Μια μετεκλογική συμμαχία του SPD, των Πράσινων και της Die Linke είναι δυνατή, αναφέρει ο Κλάους Ντόρε καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ιένα, μιλώντας στην «Εποχή» για τις γερμανικές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου. Παράλληλα, αναφέρεται στη δημοσκοπική άνοδο του SPD και στη συμβολή του Όλαφ Σολτς σε αυτήν, επισημαίνει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Die Linke και δίνει το περίγραμμα μιας προοδευτικής πολιτικής για την επόμενη μέρα.
Πώς είναι το πολιτικό σκηνικό δύο εβδομάδες πριν τις εκλογές;
Φαίνεται εκπληκτικό. Μόλις πριν από έξι μήνες το εκλογικό αποτέλεσμα φαινόταν βέβαιο. Οι Πράσινοι προηγούνταν στις δημοσκοπήσεις και ένας συνασπισμός με τους Χριστιανοδημοκράτες θεωρούνταν πιθανός. Ο υποψήφιος του SPD για καγκελάριος, ο Όλαφ Σολτς, από την άλλη πλευρά, βρισκόταν σε μια αδύνατη αποστολή, όπως έλεγαν τα ισχυρά ΜΜΕ, και στις δημοσκοπήσεις δεν υπήρχε πλειοψηφία για έναν κόκκινο–κόκκινο–πράσινο συνασπισμό. Αυτή η εικόνα έχει αλλάξει εντελώς τις τελευταίες εβδομάδες. Το SPD προηγείται στις δημοσκοπήσεις και ο Όλαφ Σολτς ξεπέρασε σε δημοτικότητα την Αναλένα Μπέρμποκ των Πράσινων και τον Άρμιν Λάσετ του CDU. Οι Πράσινοι υποχωρούν και το CDU/CSU έχει φτάσει σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά. Προς το παρόν, είναι δυνατοί διαφορετικοί μετεκλογικοί συνασπισμοί. Ακόμα και μια αριστερή συμμαχία του SPD, των Πράσινων και της Die Linke είναι μαθηματικά δυνατή. Ο Σολτς, ωστόσο, υπολογίζει περισσότερο σε έναν συνασπισμό με τους Πράσινους και τους ανανεωμένους Φιλελεύθερους του FDP. Μόνο δύο συμμαχίες θεωρούνται αδύνατες: ο σχηματισμός κυβέρνησης με τη βοήθεια του ακροδεξιού AfD και ένας άλλος «μεγάλος συνασπισμός» του CDU και του SPD. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα πράγματα θα συνεχίσουν να είναι συναρπαστικά μετά τις εκλογές.
Μπορούμε να βγάλουμε κάποια ασφαλή συμπεράσματα από τις δημοσκοπήσεις, και αν ναι ποια;
Πρώτα από όλα: τίποτα δεν είναι σίγουρο. Πολλοί ψηφοφόροι δεν έχουν ακόμη αποφασίσει. Είναι επίσης πιθανό ότι οι άνθρωποι θα ψηφίσουν βάσει τακτικής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εξακολουθώ να πιστεύω ότι το αποτέλεσμα των εκλογών είναι σχετικά ανοιχτό. Ένα σοβαρό πολιτικό λάθος από οποιοδήποτε κόμμα και η κατάσταση θα φανεί και πάλι διαφορετική. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι αυτές είναι οι πρώτες εκλογές μετά την Άνγκελα Μέρκελ. Αν η Μέρκελ είχε υποβάλει ξανά υποψηφιότητα, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Η πλειοψηφία των Γερμανών την θεωρούν σοβαρή, ικανή διαχειρίστρια κρίσεων και απολαμβάνει μια καλή φήμη μέσα στο αριστερό–φιλελεύθερο φάσμα. Αυτό που ξεχνιέται, είναι ότι συχνά απλώς συγκάλυψε τα προβλήματα. Πάρτε το παράδειγμα της κλιματικής αλλαγής. Στη διάρκεια της καγκελαρίας της, οι εκπομπές που βλάπτουν το κλίμα στη Γερμανία αυξήθηκαν ξανά. Οι κλιματικοί στόχοι του 2020 επιτεύχθηκαν μόνο λόγω της κρίσης του κορονοϊού και της οικονομικής ύφεσης. Αυτό είναι μια καταστροφή. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, μπορεί να ειπωθεί ότι καμία πολιτική στρατηγική δεν μπορεί ποτέ να βασιστεί στις δημοσκοπήσεις. Η Die Linke, η οποία εδώ και πολύ καιρό έχει υπάρξει υπερβολικά αμυντική όσον αφορά τη συμμετοχή στην κυβέρνηση, πρέπει επίσης να το λάβει αυτό υπόψη της.
