Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μετά την ψήφιση του αντεργατικού νόμου με τον οποίο, ουσιαστικά, κατάργησε το 8ωρο και περιόρισε το απεργιακό και συνδικαλιστικό δικαίωμα, ψήφισε την Πέμπτη στη Βουλή νόμο για την πλήρη κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης.
Οι νεοεισερχόμενοι στην εργασία από 1/1/2022 –και όσοι ήδη εργαζόμενοι μικρότεροι από 35 ετών επιθυμούν– θα καταθέτουν τις εισφορές επικουρικής ασφάλισής τους σε ατομικούς λογαριασμούς – «κουμπαράδες», αναθέτοντας την αξιοποίησή τους σε κερδοσκοπικά κεφάλαια, ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και τράπεζες.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το νέο ταμείο επικουρικής ασφάλισης θα μπορεί πιο ευέλικτα και αποδοτικά να επενδύει τα αποθεματικά των ατομικών λογαριασμών και ότι θα εξασφαλίζει στους νέους ασφαλισμένους μεγαλύτερες συντάξεις από αυτές της δημόσιας αναδιανεμητικής επικουρικής ασφάλισης.
Αυτή η διαχείριση, όμως, των «ατομικών κουμπαράδων» οδηγεί στην ανάληψη μεγάλων, απρόβλεπτων και μη αναστρέψιμων κινδύνων, που ενέχουν οι χρηματαγορές, δημιουργώντας τεράστιες χρηματοοικονομικές φούσκες. Αυτές, συχνά, όπως δείχνει η εγχώρια και διεθνής εμπειρία, εκρήγνυνται, καταστρέφοντας τους πολλούς και εξασφαλίζοντας μεγάλα κέρδη σε λίγους κερδοσκόπους.
Τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, επιδιώκοντας όλο και μεγαλύτερες επενδυτικές αποδόσεις, ωθούν τους ασφαλισμένους τους να αυξάνουν τις εισφορές τους, χωρίς συχνά να τους εξασφαλίζουν ούτε τη σύνταξή τους.
Η κυβέρνηση με αυτό τον τρόπο μετατοπίζει τον κοινωνικοασφαλιστικό κίνδυνο και την ευθύνη από το κράτος στον μεμονωμένο ασφαλισμένο, ώστε να μην ενδιαφέρεται να βελτιώσει συλλογικά τη σύνταξή του, αλλά την επενδυτική απόδοση του ασφαλιστικού λογαριασμού του.
Με τη σύσταση νέου δημόσιου, τυπικά, ταμείου, αλλά πλήρους κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα, καταργείται η αλληλεγγύη των γενεών, αφού κάθε γενεά ασφαλισμένων θα αποταμιεύει ατομικά, λειτουργώντας όπως στα ατομικά συνταξιοδοτικά προγράμματα των ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Έτσι λοιπόν, εάν ένας νέος εργαζόμενος/η υποστεί αναπηρία ή θάνατο από εργατικό ατύχημα, χωρίς να έχει προλάβει χρονικά να αποταμιεύσει αρκετά στον «ατομικό κουμπαρά» του, ο ίδιος/α ως ανάπηρος/η ή ο χήρος/α θα παίρνει ελάχιστη επικουρική σύνταξη. Αντίθετα, στο αναδιανεμητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης υπάρχει κάλυψη για αναπηρία και θάνατο, λόγω της ισχύουσας αλληλεγγύης των γενεών και μάλιστα χωρίς κρατική χρηματοδότηση.
Η κυβέρνηση εξαγγέλλει ότι τα αποθεματικά, που θα δημιουργηθούν τα επόμενα χρόνια στο νέο επικουρικό ταμείο, 60 – 70 δισ. ευρώ, θα διατεθούν για τη χρηματοδότηση νέων «επενδύσεων», δηλαδή για μία νέα λεηλασία τους προς όφελος της ιδιωτικής κερδοσκοπίας. Επομένως, προωθεί την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης όχι για να είναι οι επικουρικές συντάξεις βιώσιμες, αλλά για να δώσει ως δώρο τις εισφορές ασφαλισμένων σε τράπεζες και ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες για να χρηματοδοτήσουν με αυτές κερδοσκοπικά ιδιωτικά συμφέροντα.
