I
Η πρώτη τους προσφορά ήταν αυτή που αιφνιδίασε
Ήταν που δεν είχαμε συνηθίσει
δείγματα καλής θελήσεως
Κάποιοι μίλησαν για δόλο
Άλλοι για τεχνάσματα
Οι περισσότεροι όμως από εμάς εξέλαβαν
το ξύλινο άλογο,
Ως σημάδι της τύχης μας που αλλάζει.
Φέραμε το άλογο μέσα απ’ την πύλη
Το περάσαμε απ’ τα τείχη,
Και στο πρώτο άνοιγμα της πόλης το αφήσαμε.
Κάποιοι, ανάμεσά τους οι πιο καχύποπτοι,
έμειναν τη νύχτα ολόκληρη να το φυλούν
περιμένοντας από μέσα να ξεχυθεί το αναπόφευκτο.
Τίποτα δεν συνέβη.
Τη δεύτερη μέρα, μια καταπακτή
Κρυφή στην κοιλιά του αλόγου
Άνοιξε ξαφνικά
Με δισταγμό το πλησιάσαμε
Με δισταγμό το εξετάσαμε
Άδειο.
ΙΙ
Οι μέρες ξημέρωναν και έδυαν επάνω του
Έστεκε εκεί,
Όγκος αφιερωμένος στη νέα μας τύχη.
Και καθώς οι μέρες περνούσαν
Την συνηθίζαμε.
Εκείνοι είχαν φύγει.
Ή έτσι νομίζαμε.
Λίγες μέρες μετά μπροστά από τις πύλες μας
Ένα νέο άλογο
Αυτή τη φορά χωρίς επιγραφή.
Άδειο και αυτό όπως το προηγούμενο.
Το φέραμε μέσα
Το αφήσαμε και αυτό στο πρώτο άνοιγμα.
Εξαντλημένοι από το κουβάλημα πήγαμε να αναπαυτούμε.
Μα δεν προλάβαμε.
Μια φωνή απ’ την πύλη μας ενημέρωνε
Πως ένα τρίτο άλογο είχε εμφανιστεί
στην είσοδο της πόλης.
Κάναμε το καθήκον μας χωρίς να κάνουμε ερωτήσεις
Άλλωστε τέτοιοι γρίφοι απευθύνονται
σε ήρωες, σε ημίθεους
Σε -όπως και να χει- ανώτερούς μας
Ποιοι είμαστε εμείς
να κάνουμε ερωτήσεις
Εμείς απλώς σέρνουμε
Δεν βαρυγκωμούμε. Ούτε αυτή τη φορά
Και ούτε τις επόμενες.
Στο τέταρτο, στο πέμπτο, στο δέκατο κούφιο άλογο.
Τα σύραμε και αυτά
Αφήνοντάς τα σε διάφορα σημεία της πόλης.
Προσπαθούμε να μην συνηθίσουμε.
Καλλιεργούμε διαρκώς το ξάφνιασμα μας.
Γιατί το ξέρουμε.
Όταν όλα αυτά γίνουν ρουτίνα
Ένα από τα άλογα μπορεί να είναι –πρώτη φορά-
Μπουκωμένο με κατάκτηση.
ΙΙΙ
Τώρα ασφαλείς και ξαφνιασμένοι
Από κούφια άλογα κυκλωμένοι
Και πολιορκημένοι
από εισβολές που δεν συνέβησαν ποτέ.
Οι δρόμοι έχουν φρακάρει, οι πλατείες γέμισαν
Και μεις σταματήσαμε πια να σέρνουμε τα κούφια άλογα στην πόλη.
Μόνο τα απομακρύνουμε
Και τα αφήνουμε στην παραλία.
Η ζωή είναι ανυπόφορη
μέσα στο τόσο στριμωξίδι.
Δεν είναι λοιπόν να κατηγορείς αυτούς που άφησαν την πόλη
Και έτρεξαν να μείνουν στα κούφια άλογα της παραλίας.
Στους δρόμους τις νύχτες
η φωνή μας αντηχεί
Μέσα σε ξύλινα κουφάρια
Και έρημους δρόμους.
Σαν ανάμνηση μιας στιγμής θριάμβου
Που η ηχώ μας επιστρέφει ως χλευασμό.
Φεύγω και εγώ.
Θα ακολουθήσω τους δικούς μου.
Γιατί η πόλη άδειασε
Και το ξύλινο άλογο
μας έφερε τελικά μια άλλη άλωση.
Αυτοί που δεν κατάφεραν να μας κερδίσουν με τον πόλεμο
Μας ισοπέδωσαν τελικά
με τις καλές προθέσεις.
*Από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή «Η ομορφιά των όπλων μας»