Ποντάροντας στην κυβερνητική του εμπειρία ο επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών κατάφερε να εμφανιστεί ως ο εγγυητής της συνέχειας στη γερμανική πολιτική σκηνή και να προσπεράσει τους αντιπάλους του, που αιφνιδιάστηκαν και αντιδρούν σπασμωδικά.
Όταν ξεκίνησε ο προεκλογικός αγώνας στην Γερμανία όλοι τον θεωρούσαν ως «καμένο χαρτί». Ο Όλαφ Σολτς, σημερινός υπουργός Οικονομικών και υποψήφιος καγκελάριος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, έμοιαζε για πολλούς να αναλαμβάνει ένα άχαρο και καθαρά διεκπαιρεωτικό καθήκον. Σε αντίθεση με τον Μάρτιν Σουλτς, το 2017, αυτή τη φορά ο «μπροστάρης» του SPD δεν προκάλεσε κανένα κύμα ενθουσιασμού, ούτε καν στις τάξεις των παραδοσιακά πιστών ψηφοφόρων. Οι δημοσκοπήσεις τού έδιναν ποσοστά αρκετά κάτω και από το «τραγικό» 20,5% του κόμματός του τέσσερα χρόνια πριν.
Όλα τα φώτα είχαν στραφεί κυρίως στην πρώτη Πράσινη γυναίκα υποψήφια καγκελάριο, την Αναλένα Μπέρμποκ. Οι πιο βιαστικοί προεξοφλούσαν μια μικρή επανάσταση, ποντάροντας στο ενδεχόμενο να είναι αυτή, που θα διαδεχτεί την σιδηρά καγκελάριο στο ευρύχωρο γραφείο με θέα στον ποταμό Σπρέε. Από την άλλη, ο αγώνας για τη διαδοχή στην ηγεσία της Χριστιανοδημοκρατίας συγκέντρωσε επίσης για αρκετό διάστημα τους προβολείς των ΜΜΕ, μέχρις ότου τελικά ο Αρμιν Λάσετ, πρωθυπουργός στη Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία κερδίσει τόσο την προεδρία της CDU, αλλά και το χρίσμα του υποψήφιου καγκελάριου. Κανείς δεν ένοιωθε συναρπαστική την ενασχόληση με τις προοπτικές του Ολαφ Σολτς.
Σήμερα 21 ημέρες πριν από τις εκλογές μοιάζουν να έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Ο άλλοτε δήμαρχος του Αμβούργου με το μάλλον ψυχρό και προβλέψιμο ύφος προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Θεωρείται πιο συμπαθής, πιο κατάλληλος, πιο έμπειρος, πιο αρμόδιος. Και μαζί του και το κόμμα του μπορεί να ελπίζει με βάση κάποιες δημοσκοπήσεις ακόμα και στην πρώτη θέση, έστω με μικρή διαφορά και με ποσοστά που θα ήταν αστεία για το SPD της εποχής του Βίλλυ Μπραντ, του Χέλμουτ Σμιντ, ακόμα και του Γκερντ Σρέντερ. Αλλά στη σύγχρονη Γερμανία όλοι έχουν πια συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι τα πάλαι ποτέ «λαϊκά κόμματα» θα πρέπει να συνηθίσουν σε ποσοστά κάτω από το 30%. Ακόμα και το 33% της Μέρκελ το 2017 φαντάζει σήμερα άπιαστο όνειρο για τους Χριστιανοδημοκράτες. Και ο Σολτς θα μπορούσε να έχει το προβάδισμα για την καγκελαρία με ένα 24 ή 25%.
