Για δεύτερη φορά η προσπάθεια της κυβέρνησης να αλλάξει το δυσάρεστο κλίμα πέφτει στο κενό. Και αν η πρώτη, με τον ανασχηματισμό, ήταν μια επικοινωνιακή ζαριά που δεν έφερε εξάρες, η δεύτερη, η παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, ήταν πολύ καλύτερα μελετημένη και εκτελεσμένη. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.
Τα θαύματα κρατούν δυο μέρες
Το μπαράζ των ευνοϊκών αναλύσεων από τα πρόθυμα μέσα δεν άντεξε πάνω από ένα εικοσιτετράωρο. Στις πρώτες εκτιμήσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, που αποκάλυπταν την πραγματικότητα πίσω από την απατηλή εικόνα, γρήγορα προστέθηκαν ερωτήματα και ενστάσεις και από τα φιλικά μέσα, με αποτέλεσμα την αποδόμηση και αυτής της επιχείρησης αναστροφής του κλίματος.
Η κυβέρνηση συναντάει πια προβλήματα που δεν λύνονται με έξυπνες κινήσεις ή με μαγικές εικόνες ή με υποσχέσεις για καλύτερες μέρες. Αυτό δεν είναι μια αίσθηση, είναι εκτίμηση πολλών έγκυρων αναλυτών. Αρκετοί από αυτούς θεωρούν την εξέλιξη μη αναστρέψιμη και ορισμένοι τη συνδέουν με τον προεκλογικό χαρακτήρα των εξαγγελιών στη ΔΕΘ και με τη σπουδή της κυβέρνησης να μιλήσει ήδη για συμπληρωματικά μέτρα.
Οι νέοι στο εκλογικό στόχαστρο
Αυτά, όμως, είναι λίγο πολύ γνωστά. Εκείνο που έχει σημασία περισσότερο ίσως, είναι να δούμε μέσα από την προσπάθεια της κυβέρνησης να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις, ποια είναι τα προβλήματα που η ίδια εντοπίζει στην πολιτική της. Από την άποψη αυτή, πρέπει να ξεχωρίσουμε το ιδιαίτερο βάρος που έδωσε ο κ. Μητσοτάκης στις νέες γενιές. Αναγνωρίζει ότι εκεί βρίσκεται ένα από τα αδύνατα σημεία τής κυβέρνησης και μια περιοχή που επιλέγει να διεκδικήσει.
Στο πεδίο αυτό υπάρχει ένα πλεονέκτημα για την αντιπολίτευση, αλλά και η ανάγκη ενός αντίπαλου λόγου. Που δεν θα πλειοδοτεί, αλλά θα εξηγεί γιατί ειδικά αυτές οι γενιές απαιτούν μια διαφορετική θέση στην παραγωγή και στην κοινωνία, μια διαφορετική θέση στη διανομή του παραγόμενου πλούτου. Μια μετάταξη από το επίπεδο της φθηνής ή και ανειδίκευτης ευκαιριακής και μερικής απασχόλησης στο επίπεδο της σταθερής, εξειδικευμένης και ικανοποιητικά αμειβόμενης εργασίας. Εξ αρχής και όχι σαν αβέβαιη υπόσχεση από μια ανάπτυξη προς όφελος λίγων. Κι αυτό χρειάζεται, εκτός των άμεσων διορθωτικών ενισχύσεων, δομικές αλλαγές και μόνιμη στήριξή τους. Όπως ήταν η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Ή η επαναφορά των ασφαλιστικών εισφορών σε επίπεδα που καθιστούν βιώσιμο το ασφαλιστικό σύστημα. Ή η αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων.
Για να σταθούμε μόνο στην οικονομική-εργασιακή πλευρά του προβλήματος. Γιατί μια πολιτική για τις νέες γενιές απαιτεί ένα σύνθετο πρόγραμμα με εκπαιδευτικές, πολιτιστικές, πολιτικές πλευρές με στόχο την ανάδειξή τους σε δύναμη κοινωνικής αλλαγής.
