Ο 17χρονος βαυαρός πρίγκιπας Όθων, του οίκου Βίτελσμπαχ, ήρθε στην Ελλάδα κατόπιν αποφάσεως των μεγάλων δυνάμεων το 1832 και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της χώρας. Ο ανήλικος ακόμη Όθων ο Α΄, που ενηλικιώθηκε το 1835, βασίλευσε ως το 1862. Στα 30 χρόνια της βασιλείας του δεν κατόρθωσε να φέρει την ηρεμία στη χώρα, η βασιλεία του συνοδεύτηκε συχνά από εκδηλώσεις λαϊκής δυσαρέσκειας και εξεγέρσεις μέχρι την αποπομπή του μετά την Επανάσταση της 23ης Οκτωβρίου 1862.
Μετά από 139 χρόνια, ένας άλλος Όθων ήρθε στην Ελλάδα και κατάφερε, σε αντίθεση με τον προηγούμενο να αγαπηθεί από τον ελληνικό λαό ο οποίος και τον ανακήρυξε βασιλιά χωρίς καμία έξωθεν παρέμβαση! Το πλήρες όνομά του ήταν Ότο (Όθων) Ρεχάγκελ!
Η συνέχεια είναι γνωστή, καθώς το 2004 η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Ελλάδας κατάφερε να πετύχει τη μεγαλύτερη έκπληξη στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία, κατακτώντας το ευρωπαϊκό κύπελλο εθνικών ομάδων, το γνωστό Euro. Στον τελικό μάλιστα επιβλήθηκε της γηπεδούχου, διοργανώτριας Πορτογαλίας του Κριστιάνο Ρονάλντο!
Βέβαια μια τέτοια μεγάλη επιτυχία που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί όταν η Ελλάδα ταξίδευε στην Πορτογαλία, έπρεπε με κάποιον τρόπο να καταγραφεί. Και όχι μόνον η επιτυχία αλλά κυρίως ο αρχιτέκτονάς της, ο άνθρωπος ο οποίος οδήγησε την Εθνική Ελλάδας στην κορυφή της ποδοσφαιρικής Ευρώπης: ο Ότο Ρεχάνγκελ.
Ο ελληνικής καταγωγής αμερικανός σκηνοθέτης Κρίστοφερ Αντρέ Μαρκς, λοιπόν, αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία ντοκιμαντέρ με αυτό το θέμα και με κεντρικό της πρόσωπο τον προπονητή της ομάδας, με τίτλο «Βασιλιάς Ότο» (King Otto).
Ο σκηνοθέτης σε σημείωμά του για την ταινία, λέει ανάμεσα σε άλλα: «Έχοντας ο ίδιος ελληνική καταγωγή, ήξερα ότι έπρεπε να αντισταθμίσω τον εθνικό μου πατριωτισμό και την έμφυτη περηφάνια για τις επιτυχίες των ελλήνων πρωταθλητών, οπότε κάναμε από νωρίς την επιλογή να συνεργαστούμε με μια βρετανίδα παραγωγό, που θα προσέγγιζε την ταινία χωρίς προκατάληψη, με γερμανούς και αμερικανούς μοντέρ, που θα με βοηθούσαν στην αποτελεσματικότητα της αφήγησης χωρίς κάποια πολιτιστική επιρροή, και μια ελληνική ομάδα παραγωγής για να γυρίσω την ταινία. Ήταν πραγματικά μια διεθνής συνεργασία με έδρα το Λονδίνο, την Αθήνα, το Μόναχο και τη Νέα Υόρκη.
Καθώς ο κόσμος σήμερα μοιάζει να εστιάζει σε ό,τι μας χωρίζει, ήθελα να φέρω στο προσκήνιο αυτή την εμπνευσμένη ιστορία της συνεργασίας δύο πολιτισμών και του θριάμβου του πνεύματος σε μια εποχή που χρειαζόμαστε ιστορίες ελπίδας και ενότητας. Όπως μας απέδειξαν ο Ότο Ρεχάγκελ και η Εθνική Ελλάδος, ο μόνος τρόπος να επιτύχουμε κάτι σπουδαίο είναι τιμώντας τις διαφορές μας και βρίσκοντας έναν τρόπο να συνεργαζόμαστε».