Τζόζεφ Κόνραντ «Δύο διηγήματα: Το κτήνος & Il Conde», μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς, εκδόσεις Στιγμός, 2021
Λίγα χρόνια προτού αρχίσει να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, Η τρέλα του Αλμάγερ, το 1889, ο Τζόζεφ Κόνραντ έγραψε αυτό που πολλοί θεωρούν το πρώτο του διήγημα, τον Μαύρο υποπλοίαρχο. Όπως λέει και ο μεταφραστής των Δύο διηγημάτων στη σύντομη εισαγωγή του, «ο Τζόζεφ Κόνραντ αφιέρωσε σχεδόν μια εικοσαετία της ζωής του στη συγγραφή διηγημάτων και κατέθεσε σε αυτά τις εκλεκτότερες πτυχές της περιγραφικής του δεινότητας καθώς και της κριτικής του».
Ο ολιγοσέλιδος αυτός τόμος περιέχει δύο ξεχωριστά δείγματα του έργου του διηγηματογράφου Κόνραντ. Το πρώτο, το Κτήνος, γραμμένο το 1906, την εποχή που γράφτηκαν Ο πληροφοριοδότης, Η μονομαχία, το Ένας αναρχικός, είναι η ιστορία ενός καραβιού. Ενός καραβιού που σιγά σιγά βυθίζεται σε μια σκοτεινή φήμη, που λίγο λίγο περιβάλλεται από ένα ζοφερό σύννεφο φόβου: «με αυτό το καράβι, όμως, ό,τι κι αν έκανες δεν μπορούσες να είσαι ποτέ βέβαιος για την κατάληξη. Ήταν σωστό θηρίο. Ή, καλύτερα, ήταν απλώς ένα τρελό καράβι». Και, όποια κι αν ήταν αυτή η δυσοίωνη φήμη που το συνόδευε και που ταξίδευε από στόμα σε στόμα σε κάθε κομοδέσιο πλοίου και σε κάθε ταβέρνα του λιμανιού, αυτό το καράβι το «τόσο σατανικό, τόσο θανατηφόρο» με το «αναλώσιμο» πλήρωμα φρόντιζε κάθε φορά να την επιβεβαιώνει και να την επιδεινώνει. Και, μέσα από αυτόν τον ζόφο, μία έξοδος μόνο μπορεί να υπάρχει.
Στην ίδια εποχή περίπου ανήκει και το έτερο διήγημα του τόμου, το Il Conde – άλλωστε εκδόθηκαν μαζί, στην ίδια συλλογή, το 1908. Το διήγημα είναι, θα έλεγε κανείς, η μελέτη ενός ιδιόμορφου χαρακτήρα, του Conde, που «ίσως ήταν ο μόνος Κόμης που έμενε στο ξενοδοχείο ή, ίσως πάλι, να τον αποκαλούσαν έτσι από ευγένεια, θέλοντας να τον τιμήσουν για τη βεβαιωμένη του προτίμηση στο ξενοδοχείο». Αυτός ο εξηντάχρονος, περίπου, άνδρας που ζούσε μια ζωή «αδιατάραχτη από απρόσμενα γεγονότα» και που «πιθανότατα δεν είχε ποτέ στη ζωή του κάποια σοβαρή υπόθεση να επιλύσει», ο πρωταγωνιστής αυτής της σύντομης ιστορίας, βλέπει ξαφνικά τη ζωή του να παίρνει την πιο δυσοίωνη στροφή αρχίζοντας να οδεύει προς το μοιραίο, μόνον όταν «η ντελικάτη αίσθηση της αξιοπρέπειάς του [αμαυρώνεται] από μια ταπεινωτική εμπειρία».
Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφτεί για τον Κόνραντ, δεκάδες αναγνώσεις έχουν αναλυθεί για το έργο του, για τη λογοτεχνία του, για το περιεχόμενό της. Το σύμπαν του συγγραφέα της Καρδιάς του σκότους δεν χρειάζεται υποχρεωτικά πολυσέλιδα μυθιστορήματα για να αποτυπωθεί, κάθε μικρή του ιστορία είναι γεμάτη από τα σημάδια του, από τον σκοτεινό του κόσμο και από τους χαρακτήρες του που βυθίζονται μέσα σε αυτόν τον κόσμο, σπανίως βγαίνοντας αλώβητοι από αυτόν. Είναι η χαρακτηριστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Κόνραντ, είναι οι άνθρωποι που συνάντησε ή επινόησε στη ζωή του αυτός ο μεγάλος συγγραφέας και ταξιδευτής: «καμιά φορά όταν ταξιδεύει κανείς συναντά τόσο μοναχικούς ανθρώπους, που η μόνη τους ενασχόληση είναι η αναμονή του μοιραίου», όπως γράφει στο Il Conde.