Πού οφείλεται η δημοσκοπική άνοδος του SPD;
Σίγουρα αυτό έχει να κάνει με τον Σολτς, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο πραγματικός πολιτικός κληρονόμος της Μέρκελ. Η Μπέρμποκ έχει κάνει σοβαρά λάθη κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και το ίδιο ισχύει και για τον Λάσετ. Και οι δύο είναι, κατά τη γνώμη του εκλογικού σώματος, ακατάλληλοι για την καγκελαρία. Ο Σολτς επωφελείται απ’ αυτό επειδή η προεκλογική εκστρατεία είναι εξαιρετικά εξατομικευμένη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το εκλογικό σώμα συνειδητοποιεί σταδιακά ότι η επείγουσα αναγκαία στροφή προς την οικολογική και κοινωνική βιωσιμότητα δεν μπορεί να αναβληθεί. Η σταδιακή κατάργηση του άνθρακα και η μετάβαση στην ηλεκτρονική κινητικότητα, αλλά και η καταστροφή από τις πλημμύρες στην κοιλάδα του Αρ, η αποτυχία της Δύσης στο Αφγανιστάν και, τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, η πανδημία του κορονοϊού, καθιστούν σαφές ότι συμβαίνουν σημαντικές αλλαγές. Πολλοί άνθρωποι υποψιάζονται ότι οι νέες προκλήσεις δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς ένα κράτος που είναι επίσης ενεργό στην οικονομική πολιτική. Μια Πράσινη Συμφωνία απαιτεί επενδύσεις σε κοινωνικές και περιβαλλοντικά βιώσιμες υποδομές και αυτή η επιστροφή του κράτους ενσαρκώνεται σήμερα με τον πιο αξιόπιστο τρόπο από το SPD και τον Σολτς. Οι πολίτες εμπιστεύονται το SPD για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, χωρίς να παραβλέπουν το κοινωνικό ζήτημα. Σε αυτό βοηθά και το γεγονός ότι το SPD έχει απομακρυνθεί, αν και αθόρυβα και αντιφατικά, από την πολιτική των «νόμων Χαρτς». Το κόμμα βρίσκεται επίσης σαφώς στα αριστερά του ηγέτη του.
Γιατί η Die Linke δυσκολεύεται να αποκτήσει μια μεγαλύτερη δυναμική; Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει;
Το κόμμα είναι διχασμένο και ο έξω κόσμος μπορεί να το δει αυτό. Σε ένα πολύ αναγνωρισμένο βιβλίο της, η Σάρα Βάγκενκνεχτ έχει δώσει μια στρεβλή εικόνα της Die Linke κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Επιτίθεται στους υποστηρικτές των κινημάτων για το κλίμα, χαρακτηρίζοντάς τους αριστερούς του lifestyle. Η προσέγγισή της να συνδυάσει την κοινωνική πολιτική με την κριτική για τη μετανάστευση, είναι παρόμοια με την πορεία της σοσιαλδημοκρατίας της Δανίας. Για όσους βρίσκονται μέσα και έξω από τη Die Linke και εμπλέκονται σε αντιρατσιστικά κινήματα, γυναικείες πρωτοβουλίες, οικολογικές δράσεις και συνδικάτα, αυτό δεν ισχύει. Ο εσωτερικός διχασμός του κόμματος σημαίνει ότι δεν έχει πιέσει αρκετά για μια κόκκινο–κόκκινο–πράσινη συμμαχία. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο τα διαρθρωτικά προβλήματα χτυπούν το εσωτερικό του κόμματος. Στην ανατολική Γερμανία, το εκλογικό σώμα είναι δομικά υπερήλικο και τα κέρδη μεταξύ των νέων στις μεγάλες πόλεις δεν μπορούν προς το παρόν να αντισταθμίσουν τις απώλειες. Αυτό θα άλλαζε εάν το κόμμα κατόρθωνε να ωθήσει ως μια σοσιαλιστική δύναμη για μια κοινωνική και οικολογική επανάσταση βιωσιμότητας, όπως ζητήθηκε από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή. Σε αντίθεση με τις συνθήκες που επιταχύνουν την κλιματική αλλαγή και αυξάνουν την ανισότητα, θα πρέπει να στηρίξει ορατά κάθε θετικό βήμα προς την αλλαγή. Όμως επί του παρόντος δεν καταφέρνει να επιτύχει αυτήν την ισορροπία. Πάρτε για παράδειγμα την Καμπούλ. Η Die Linke ήταν το μόνο πολιτικό κόμμα που αντιτάχθηκε στη στρατιωτική