Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Σε αντίθεση με όσα πιστεύουμε, το ορφάνεμα, δεν αποτελεί μια ακαριαία συνθήκη. Δεν είναι κάτι που συντελείται από την αναπότρεπτη απώλεια και στη συνέχεια επουλώνεται. Η απώλεια -ή πολλές φορές ξεκινώντας πριν από αυτή με την αίσθηση του αναπόφευκτου που προηγείται αυτής- είναι ένα κεντρικό γεγονός που από τη στιγμή που συμβαίνει στη συνέχεια ριζώνει, αναπτύσσεται, συνομιλεί με άλλους χώρους της ψυχοσύνθεσης και της πνευματικής μας υπόστασης. Μαζί με εμάς και πέρα από τις δικές μας επιλογές, συνδιαμορφώνει τον εαυτό μας.
Ένα μυστικό που ποτέ δεν μας διδάξανε είναι πως τις μεγάλες απώλειες ποτέ δεν τις ξεπερνάς. Δεν σβήνουν σαν πυρκαγιές, δεν κλείνουν σαν τραύματα. Τις μεγάλες απώλειες τις κουβαλάς. Μαθαίνεις να ζεις με αυτές και να τις διαχειρίζεσαι. Δεν είναι ένα διαρκές πένθος, αλλά μια διαδικασία πιο σύνθετη. Είναι μαζί άρνηση και παραδοχή, αποκαθήλωση και μυθοποίηση, απώθηση και αγκαλιά. Και δεν μιλώ εδώ για μια ψυχολογική ερμηνεία της διαδικασίας του πένθους. Πιο πολύ προσπαθώ να περιγράψω το γεγονός πως κανένας αποχαιρετισμός δεν τελειώνει με ένα «αντίο». Εκεί αρχίζει.
Η απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη αποτελεί ένα συλλογικό ορφάνεμα. Άσχετα με τη σχέση που έχει κανείς με την μουσική του, άσχετα με τη γνώμη που έχει κάποιος για την πορεία του, άσχετα με το προχωρημένο της ηλικίας ή τη δημιουργική παύση του συνθέτη τα τελευταία χρόνια. Είναι ένας περίπλοκος αποχωρισμός που γίνεται ακόμα πιο περίπλοκος ακριβώς λόγω της πλούσιας κληρονομιάς που αφήνει πίσω. Είναι μαζί και ένας αποχωρισμός μιας εποχής. Μιας εποχής που ο ίδιος καθόρισε, αφηγήθηκε και τελικά έκανε να επιβιώσει μέσα στα τραγούδια του.
Ο Θεοδωράκης αποτέλεσε αναμφισβήτητα τον τελευταίο «μεγάλο» του περασμένου αιώνα. Και ο ίδιος ο ορισμός του μεγέθους κουβαλάει ακριβώς τον αιώνα αυτό. Γιατί ο καιρός διαμορφώνει τα μεγέθη. Μαζί με την προσωπικότητα, τις επιλογές στα διλλήματα που τίθενται μπροστά μας, το τυχαίο. Είναι αυτό το συλλογικό βίωμα, το συλλογικό πρόταγμα και αίτημα που υπήρξε καθοριστικό ώστε να γραφτεί η μουσική που γράφτηκε. Οι συλλογικές αυτές διαδικασίες που βρίσκουν τις αντιστοιχίες τους τόσο στο περιεχόμενο των τραγουδιών και των συνθέσεων όσο και στον συλλογικό τρόπο να τα τραγουδάς. Το συλλογικό μιας εποχής που μοιάζει χαμένη ή έστω απομακρυσμένη τόσο ώστε να μοιάζει αδύνατον να την ακουμπήσεις. Μια εποχή που μαζί με τα βάσανα γεννούσε και τα μεγέθη. Πέρα από κληροδότημα, η μουσική του Θεοδωράκη είναι μαζί και ένα όριο.
Το πένθος μας κουβαλά ακριβώς την προσωπική μας αναμέτρηση με την κλίμακα του μεγέθους. Είναι ένα ταυτόχρονο πένθος για τον δημιουργό, την εποχή αλλά και τους ανθρώπους αυτού του μεγέθους συνολικά. Γιατί σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά αναμετριόμαστε με μια πτώση στον ρεαλισμό του δικού μας μεγέθους. Με μια πολλαπλή συνειδητοποίηση. Για τα διλλήματα της ζωής και το πώς απαντούμε σε αυτά, για τα διλλήματα της εποχής και το πώς στεκόμαστε απέναντί τους, για την προσωπική εμπλοκή, τους όρους της προσωπικής δημιουργίας. Για το τι κάνουμε με τον χρόνο που μας δόθηκε. Ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη πέρα από μια στιγμή πένθους γίνεται μια στιγμή προσωπικού απολογισμού. Όπως όταν κάποιος που ορφανεύει και αντιλαμβάνεται πως πρέπει να πορευτεί βασιζόμενος στις δικές του δυνάμεις σε διαρκή συνομιλία με τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Τώρα είμαστε μόνοι.