Οι Ταλιμπάν διαλύουν συγκέντρωση αφγανών γυναικών,
που διαδηλώνουν υπέρ στη διατήρηση των δικαιωμάτων τους.
Η ολοκληρωτική αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν, στις 31 Αυγούστου, επισφραγίζει με εμφατικό τρόπο την αποτυχία της αμερικανικής πολιτικής στην ευρύτερη Μέση Ανατολή αλλά και στην πάλη κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας. Παράλληλα, δημιουργεί στρατηγικό κενό σε μία νευραλγική περιοχή, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό για την περιφερειακή σταθερότητα και, τέλος, αφήνει τον πληθυσμό του Αφγανιστάν στο έλεος των Ταλιμπάν.
Η πάλη κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας
Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπισαν την περιοχή ως ένα ακόμα πεδίο σύγκρουσης με την Σοβιετική Ένωση και δεν δίστασαν να ενισχύσουν τον ισλαμικό εξτρεμισμό στο Αφγανιστάν σε αγαστή συνεργασία με το σαουδαραβικό βασίλειο. Η αποχώρηση των σοβιετικών από το Αφγανιστάν το 1989, σηματοδότησε και την εγκατάλειψη του Αφγανιστάν, στο οποίο συνεχίστηκαν οι εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των ισλαμιστών και των κοσμικών δυνάμεων του στρατηγού Μασούντ. Τελικά, οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την εξουσία το 1996 και τη διατήρησαν μέχρι τον Οκτώβριο του 2001, οπότε οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους επιτέθηκαν στο Αφγανιστάν, δεδομένου ότι οι Ταλιμπάν παρείχαν άσυλο στην τρομοκρατική οργάνωση Αλ Κάιντα, υπεύθυνη για τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου εναντίον των ΗΠΑ.
Η επόμενη επίθεση των ΗΠΑ κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας στρέφεται εναντίον του Ιράκ (2003) που ανέτρεψε μεν το ιρακινό καθεστώς, επέφερε όμως το χάος στη χώρα και εξέθρεψε την ισλαμική τρομοκρατία, που θα κάνει την παταγώδη εμφάνισή της στο πλαίσιο της συριακής κρίσης: η Αλ Κάιντα του Ιράκ θα καταλάβει ιρακινά και συριακά εδάφη και το 2014 θα ανακηρύξει το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Συρίας (ΙΚΙΣ) με πρωτεύουσα την Ράκκα. Η πτώση της οιονεί πρωτεύουσας του ΙΚΙΣ το 2017 μετά από σκληρές μάχες στις οποίες πρωταγωνίστησαν οι Κούρδοι, υποστηριζόμενοι από τον ad hoc δυτικό συνασπισμό, καθώς και ρωσικές δυνάμεις, θεωρήθηκε ως το τέλος του ΙΚΙΣ. Όμως, κάθε άλλο παρά αυτό συνέβη, διότι μπορεί να χάθηκε η εδαφική κυριαρχία του ΙΚΙΣ, δεν χάθηκαν όμως ούτε οι επιχειρησιακές του δυνατότητες αλλά ούτε και οι δεκάδες τρομοκρατικές οργανώσεις που έχουν του ορκιστεί πίστη και υπακοή. Κατά συνέπεια, η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν, μετά είκοσι έτη αιματηρού, δαπανηρού και άκαρπου πολέμου, μπορεί να θεωρηθεί ως νίκη της ισλαμικής τρομοκρατίας και ομολογία της αποτυχίας των ΗΠΑ, παρά τις προσπάθειές τους να σώσουν τα προσχήματα μιλώντας π.χ. για το δικαίωμα του αφγανικού λαού να καθορίσει το μέλλον του και επικαλούμενες τη Συμφωνία με τους Ταλιμπάν για μία πολιτική χωρίς αποκλεισμούς. Όμως, αυτό σημαίνει διάλογο και μετριοπάθεια, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα του φανατισμού που χαρακτηρίζει τους Ταλιμπάν. Επομένως, η προέλαση των φανατικών ισλαμιστών και η κατάληψη όλης της χώρας, ήταν περισσότερο από αναμενόμενη, όπως αναμενόμενοι ήταν οι εκφοβισμοί και οι αποκλεισμοί που επακολούθησαν, ενώ η όποια αυτοσυγκράτηση που έχουν δείξει μέχρι τώρα, απλώς υποδηλώνει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Πράγματι, οι Ταλιμπάν φαίνονται ισχυρότεροι από ό,τι στο παρελθόν, ωστόσο, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις όποιες εστίες αντίστασης υπάρχουν αλλά και το λεγόμενο ΙΚΙΣ του Χοραμσάρ, το οποίο είναι εχθρικό στην Αλ Κάιντα. Κυρίως, όμως, χρειάζονται χρήματα, ανθρωπιστική και τεχνική βοήθεια, μια και το Αφγανιστάν, μια από τις πιο φτωχές χώρες στον κόσμο, είναι κατεστραμμένο από διαδοχικούς πολέμους από το 1979 μέχρι σήμερα. Όμως, για να τους δοθεί βοήθεια, οι Ταλιμπάν θα πρέπει να κερδίσουν τη διεθνή αναγνώριση και για να γίνει αυτό θα πρέπει να φανούν μετριοπαθείς, ώστε οι χώρες που επιθυμούν να καλύψουν το στρατηγικό κενό που δημιουργήθηκε, να μπορέσουν να ισχυριστούν ότι δεν υπάρχει λόγος απομόνωσης του αφγανικού καθεστώτος.