Το επίδικο είναι η αλλαγή
Ερχόμαστε έτσι σε ένα δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που επιχείρησε ο κ. Μητσοτάκης να αντιμετωπίσει στη ΔΕΘ. «Η Ελλάδα αλλάζει» δήλωνε το σύνθημα, με ελαφρά πρασινωπή απόχρωση, πίσω από την πλάτη του. Δύο χρόνια μετά από την εφαρμογή μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ουσιαστικά συνέχειας των μνημονίων, της αγίας τριάδας λιτότητα-αντιμεταρρυθμίσεις-ιδιωτικοποιήσεις, νιώθει την ανάγκη να μας πείσει ότι η ΝΔ είναι δύναμη αλλαγής. Προσπαθεί με τον τρόπο αυτό να προκαταλάβει την ήδη καταγραφόμενη δυσαρέσκεια για την εφαρμοζόμενη πολιτική, να ανακόψει τον προσανατολισμό της στην προσδοκία και την απαίτηση μιας διαφορετικής στρατηγικής και να οδηγήσει αυτή την τάση στην κοίτη ενός, άχρωμου δήθεν, εκσυγχρονισμού.
Η ορατή πια αδυναμία του να πείσει με την αρχική σχετική ευκολία ότι αυτός είναι φορέας προόδου, σχετίζεται με το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι νιώθουν την ανάγκη μιας πραγματικής αλλαγής στη ζωή τους. Μιας αλλαγής κατεύθυνσης. Άλλη μια φορά το πρόβλημα της κυβέρνησης και η αγωνία της να το απαντήσει με τη διατήρηση της γενικής στρατηγικής της, υποδεικνύει στην αντιπολίτευση ένα πεδίο αντιπαράθεσης εξαιρετικά κρίσιμο, στο οποίο η μάχη θα κερδηθεί από εκείνους που θα επιβεβαιώσουν την αίσθηση του κόσμου ότι η Ελλάδα δύο χρόνια αλλάζει προς το χειρότερο. Και θα πείσουν ότι δεν είναι απλώς ικανότεροι, αξιότεροι, τιμιότεροι από τους νεοφιλελεύθερους, είναι διαφορετικοί και έχουν ένα διαφορετικό και εφαρμόσιμο σχέδιο σε άλλη κατεύθυνση.
Ριζοσπαστικές τομές είναι η λύση
Τρίτο μεγάλο κεφάλαιο στο οποίο έδωσε βάρος ο κ. Μητσοτάκης, ήταν η κλιματική κρίση. Εδώ θεωρεί ότι έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, λόγω και της αστάθειας, της αμφιταλάντευσης της αντιπολίτευσης. Όσο κι αν προσπαθεί, όμως, δεν πείθει, όταν αντιμετωπίζει σαν αδρανές κεφάλαιο το περιβάλλον, ευνοεί το αέριο ως λύση και δεν αποδεσμεύεται από τις εξορυκτικές στρατηγικές. Εδώ, όμως, μπορεί να πάρει κεφάλι, αν η αξιωματική αντιπολίτευση καθυστερήσει- πιο πολύ κι από τον Πάιατ- να απαλλαγεί από τις αυταπάτες της και να υιοθετήσει μια ριζοσπαστική περιβαλλοντική πολιτική.
Αν ανταποκριθεί με επάρκεια σ’ αυτά τα τρία κρίσιμα μέτωπα, οι δυσάρεστες για την κυβέρνηση εξελίξεις θα επιταχυνθούν. Το ενδεχόμενο αυτό φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να το υπολογίζουν ακόμα και ορκισμένοι αντίπαλοί της, όπως ο κ. Πρετεντέρης. Ο τρόπος με τον οποίο θα υποδεχτούν στον ΣΥΡΙΖΑ αυτό το όψιμο ενδιαφέρον, θα κρίνει και την επιτάχυνση ή την επιβράδυνση των εξελίξεων. Αν αληθεύει ότι χτύπησε δύο φορές την πόρτα της Κουμουνδούρου ως φορέας μιας διαφορετικής διάθεσης των μέσων που εκπροσωπεί, γιατί να μην ενημερωθούμε επίσημα με μια λιτή ανακοίνωση; Είναι προτιμότερο να ερμηνεύει όπως θέλει ο καθένας το γεγονός; Και γιατί θα έπρεπε να φορτωθεί και μ’ αυτό ο Τσίπρας; Δεν υπάρχουν «ομότιμοι» του κ. Πρετεντέρη;
Σε κάθε περίπτωση, όλοι έχουν διδαχτεί –και από τα πρόσφατα παθήματα της κυβέρνησης– ότι δεν είναι στο πεδίο των μέσων που κερδίζονται κυρίως οι μάχες. Αν σήμερα το βράδυ και αύριο το μεσημέρι στη ΔΕΘ δοθούν πειστικές απαντήσεις στις αγωνίες του κόσμου, αυτό δεν θα μπορεί να κρυφτεί.