«Καυτός Αύγουστος, θερμός Σεπτέμβρης» ήταν ο τίτλος του τελευταίου –πριν την ανάπαυλα του Αυγούστου– φύλλου της Εποχής και οι εξελίξεις, δυστυχώς, τον δικαιώνουν. Τα όσα τραγικά βίωσε η χώρα με τα πύρινα μέτωπα και τις καταστροφές που άφησαν πίσω τους, σε συνδυασμό με το αμείωτο κύμα της πανδημίας, τους εξαιρετικά αργούς εμβολιαστικούς ρυθμούς και την αποψίλωση του ΕΣΥ, την πανωλεθρία –ελέω ΕΒΕ– χιλιάδων υποψήφιων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, την περιστολή βασικών εργασιακών δικαιωμάτων και την, επί της ουσίας, κατάργηση της απεργίας αλλά και τις συνεχείς αυξήσεις σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης όπως το ρεύμα και το ψωμί, προοιωνίζονται δύσκολες μέρες για χιλιάδες νοικοκυριά που μόνο ανέμελα δεν πέρασαν το φετινό, και όχι μόνο, καλοκαίρι. Με το άνοιγμα των σχολείων και τη συσσώρευση οικονομικών υποχρεώσεων, με την ανασφάλεια να «χτυπάει κόκκινο» και με την κυβέρνηση της ΝΔ να επιδίδεται σε ένα κρεσέντο σκληρών, νεοφιλελεύθερων επιλογών και αποφάσεων –ο ανασχηματισμός, παρά το φιάσκο Αποστολάκη, είναι ενδεικτικός του συνειδητού ακροδεξιού στίγματος που ήθελε να εκπέμψει– εκατομμύρια πολίτες αντιμετωπίζουν με καχυποψία και φόβο το μέλλον παρά τις… εργώδεις προσπάθειες των διαμορφωτών της κοινής γνώμης να πείσουν πως, ούτε λίγο ούτε πολύ, «όλα βαίνουν καλώς».
Παρακολουθώντας τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων –τη συντριπτική τους πλειονότητα, για να ακριβολογούμε– αποκομίζει κανείς την εντύπωση ότι στη χώρα ναι μεν υπάρχουν δυσκολίες αλλά είναι ευχής έργον που στο τιμόνι της βρίσκεται μια αποτελεσματική, άξια κυβέρνηση και ένας άοκνος, ικανός, αποφασιστικός πρωθυπουργός... Είναι δε τόσο συστηματική, τόσο δουλεμένη η σφυρηλάτηση της συγκεκριμένης εικόνας που οτιδήποτε ξεφεύγει από το πλαίσιο, οτιδήποτε είναι δύσκολο να κρυφτεί, δημιουργεί μια άβολη αναστάτωση – όπως φάνηκε από τις αντιδράσεις «μεγαλόσχημων» δημοσιογράφων την επαύριο του ανεκδιήγητου φιάσκου του ανασχηματισμού.
Το ότι η κυβέρνηση της ΝΔ και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης απολαμβάνουν μιας κραυγαλέας, προκλητικής μιντιακής ασυλίας, είναι γνωστό ήδη από την πρώτη μέρα ανάληψης των καθηκόντων τους. Και κανένα από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη –κυβέρνηση και ΜΜΕ– δεν κάνει προσπάθεια να το κρύψει. Σαν αυτό να είναι η κανονικότητα, σαν τα προς πληρωμή «γραμμάτια» να πληρώνονται «παρουσία του πελάτη»… Γι’ αυτό και όταν στις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου, ένα κανάλι –το Open εν προκειμένω– έκανε το αυτονόητο, αν μιλάμε για τήρηση δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αλλά απρόσμενο, αν αναλογιστούμε τη σχέση εξάρτησης καναλιών-κυβέρνησης, να δώσει δηλαδή βήμα στους πολίτες και χωρίς λογοκρισία, χωρίς μοντάζ να ακουστεί η φωνή τους, όχι μόνο είδε την τηλεθέασή του να εκτοξεύεται αλλά δημιούργησε και πολιτικό γεγονός, αφού οι αποδοκιμασίες των πληττόμενων πολιτών απέναντι στους ανεπαρκέστατους κυβερνητικούς χειρισμούς δεν μπόρεσαν να κρυφτούν, ακούστηκαν «ζωντανά» στον τηλεοπτικό αέρα, αποτυπώθηκαν με τη σειρά τους στις δημοσκοπήσεις. Ίσως γι’ αυτό και στη συνέχεια οι μαραθώνιες ζωντανές συνδέσεις του καναλιού σταμάτησαν…