Στρατηγικό κενό, περιφερειακές αντιπαλότητες και συμπράξεις
Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν δημιουργεί ρευστότητα και αστάθεια όχι μόνο στην ίδια την χώρα αλλά και σε ολόκληρο το υποσύστημα της Κεντρικής Ασίας, δεδομένου του στρατηγικού κενού που δημιουργείται. Πρόκειται για μία κατάσταση όπου συνυπάρχουν απειλές αλλά και ευκαιρίες επέκτασης ισχύος και επιρροής για γειτονικές χώρες και τους εταίρους τους, μία κατάσταση εξαιρετικά περίπλοκη λόγω των αμφίσημων σχέσεων και των περιστασιακών συμπράξεων αλλά και λόγω της μόχλευσης που προκαλεί η δράση κάθε ενδιαφερόμενης χώρες όχι μόνο αναφορικά με την Κεντρική Ασία αλλά και αναφορικά με άλλα υποσυστήματα όπως ο αραβο – περσικός Κόλπος.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Αφγανιστάν αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ Κατάρ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, που αντικατοπτρίζει τον νέο ενδο-αραβικό Ψυχρό Πόλεμο αλλά και την αντιπαλότητα των τριών πόλων του σύγχρονου πολιτικού Ισλάμ: ουαχαμπιτικού, σιιτικού, και νέο-οθωμανικού. Έτσι, το Κατάρ που έχει συμμαχήσει με την Τουρκία και έχει προσεγγίσει το Ιράν, βρίσκεται στο στόχαστρο της Σαουδικής Αραβίας, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει από το 2020, ώστε να μειωθούν οι περιφερειακές εντάσεις, κυρίως εξ αιτίας της κρίσης της Υεμένης, από την οποία δεν μπορεί να απεμπλακεί.
Ένας από τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής του Κατάρ είναι να αποκτήσει διεθνές κύρος μέσω της αναγνώρισής του ως αναγκαίου διαμεσολαβητή, με παράλληλη ελευθερία κινήσεων. Το Κατάρ διατηρεί την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ, που αποτελεί βασικό πάροχο ασφάλειας του εμιράτου, αν και ενισχύει τους Ταλιμπάν, π.χ. επιτρέποντάς τους να ανοίξουν πολιτική αντιπροσωπεία στο έδαφός του από το 2003. Η πολιτική του Κατάρ όμως, προσκρούει στα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ, εφόσον ενισχύει, αν δεν προωθεί την επιρροή αντίπαλων κρατών, όπως το Ιράν και η Τουρκία.
Η Τουρκία, προσπαθεί να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο σε όλα τα γειτονικά της υποσυστήματα και το στρατηγικό κενό που δημιουργήθηκε στο Αφγανιστάν της προσφέρει μία σημαντική ευκαιρία: εάν καταφέρει να πείσει το καθεστώς των Ταλιμπάν ότι αποτελεί αναγκαίο εταίρο, τότε τα οφέλη για την Άγκυρα δεν θα είναι μόνο στρατηγικά αλλά και εμπορικά και οικονομικά, ενώ θεωρεί ότι θα αναβαθμιστεί και στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.
Όσο για τις δύο μεγάλες δυνάμεις της περιοχής, την Κίνα και την Ρωσία, το ζήτημα του Αφγανιστάν τις αφορά, διότι θέλουν να αποφύγουν με κάθε τρόπο την διάχυση της αστάθειας και την ενίσχυση της ισλαμικής τρομοκρατίας που ενδέχεται να πλήξει και το εσωτερικό τους (π.χ. Ουίγουροι, Τσετσένοι). Επίσης, διότι θεωρούν ότι το στρατηγικό κενό που δημιουργήθηκε στο Αφγανιστάν θα πρέπει να το καλύψουν οι ίδιες, και πρωτίστως η Κίνα με τις οικονομικές και τεχνολογικές δυνατότητες που διαθέτει, η οποία βλέπει στην χώρα αυτή ένα σημαντικό σταθμό στον νέο Δρόμο του Μεταξιού που προωθεί.
Ωστόσο, τα εμπόδια για την πραγματοποίηση αυτών των στόχων είναι πολλά, μεταξύ των οποίων οι αντιπαλότητες μεταξύ των ενδιαφέρων χωρών δεν είναι το μικρότερο. Παράλληλα, πολλά θα εξαρτηθούν από το εάν το νέο καθεστώς του Αφγανιστάν θα μπορέσει να τηρήσει τα προσχήματα μίας πολιτικής χωρίς αποκλεισμούς και ρεβανσισμούς, δηλαδή χωρίς την φρίκη του προηγούμενου ζοφερού καθεστώτος τους, που ασκούσε άγρια καταστολή κάθε δικαιώματος, αφαιρούσε κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας και απαγόρευε κάθε χαρά, εν ονόματι των ισλαμικών αξιών. Όμως, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τους Ταλιμπάν να διαφοροποιούνται από το παρελθόν τους, έστω και για λόγους συμφέροντος, έστω και προσχηματικά.