Μας το λένε με τρόπο, αλλά πάντως δεν μπορούν να κρύψουν την αλήθεια. Όταν θα παραλάβουμε τους επόμενους λογαριασμούς ρεύματος (είτε είμαστε στη ΔΕΗ, είτε σε άλλο πάροχο), θα πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή και κουράγιο, καθώς το ποσό που θα κληθούμε να πληρώσουμε μπορεί να είναι αυξημένο ακόμα και κατά 50%!
Στην ερώτηση ποιους αναμένεται να επηρεάσει περισσότερο η αύξηση, η απάντηση είναι σχεδόν αυτονόητη. Αφού εξακολουθούμε να ζούμε σε μία ταξική κοινωνία, η αύξηση στην τιμή ενός βασικότατου αγαθού, όπως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, «τσακίζει» τους μη προνομιούχους, τους μη έχοντες, τους χαμηλόμισθους, τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου. Αν η ερώτηση μεταφερθεί στον καθαρά οικονομικό τομέα, αυτές που επηρεάζονται πρώτες είναι οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, κοντολογίς η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
Είμαστε πια... πρωταθλητές
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά πολλές χώρες της Ευρώπης, ιδιαίτερα της Νότιας. Για παράδειγμα, τις προηγούμενες ημέρες οι μεγαλύτερες ισπανικές εφημερίδες είχαν πρωτοσέλιδο τις αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και η κυβέρνηση Σάντσεθ επιχειρούσε να βρει λύσεις, έτσι ώστε να προστατεύσει τους περισσότερο ευάλωτους. Στην Ελλάδα, όμως, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, αν σκεφτεί κανείς ότι κατά το μήνα Αύγουστο η χώρα αναδείχθηκε... πρωταθλήτρια Ευρώπης, καταγράφοντας την υψηλότερη μηνιαία μέση τιμή προημερησίας αγοράς στο ρεύμα, στα 121,72 ευρώ/Μhw (στοιχεία από το Energylive). H σχετική τιμή στη Γαλλία διαμορφώθηκε μόλις λίγο πάνω από τα 75 ευρώ, δείγμα του ότι οι διαφορές από χώρα σε χώρα μπορεί να είναι πολύ μεγάλες.
Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες λόγω των οποίων ανεβαίνει η τιμή στο χονδρεμπόριο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ο ένας έχει να κάνει με την υψηλή τιμή διεθνώς του φυσικού αερίου και ο άλλος με τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων στα διεθνή χρηματιστήρια, τα οποία είναι επίσης πολύ υψηλά. Ενδεικτικά οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής CO2 κατέγραψαν νέο ρεκόρ στα 62 ευρώ/τόνος, όταν μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο βρίσκονταν στα 32 ευρώ/τόνος (αύξηση σχεδόν 100%). Από την πλευρά τους, οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειες μιμούνται τον Πόντιο Πιλάτο. Νίπτουν, δηλαδή, τας χείρας τους και μετακυλίουν το κόστος στα οικιακά και επαγγελματικά τιμολόγια για να μην πληγεί η δική τους κερδοφορία. Έτσι, όπως γίνεται σχεδόν πάντα στον καπιταλισμό, το κόστος το πληρώνει αυτός που δεν μπορεί με τίποτα να το αποφύγει: ο καταναλωτής.
Την ίδια ώρα η κυβέρνηση παραμένει παθητικός παρατηρητής και τα περιμένει όλα από το περίφημο και αόρατο χέρι της αγοράς. Μόνο που αυτό το χέρι δεν εμφανίζεται και τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους επιβαρύνοντας –δυστυχώς– τους οικιακούς προϋπολογισμούς σε μία χρονική περίοδο μάλιστα που ανατιμήσεις παρατηρούνται και στα βασικά είδη διατροφής. Αυτό είναι, άλλωστε, κάτι που έχουμε αντιληφθεί οι πάντες ψωνίζοντας τους τελευταίους μήνες από τις μεγάλες αλυσίδες των σούπερ–μάρκετ. Ο λογαριασμός για τα ίδια αγαθά συνεχώς ανεβαίνει. Μόλις πριν από λίγες εβδομάδες ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, εξέφρασε το φόβο ότι η τιμή του καφέ θα φτάσει στα 5 ευρώ.