Κερδισμένος της «τριμαχίας»
Στην πρώτη από τις τρεις μεγάλες τηλεμαχίες της περασμένης Κυριακής ήταν πάλι αυτός ο καθαρός νικητής με ποσοστό 36%. Ακολούθησε με 30% η Μπέρμποκ, η οποία προσπαθεί τώρα να αντεπιτεθεί μετά από μια σειρά μικροσκανδάλων και φραστικών στραβοπατημάτων. Τρίτος και καταϊδρωμένος με 25% ο Λάσετ, τον οποίο πια το 70% των ψηφοφόρων του κόμματός του θεωρεί ανίκανο να κόψει πρώτος το νήμα. Η Γερμανία μοιάζει έτοιμη να βρεθεί μπροστά σε μια πολιτική έκπληξη, που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει μερικούς μήνες νωρίτερα.
Δεν ήταν μόνο οι στραβοτιμονιές των άλλων. Τα «διορθωμένα» βιογραφικά της Μπέρμποκ και τα χαζά γελάκια του Λάσετ τις ώρες της μεγάλης καταστροφής από τις πλημμύρες. Μοιάζει να είναι η ύστατη προσπάθεια του SPD, ενός κόμματος με ιστορία πολύ βαρύτερη της σημερινής του ηγεσίας να αποφύγει την εξαΰλωση. Παλιά αντανακλαστικά ενεργοποιούνται, ιστορικές διαφορές μπαίνουν στην άκρη, ανείπωτες συγγνώμες γίνονται αποδεκτές από ένα εκλογικό σώμα που αναζητεί προσανατολισμό, αλλά κυρίως ένα σταθερό σημείο αναφοράς μετά από δύο χρόνια πανδημίας και ανασφάλειας.
Ο ίδιος ο Σολτς, ο μόνος από τους τρεις που επικαλείται την εμπειρία του σε εθνικό κυβερνητικό αξίωμα, μοιάζει να έπιασε αυτό το σφυγμό της γερμανικής κοινωνίας. Αυτοπροβάλλεται (και φωτογραφίζεται) ως η «αρσενική Μέρκελ», ο «πιο θηλυκός» από τους άντρες υποψήφιους, ο συνεχιστής του έργου της μητερούλας, έτοιμος να ντυθεί σύγχρονος μπαμπάκας, που θα εγγυηθεί τη συνέχεια και τη σταθερότητα. Το κομμάτι αυτό της κοινωνίας που έχει ανάγκη μια τέτοια προσωπικότητα φαίνεται ότι θα είναι αυτό που μπορεί να κρίνει την έκβαση των εκλογών και να του δώσει το δικαίωμα να είναι αυτός που πρώτος θα κληθεί να ψάξει εταίρους για τον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό.
Ο πιο καλός ο... πωλητής
Οι αντίπαλοί του αντιδρούν τώρα σπασμωδικά, σαν να παραδέχονται εμμέσως ότι πιάστηκαν στον ύπνο. Δεν δείχνουν να έχουν βρει, προς το παρόν, το αντίδοτο σε αυτή την αναπάντεχη επίθεση ελεγχόμενης γοητείας. Αναρωτιούνται αν θα πρέπει να στρέψουν τα πυρά τους προς αυτόν ή να κονταροχτυπηθούν μεταξύ τους για μια εκλογική πελατεία που μοιάζει κοινή, συντηρητική, σχετικώς «βολεμένη» και «καθώς πρέπει». Οι εκλογικοί σύμβουλοι προσπαθούν να ανακατέψουν την τράπουλα, αλλά σκοντάφτουν στην έλλειψη αντιθέσεων μεταξύ τριών κομμάτων που μοιάζουν να διαφωνούν μόνο ως προς τον τρόπο διαχείρισης και όχι προς την ουσία. Τα θέματα κοινά: καλύτερη διαχείριση ενός ακόμα χειμώνα με κορονοϊό, απαντήσεις στην αδιαμφισβήτητη πλέον κλιματική κρίση, ανάσχεση οποιουδήποτε πιθανού νέου προσφυγικού κύματος. Όταν η ατζέντα είναι κοινή και οι διαφορές στις λεπτομέρειες, τότε ο πελάτης αποφασίζει με κριτήριο το ποιός είναι ο καλύτερος «πλασιέ», έστω «υπεύθυνος πωλήσεων». Ο Σολτς δείχνει να ξέρει καλύτερα αυτόν τον ρόλο.
