Η συμμετοχή της die Linke στην επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά, αλλά η προοπτική αυτή θα παραμείνει προς το παρόν ουτοπία.
Όλες οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν γι’ αυτή το χειρότερό της αποτέλεσμα από το 2009 και μετά, όταν και κατέβηκε στις ομοσπονδιακές εκλογές με αυτή την ονομασία. Τότε η Αριστερά είχε αγγίξει το 12%. Από τότε, κάθε φορά είχε μικρές απώλειες, κάτι που δεν είναι άσχετο και με την ηλικία του ακροατηρίου της. Την ερχόμενη Κυριακή θα αποτελέσει πραγματική έκπληξη αν μπορέσει να ξεπεράσει το 7%. Παρόλα αυτά η die Linke πρωταγωνιστεί σε όλες τις προεκλογικές συζητήσεις μεταξύ των τριών «μικρομεσαίων» κομμάτων. Αυτό έχει να κάνει φυσικά με το ενδεχόμενο συμμετοχής της σε μια κεντροαριστερή κυβέρνηση, κάτι που τα κεντροδεξιά κόμματα, αλλά εσχάτως και η ίδια η φειδωλή στην προεκλογική της παρουσία Ανγκέλα Μέρκελ προσπαθούν να παρουσιάσουν ως καταστροφή ή τουλάχιστον «σοβιετοποίηση» της χώρας.
Φυσικά, η απειλή αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Η die Linke κατεβαίνει στις εκλογές με ένα μελετημένο και ισορροπημένο πρόγραμμα, το οποίο θέτει στο επίκεντρό του τα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης. Ένα πρόγραμμα που έχει αποσπάσει θετικά σχόλια από ουδέτερους οικονομολόγους, το οποίο παρουσίασε την περασμένη Δευτέρα στο πλαίσιο της «τηλεμαχίας» των τεσσάρων μικρότερων κομμάτων με αρκετή επιτυχία η Ζανίν Βίσλερ. Στη συζήτηση αυτή φάνηκε ποιά θα είναι η σημαντικότερη απόφαση της επόμενης μέρας. Θα αποφασίσουν δηλαδή Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι να σχηματίσουν κυβέρνηση με την συνδρομή της Αριστεράς ή θα επιλέξουν την «σιγουριά» των Φιλελεύθερων;
Δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς σε αυτό το «ντιμπέιτ των μικρών» η πραγματική μάχη δόθηκε μεταξύ της Βίσλερ και του Φιλελεύθερου Βόλφγκανγκ Κουμπίκι. Είχε προηγηθεί την Κυριακή η μεγάλη «τριμαχία» των υποψηφίων για την καγκελαρία. Ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών Ολαφ Σολτς επιβεβαίωσε την κυριαρχία του τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο, ενώ η Αναλένα Μπέρμποκ των Πρασίνων κέρδισε πάλι συμπάθειες σε μια περίοδο που η αρχική ευφορία για την υποψηφιότητά της έδειχνε να ξεθυμαίνει σταθερά. Ο Χριστιανοδημοκράτης Αρμιν Λάσετ εμφανίστηκε ιδιαίτερα επιθετικός, σχεδόν εριστικός, απέναντι στον Σολτς κυρίως και επανέλαβε μονότονα τον κίνδυνο της «κομμουνιστικής απειλής», θυμίζοντας παλιότερες εκστρατείες του κόμματος του που απαξίωναν την Αριστερά με τον χαρακτηρισμό «κόκκινες κάλτσες».