Εκτός από τη θλιβερή πρωτιά στην τιμή του χονδρεμπορίου στο ρεύμα, η Ελλάδα παίρνει το χρυσό μετάλλιο και στην τιμή του φυσικού αερίου, που διαμορφώνεται πλέον στα 157 ευρώ ανά μεγαβατώρα, αυξημένη κατά 70% σε σχέση με την αρχή του έτους. Ρόλο, τέλος, στην αύξηση των τιμών στο ρεύμα παίζει και η αυξημένη ζήτηση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν τα κλιματιστικά σε σπίτια και επιχειρήσεις δουλεύουν στο φουλ για να αντιμετωπιστούν τα κύματα καύσωνα, που φέτος ήταν περισσότερα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, κάτι που είναι και απόρροια της κλιματικής κρίσης.
Λύσεις υπάρχουν, αλλά...
Και φτάνουμε στο δια ταύτα: Πώς αντιμετωπίζεται αυτό το οξύ κοινωνικό πρόβλημα, γιατί για τέτοιο μιλάμε; Αφήνονται οι καταναλωτές στην τύχη τους και όποιος αντέξει, άντεξε; Στην πραγματικότητα, όλα εξαρτώνται από την πολιτική βούληση της κάθε κυβέρνησης.
Ο Κώστας Μανιάτης, πρόεδρος της Ένωσης Τεχνικών ΔΕΗ, σημείωσε μιλώντας στην «Εποχή» ότι «η κυβέρνηση θα μπορούσε να παρέμβει γρήγορα και αποφασιστικά στο θέμα των φόρων στο ηλεκτρικό ρεύμα, μειώνοντάς τους όσο οι τιμές στο χονδρεμπόριο παραμένουν ψηλά. Προς το παρόν τουλάχιστον, δεν δείχνει πρόθεση να κάνει κάτι τέτοιο».
«Ωστόσο», συνεχίζει ο κ. Μανιάτης, «πρέπει να πούμε ότι ο κ. Χατζηδάκης όσο βρισκόταν στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας άλλαξε τους όρους του παιχνιδιού. Η Ελλάδα εξαρτάται πλέον πολύ περισσότερο, απ’ όσο στο παρελθόν, από ξένο καθεστώς σε ό,τι αφορά τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος. Η εξάρτηση από το φυσικό αέριο, η τιμή του οποίου βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, είναι μεγαλύτερη από ποτέ».
Και εδώ ανοίγει η μεγάλη κουβέντα για την απολιγνιτοποίηση. Έπρεπε ή όχι να συμβεί; Κανείς δεν αντιλέγει ότι σταδιακά η χώρα θα πρέπει να εγκαταλείψει τον λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για λόγους που αφορούν κυρίως στην προστασία του περιβάλλοντος. Η μετάβαση, όμως, θα έπρεπε να γίνει σταδιακά, ομαλά και με στόχο να αποφευχθούν τα φαινόμενα των υψηλών τιμών. Αντ' αυτού, όπως λέει ο κ. Μανιάτης, «επιλέχθηκε ένα μοντέλο βίαιο. Είμαστε και εμείς υπέρ της μείωσης στη χρήση του λιγνίτη, αλλά όχι κατ' αυτόν τον τρόπο, ο οποίος, όπως φαίνεται, δημιουργεί πολύ μεγάλες αρρυθμίες και προβλήματα». Είναι κάτι που έτσι και αλλιώς έχει επισημάνει ο ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης) στις δημόσιες τοποθετήσεις του για το ζήτημα.
Μέχρι πάντως η κυβέρνηση να αποφασίσει το πώς θα λύσει τη σπαζοκεφαλιά των συνεπειών που θα έχουν οι μεγάλες αυξήσεις στα νοικοκυριά, ας θυμηθούμε και αυτό. Πέρυσι, τόσο οι τιμές του φυσικού αερίου, όσο και τα δικαιώματα ρύπων στα διεθνή χρηματιστήρια βρίσκονταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα λόγω της έξαρσης της πανδημίας. Παρά το γεγονός αυτό, όμως, μείωση στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού δεν παρατηρήσαμε. Τώρα που οι τιμές πήραν φωτιά, καλούμαστε να την σβήσουμε εμείς μέσω των αυξήσεων στους λογαριασμούς. Όχι και πολύ δίκαιο, είναι η αλήθεια...