Δεν θα επέλθει επανάσταση αν τελικά το SPD βρεθεί πρώτο με διαφορά στήθους. Η σοσιαλδημοκρατία, όπως και οι δύο άλλοι αντίπαλοί της, δεν υπόσχεται ανατροπές και ρήξεις. Τα όσα βαρύγδουπα μπορεί να γράφτηκαν στην αρχή της πανδημίας, στην κορύφωση των πανευρωπαϊκών λοκντάουν και των σφραγισμένων συνόρων για την ανάγκη αναθεώρησης μοντέλων και προσεγγίσεων μοιάζουν τώρα με ρομαντικές φαντασιώσεις. Οι υποσχέσεις για μια άλλη κλιματική πολιτική δεν μπορούν να ξεφύγουν από το πλαίσιο, που θέτει η εξαγωγικά προσανατολισμένη βιομηχανία που ονειρεύεται να εξάγει κάποια στιγμή ηλεκτρικά αυτοκίνητα και ανεμογεννήτριες ακόμα και στις χώρες της Αφρικής. Κανείς δεν αμφισβητεί το υπάρχον σύστημα.
Ο Σολτς έχει επιλέξει να απαντά έμμεσα, όταν τον ρωτούν αν θα τολμούσε να ηγηθεί μιας τρικομματικής κυβέρνησης, μιας «αριστερής πλειοψηφίας» μαζί με τους Πράσινους και την die Linke. Δεν απορρίπτει την ιδέα, αλλά τονίζει ότι αυτοί που θα συνεργαστούν θα πρέπει να συμφωνούν σε κάποια βασικά πράγματα, όπως η πίστη της χώρας στο ΝΑΤΟ και τις δεσμεύσεις του, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι κάτι στο οποίο η Αριστερά δε μπορεί έτσι απλώς να συνηγορήσει. Έτσι αποφεύγει να τοποθετηθεί και για προτάσεις της Αριστεράς που αφορούν το κοινωνικό κράτος, είναι ρεαλιστικές και τεκμηριωμένες, άσχετα αν δεν βρίσκουν την πρέπουσα προβολή από ΜΜΕ, που διψούν για «προσωπικά stories». Από την άλλη, ο Σολτς χρειάζεται να κρατά ζωντανό το όνειρο κάποιων «αριστερών» μέσα στο κόμμα του, όπως η Χίλντε Ματάις, που έγραφε πριν από μερικές ημέρες ότι κοινωνική δικαιοσύνη μπορεί να υπάρξει μόνο με μια κυβέρνηση SPD, Πρασίνων και die Linke. Υπάρχουν μέσα στη σοσιαλδημοκρατία κάποιοι που πιστεύουν σε αυτό το σενάριο. Ίσως είναι μάλιστα αρκετά περισσότεροι από εκείνους ανάμεσα στις τάξεις των Πρασίνων που θα το ήθελαν. Αλλά δεν θα είναι αυτοί που θα αποφασίσουν την επόμενη μέρα.
Σίγουρα η πιο βολική εξέλιξη των για SPD και Πράσινους θα ήταν να συνεχίζει τις γκάφες ο Λάσετ, στέλνοντας τους πελάτες, έτσι ώστε στο τέλος να μπορούσαν να σχηματίσουν πλειοψηφία οι δυό τους. Αλλά ευτυχώς για την Κεντροδεξιά υπάρχει το «ανάχωμα» των Φιλελευθέρων που φαίνονται ικανοί να συγκρατήσουν σε χαρτογραφημένα νερά τις όποιες διαρροές από την κεντροδεξιά δεξαμενή.
Οι ισορροπίες είναι λοιπόν λεπτές και το αποτέλεσμα θα κριθεί τελικά από μια και μόνο λεπτομέρεια. Από το ποιός θα κάνει το μεγάλο λάθος, φοβούμενος ένα μεγάλο λάθος.