ανάπτυξη, για την οποία το SPD και οι Πράσινοι ήταν αρχικά υπεύθυνοι. Δεν έχει υπάρξει ποτέ αξιολόγηση αυτής της στρατιωτικής ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, η Die Linke θα μπορούσε τώρα να προκαλέσει όλα τα άλλα κόμματα σε αυτό και να θέσει θεμελιώδη ερωτήματα. Το πρόβλημα: απείχαν από το κοινοβούλιο με ισχυρή πλειοψηφία, γεγονός που επέτρεψε στα γερμανικά στρατεύματα να υπερασπιστούν την αεροπορική μεταφορά. Αυτό ήταν ένα σοβαρό πολιτικό λάθος που κυριαρχεί τώρα στον δημόσιο λόγο. Μην ξεχνάμε επίσης ότι τα νυν κυβερνητικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του SPD, είναι υπεύθυνα για το γεγονός ότι η απομάκρυνση των ανθρώπων, των οποίων η ζωή απειλείται από τους Ταλιμπάν, ξεκίνησε πολύ αργά. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα που δείχνει για άλλη μια φορά ότι βασικά πολιτικά ζητήματα δεν έχουν αποσαφηνιστεί από τη Die Linke. Ως σοσιαλιστικό κίνημα συσπείρωσης, το κόμμα δυστυχώς απέτυχε. Αντί να συνεργαστούν ως ένα αριστερό μωσαϊκό στο οποίο πολλά συνεργαζόμενα ρεύματα έχουν τη θέση τους, στον έξω κόσμο μερικές φορές μοιάζει με ένα σύνολο από διαφωνούσες σέχτες, που η καθεμία κατέχει αποκλειστικά αιώνιες αλήθειες. Σε περιόδους μεγάλων αλλαγών αυτό δεν βοηθά στην αξιοπιστία του.
Κατά πόσο είναι εφικτή η δημιουργία μιας προοδευτικής κυβέρνησης και τι σημαίνει σήμερα για τη Γερμανία μια τέτοια εξέλιξη;
Παρά αυτή τη μη ικανοποιητική κατάσταση της Die Linke, καθώς και της κοινωνικής Αριστεράς στο σύνολό της, ένας κόκκινο–κόκκινο–πράσινος συνασπισμός μετά τις εκλογές είναι δυνατός. Η Die Linke, επιτέλους, κατέστησε σαφές με ένα πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης ότι μπορεί να δει μια εποικοδομητική συμμετοχή σε μια κυβέρνηση. Προγραμματικά τα μανιφέστα του SPD, των Πράσινων και της Die Linke έχουν πολλά κοινά. Μια προοδευτική Πράσινη Συμφωνία θα ήταν δυνατή. Έτσι, ο συνδικαλιστής Ντίερκ Χίρσελ προωθεί στο βιβλίο του «μια ευρεία κοινωνική συμμαχία» που πρέπει να αγωνιστεί για έναν κοινωνικό–οικολογικό μετασχηματισμό. Τα συνδικάτα, οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές οργανώσεις, τα κοινωνικά κινήματα, η σοσιαλδημοκρατία, οι Πράσινοι και η Αριστερά, ενώνονται περισσότερο από όσα τους χωρίζουν. Όμως κανένας απ’ αυτούς δεν έχει από μόνος τους πόρους για να εφαρμόσει έναν κοινωνικό–οικολογικό μετασχηματισμό. «Για αυτό πρέπει να συνεργαστούμε», λέει ο πρώην πρόεδρος του συνδικάτου Ver.di. Φρανκ Μπσίρσκε. Αυτό είναι αλήθεια. Υψηλότεροι κατώτατοι μισθοί, επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές, οριστική απομάκρυνση από το χρέος και το καθεστώς «Schwarze Null» (σημ: συνταγματικός κανόνας που απαιτεί ισορροπία μεταξύ των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της κυβέρνησης), αναδιανομή υπέρ των αδύναμων, κλιματική δικαιοσύνη, βιώσιμη αναδιάρθρωση της οικονομίας, μεταναστευτική και ευρωπαϊκή πολιτική βασισμένη στην αλληλεγγύη, όλα αυτά θα ήταν εφικτά. Μια τέτοια πολιτική ανατροπή θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μήνυμα για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τίποτα από αυτά δεν είναι δυνατό με τους φονταμενταλιστές της αγοράς του FDP, και ο Σολτς θα το καταλάβει αυτό αν εκλεγεί καγκελάριος με τη βοήθειά τους. Η πολιτική αποτυχία θα ήταν αναπόφευκτη και τότε θα εναπόκειται σε μια ίσως αναζωογονημένη Αριστερά να προωθήσει αποφασιστικά μια Πράσινη Συμφωνία βασισμένη στην αλληλεγγύη.