Χριστιανοδημοκρατία σε απόγνωση
Η τακτική αυτή του Λάσετ δεν του έφερε συμπάθειες, ούτε τον έκανε να φανεί πιο «καταρτισμένος» ή «αξιόπιστος», αν πιστέψει κανείς τις πρώτες αντιδράσεις της κοινής γνώμης ή για να ακριβολογούμε των τηλεθεατών της δημόσιας τηλεόρασης, που είδαν αυτό το «triell», όπως έχει πλέον καθιερωθεί να αποκαλείται. Ουσιαστικά ήταν μια απόδειξη απόγνωσης, αφού ο εκλεκτός της Μέρκελ είχε ακολουθήσει αυτή τη γραμμή και στην πρώτη συζήτηση στην τηλεόραση και είχε προκαλέσει αλγεινές εντυπώσεις. Ο σημερινός πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας θα έχει μια τελευταία ευκαιρία στην τελευταία «τριμαχία», που θα προβληθεί από τρεις μεγάλους ιδιωτικούς σταθμούς αυτή την Κυριακή. Είναι λίγοι πάντως αυτοί που ποντάρουν σε κάποια μαγική κίνηση από τη μεριά του, που θα μπορέσει να ανατρέψει τα σε βάρος του δεδομένα. Η Χριστιανοδημοκρατία φαίνεται να προετοιμάζεται για τα έδρανα της αντιπολίτευσης. Από την άλλη βεβαίως οφείλει κανείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός με προγνωστικά, αφού στις αρχές της εβδομάδας το 40% των Γερμανών δήλωναν ότι δεν έχουν ακόμα κατασταλάξει οριστικά στο ποιόν θα ψηφίσουν. Ενδιαφέρον είναι, από την άλλη, πως έχει ήδη ξεκινήσει η διαδικασία της επιστολικής ψήφου, που ήδη στις τελευταίες εκλογές αποτέλεσε το 27% και αναμένεται να σημειώσει νέο ρεκόρ φέτος. Αυτοί που έχουν αποφασίσει έχουν ήδη αρχίσει να ψηφίζουν. Η μάχη γίνεται για τις καρδιές και το νου των αναποφάσιστων.
Μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία
Αυτό θα μπορούσε φυσικά να θεωρηθεί και ως μια μεγάλη ευκαιρία (και) για την Αριστερά. Αν για παράδειγμα είχε αποφύγει την εσωστρέφεια και τις «φαγωμάρες» που την χαρακτήρισαν για μεγάλο διάστημα και κατάφερνε να πετύχει ένα διψήφιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να πιέσει από πολύ καλύτερη θέση SPD και Πράσινους για ένα τρικομματικό συνασπισμό, που θα έφερνε πράγματι μια αλλαγή στη χώρα. Δυστυχώς, αυτό δεν φαντάζει σήμερα πολύ πιθανό, αν και θεωρητικά ένας κόκκινο-πρασινο-κόκκινος συνασπισμός μάλλον θα είναι αριθμητικά εφικτός στις 27 Σεπτεμβρίου. Οι Φιλελεύθεροι ειδικά, αν είναι πιο ενισχυμένοι σε σχέση με το 2017 θα έχουν το πάνω χέρι για το ρόλο του «τρίτου», που θα δώσει μια σταθερή πλειοψηφία. Όχι μόνο για λόγους αριθμητικούς. Για Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους η συνεργασία μαζί τους είναι πολύ πιο «εύκολη» και συστημική. Δεν θα προκαλέσει τριβές και αναταράξεις. Η είσοδος της die Linke σε ένα κυβερνητικό συνασπισμό θα ήταν πραγματικό «χαστούκι» στο κατεστημένο. Θα σηματοδοτούσε μια πραγματική αλλαγή πλεύσης. Γι’ αυτό και προκαλεί τόσο τρόμο στο συντηρητικό στρατόπεδο. Μπορεί να φανταστεί κανείς τις αντιδράσεις αν κάτι τέτοιο γινόταν πραγματικότητα. Και για αυτό η εκλογική αυτή αναμέτρηση θα περάσει πιθανότατα στην ιστορία ως μια ακόμα χαμένη ευκαιρία. Όχι μόνο για την Αριστερά. Αλλά πρωτίστως για την χώρα και για ολόκληρη την Ευρώπη.