Η απροκάλυπτη χρήση του δημοσιογραφικού λόγου –με φωτεινές πάντα εξαιρέσεις– ως όχημα προώθησης της κυβερνητικής ατζέντας της ΝΔ, τείνει να γίνει πια ο κανόνας. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο ορισμός της έννοιας «είδηση» να αποκτά πια νέο περιεχόμενο: δεν έχει να κάνει δηλαδή με το ποιο γεγονός έχει βαθύτερη και ουσιαστικότερη σημασία για το κοινωνικό σύνολο, αλλά ποιο γεγονός είτε ενεργοποιεί συναισθηματικά ανακλαστικά στο θεατή είτε εξυπηρετεί το κυβερνητικό αφήγημα. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων, οι οποίοι πριν ψηφίσουν είναι τηλεθεατές ή χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, χειραγωγείται με βάση τα συναισθήματά του και από την αφήγηση ιστοριών. Όχι από γεγονότα. Ο δημόσιος λόγος, λοιπόν, δεν χρειάζεται να είναι πια έγκυρος για να είναι αποτελεσματικός. Αρκεί να είναι αληθοφανής, να μοιάζουν όσα λέγονται ως εύλογα, ικανά να κινητοποιούν το κοινό.
Την ίδια ώρα, αρκεί να αποσιωπηθούν ειδήσεις που βλάπτουν το κυβερνητικό αφήγημα έτσι ώστε να περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο πως συγκεκριμένα προβλήματα δεν υφίστανται. Αρκεί –σε αντίθεση με το παρελθόν, όταν στελέχη μεγάλων συστημικών εφημερίδων παραδέχονταν και μιλούσαν σε επιστολές παραίτησής τους για τον «αγώνα που δώσαμε οι δημοσιογράφοι (σσ. συγκεκριμένου εκδοτικού συγκροτήματος) ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ»– να δηλώνεται και να αποδεικνύεται με κάθε τρόπο η προσήλωση στις βουλές των σημερινών κυβερνώντων. Όμως οι αυξήσεις-φωτιά στα είδη διατροφής, στο ψωμί, στο ρεύμα, στη βενζίνη, η τραγική κατάσταση στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, οι απαράδεκτες συνθήκες στα νοσοκομεία, τα κοντέινερς –εν είδει αιθουσών– στις αυλές των σχολείων, ακόμα κι αν δεν βρίσκουν τη θέση τους στην ιεράρχηση των δελτίων ειδήσεων, είναι η ζώσα πραγματικότητα. Που όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να την εξωραΐσουν, όσο κι αν θυσιάζουν, με το αζημίωτο φυσικά, τον δημοσιογραφικό λόγο –τον, ως οφείλει να είναι, πολυφωνικό, δημοκρατικό, δημιουργικό, με αποχρώσεις και σεβασμό στη διαφορετικότητα δημοσιογραφικό λόγο– στο βωμό πολιτικών, κομματικών, επιχειρηματικών σκοπιμοτήτων, δεν μπορούν να αντιστρέψουν το γεγονός πως η πραγματικότητα είναι εδώ. Και επιμένει.
Είναι λοιπόν απορίας άξιο (ή μήπως όχι;) το πώς ενώ όλες οι έρευνες καταγράφουν θεαματική υποχώρηση της αξιοπιστίας των ελληνικών ΜΜΕ, αυτά δείχνουν όχι μόνο να μην προβληματίζονται, όχι μόνο να μην αναζητούν τα αίτια αυτής της πτώσης αλλά να επιμένουν στον άκριτο εναγκαλισμό με τη συγκεκριμένη πολιτική κάστα που μας κυβερνά. Επιμένουν να κατασκευάζουν μια πραγματικότητα που πόρρω απέχει από τα καθημερινά βιώματα του μέσου πολίτη της χώρας ποντάροντας σε μια πλασματική παντοδυναμία που έχει όμως από καιρό εκλείψει. «Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα», είναι το μότο τους και σε αγαστή συνεργασία με την κυβέρνηση, συναγωνίζονται σε αναλγησία. Ο καθένας ωστόσο έχει τις ευθύνες του και τις επιλογές του. Το «ως εδώ» σε αυτή την κατασκευασμένη πολιτικοδημοσιογραφική «φούσκα» φαντάζει ως η μόνη επιλογή…