Ο συνθέτης Χρήστος Χατζόπουλος, ο οποίος είχε γράψει τη μουσική για το ντοκιμαντέρ «Γάζα ερχόμαστε», είπε: «Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που κάνουν αυτά που πολλοί θέλουμε μα δεν τολμούμε. Ο Γιάννης Καρυπίδης ήταν ένας από αυτούς. Τολμούσε να ακολουθήσει το όνειρό του. Τολμούσε να βγει μπροστά και να κάνει την υπέρβαση. Να αφήσει την ασφάλεια της καθημερινότητας και να αναμετρηθεί με το άδικο. Ο Γιάννης έφτασε στη Γάζα σπάζοντας τον ναυτικό αποκλεισμό για να προσφέρει βοήθεια σε ένα λαό που δοκιμάζεται. Τη δεύτερη φορά που επιχείρησε το ταξίδι συνελήφθη και φυλακίστηκε αλλά δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε να αγωνίζεται».
Η τομεάρχης Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖA-ΠΣ, Σία Αναγνωστοπούλου, στο συλλυπητήριο μήνυμά της αναφέρει: «Στον σκηνοθέτη των εξαιρετικών ντοκιμαντέρ Γιάννη Καρυπίδη απευθύνουμε το τελευταίο αντίο. Ακτιβιστής, ένθερμος υπερασπιστής των δικαιωμάτων κάθε είδους μειονότητας, ο Γιάννης Καρυπίδης επέλεξε να μιλήσει μέσα από τις ταινίες του για την καταπολέμηση των επιθετικών παρεμβάσεων στη φύση, για τον αγώνα των τοπικών κοινωνιών κατά των εξορύξεων στο “Άπληστον κέρδος”, για την απαίτηση της άρσης της εξοντωτικής απομόνωσης ενός λαού, στο “Γάζα ερχόμαστε” (βραβευμένη συνδημιουργία με τον Γιώργο Αυγερόπουλο). Η κινηματογραφική ορατότητα ως ισχυρή πολιτική επιλογή, για την καταπολέμηση της αδικίας που προκαλεί η ανθρώπινη και φυσική εκμετάλλευση, χαρακτηρίζει μοναδικά το έργο του. Μια εικαστική και πολιτική κατάθεση που θα παραμείνει υποδειγματική. Συλλυπητήρια στην οικογένεια του, στους φίλους του, στους συνεργάτες του».