Το κυβερνητικό επιχείρημα ότι «σταματάμε να παίρνουμε τα λεφτά των νέων και να τα δίνουμε στους ηλικιωμένους» είναι αντικοινωνικό, ηλικιακά ρατσιστικό και ψευδές. Οι μελλοντικοί συνταξιούχοι του νέου ταμείου επικουρικής ασφάλισης θα γνωρίζουν μόνο, πόσες ασφαλιστικές εισφορές κατέβαλαν και όχι εάν θα πάρουν, τελικά, επικουρική σύνταξη και πόση, αφού αυτή θα εξαρτιέται, κυρίως, από την πορεία των χρηματαγορών. Το σύστημα επικουρικής ασφάλισης μετατρέπεται γι’ αυτούς από «εγγυημένων παροχών» σε «εγγυημένων εισφορών».
Το άλλο κυβερνητικό επιχείρημα ότι δεν θα επηρεαστούν οι επικουρικές συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων είναι, επίσης, ψευδές. Το υπάρχον Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης, αφού δεν θα έχει έσοδα από τους νέους ασφαλισμένους, θα οδηγηθεί σε μειώσεις συντάξεων.
Ο κυβερνητικός ισχυρισμός ότι το τεράστιο κόστος μετάβασης στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, ύψους 70 – 80 δισ. ευρώ, εφόσον η μέση μηνιαία επικουρική σύνταξη δεν μειωθεί, θα καλυφτεί από νέους πόρους που θα φέρει η ανάπτυξη, είναι αντικειμενικά αβέβαιος. Επομένως, η κυβέρνηση για να το καλύψει ή θα βάλει νέους φόρους ή θα μειώσει τις επικουρικές συντάξεις των ασφαλισμένων με το ισχύον σύστημα επικουρικής ασφάλισης.
Σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του νόμου 4670/2020, το σημερινό σύστημα επικουρικής ασφάλισης, παίρνοντας υπόψη ακόμα και τις δυσμενέστερες δημογραφικές και οικονομικές μελλοντικές εξελίξεις, μέχρι το 2070 δεν θα επιβαρύνει καθόλου τον κρατικό προϋπολογισμό και θα χορηγεί μηνιαία μικτή επικουρική 225 ευρώ, δηλαδή μεγαλύτερη από το σημερινό επίπεδο κατά 15%.
Τότε γιατί η κυβέρνηση προωθεί το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, όταν μάλιστα θα έχει και ένα τεράστιο κόστος μετάβασης; Για να εξυπηρετήσει, όπως προανέφερα, τους ιδιώτες διαχειριστές των κεφαλαίων, που θα είναι ξένες μεγάλες επενδυτικές εταιρείες, καθώς και τις εγχώριες μεγάλες επιχειρήσεις, που θα χρηματοδοτηθούν για «επενδύσεις» από τις εισφορές των ασφαλισμένων.
Η κυβερνητική υπόσχεση για υψηλότερες από τις σημερινές μελλοντικές συντάξεις δεν ευσταθεί. Λόγω των κινδύνων της γήρανσης, των χαμηλών επιτοκίων, των χαμηλών επενδυτικών αποδόσεων και της ευέλικτης αγοράς εργασίας, τα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα οδηγούνται στη χορήγηση χαμηλών συντάξεων.
Το κυβερνητικό επιχείρημα ότι αυτά εφαρμόζουν όλες οι αναπτυγμένες χώρες δεν ισχύει για Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Ελβετία Λουξεμβούργο κλπ. Εφαρμόζονται μόνο σε χώρες Λατινικής Αμερικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπου οδήγησαν σε σημαντική μείωση συντάξεων, φτωχοποίηση συνταξιούχων, αύξηση οικονομικών – κοινωνικών ανισοτήτων.
Στόχος των δυνάμεων της Αριστεράς και του εργατικού και λαϊκού κινήματος πρέπει να είναι η ανατροπή του νέου νόμου για την επικουρική ασφάλιση και όλης της μνημονιακής αντιασφαλιστικής νομοθεσίας. Η αποκατάσταση του κατεδαφισμένου από τα μνημόνια δημόσιου καθολικού, αναδιανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, γιατί παρέχει ασφάλεια στους ασφαλισμένους, συνδέεται με την εργασία, την πραγματική οικονομία και τη δημόσια χρηματοδότηση και βασίζεται στην αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης. Επίσης, η αποκατάσταση των συντάξεων από τις μνημονιακές μειώσεις τους και η βελτίωσή τους, ξεκινώντας από τους χαμηλοσυνταξιούχους.