Χέρμαν Μέλβιλ «Μπίλλυ Μπαντ, Ναύτης», μετάφραση: Παναγιώτης Κεχαγιάς, Κώστας Σπαθαράκης, εκδόσεις Αντίποδες, 2021
«Μια εσωτερική αφήγηση»: αυτός είναι ο υπότιτλος της νουβέλας Μπίλλυ Μπαντ, του Χέρμαν Μέλβιλ, μιας νουβέλας που σηματοδοτεί όχι μόνο τα τελευταία χρόνια της ζωής και του έργου του συγγραφέα, αλλά κυρίως το νέο συγγραφικό σύμπαν στο οποίο ζούσε πλέον εκείνη την εποχή και το οποίο με πολύ πλούσιο και κατατοπιστικό τρόπο αποτυπώνει στο επίμετρό του στο βιβλίο ο Θ. Δρίτσας, ένα επίμετρο που επεκτείνεται βέβαια και σε πολλά άλλα θέματα της λογοτεχνίας του Μέλβιλ και της συγκεκριμένης νουβέλας.
1797: ο «γαλανομάτης Μπίλλυ Μπαντ», μετά από τη βίαιη ναυτολόγησή του («συχνό φαινόμενο τόσο στη θάλασσα όσο και στη στεριά» εκείνη την εποχή, πολλές φορές «κατευθείαν από τη φυλακή») βρίσκεται με τον βαθμό του «έμπειρου ναύτη» στο πολεμικό πλοίο Bellipotent, όπου χωρίς να το θέλει, αλλά και σχεδόν χωρίς να μπορεί να το αποφύγει, εμπλέκεται σε μια ιστορία που θα καταλήξει σε τραγωδία – μια τραγωδία φαινομενικά ακατανόητη, η οποία όμως θα φέρει σε μια βουβή αντιπαράθεση το τυπικό, θεσμικό δίκαιο με την αίσθηση δικαίου της μικρής κοινωνίας του πλοίου. Ο νικητής είναι προφανής. Στη σύγκρουση ανάμεσα στην «ουσιαστική αθωότητα» και τη «στρατιωτική πειθαρχία», κανένας «άξιος άνθρωπος» τελικά «δεν σήκωσε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι».
Και στο τέλος, βέβαια, έρχονται οι εφημερίδες της εποχής να ξαναγράψουν την ιστορία ανάποδα.
Ο Μπίλλυ Μπαντ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1924, πάνω από τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του Χέρμαν Μέλβιλ. «Ξεχασμένος και θλιμμένος», όπως έγραφε πρόσφατα ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στην Εποχή, ήταν τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μέλβιλ, και στο επίμετρο διαβάζουμε εκτενώς για τη συνειδητή τομή που επέλεξε κάποια στιγμή να κάνει στη γραφή του, περνώντας τελικά από τη μεγάλη επιτυχία των πρώτων του έργων στην απόσυρση και τη σχετική λήθη, προτού βέβαια αρχίσει το έργο του να επανεκτιμάται και να παίρνει την περίοπτη θέση που δικαιωματικά τού ανήκει στη λογοτεχνία. Αυτό όμως έγινε μετά τον θάνατό του: όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά, «η υποδοχή του Μόμπι Ντικ ήταν χλιαρή»…
Ο συγγραφέας πάλευε έξι χρόνια μ’ αυτή τη νουβέλα, τον Μπίλλυ Μπαντ, και τελικά την άφησε στο συρτάρι του. Από την αρχική αμηχανία που προκάλεσε, όμως, όταν πρωτοεκδόθηκε, έχουμε φτάσει σήμερα να θεωρούν κάποιοι τον Μπίλλυ Μπαντ την «καλύτερη νουβέλα της αμερικανικής λογοτεχνίας». Πολλοί και πολλές έχουν γράψει για αυτή, και από πολλές σκοπιές την έχουν αναλύσει: από την οπτική της φιλοσοφίας του δικαίου μέχρι την οπτική του ομοφυλοφιλικού υποστρώματος της ιστορίας και τη σχέση ερωτικής επιθυμίας και εξουσίας με την κοινωνική ισορροπία.
Νομίζω όμως ότι αυτό που δίνει τη μεγάλη δύναμη σε αυτό το διήγημα είναι η διάχυτη αμφισημία, το διαρκώς ανατροφοδοτούμενο θολό τοπίο: σε αυτή την ιστορία δεν υπάρχουν μανιχαϊστικοί χαρακτήρες (ο ίδιος ο πρωταγωνιστής «δεν παρουσιάζεται εδώ σαν ένας συμβατικός ήρωας», λέει ο ίδιος ο Μέλβιλ), δεν υπάρχουν ξεκάθαρες πράξεις, εύκολα συμπεράσματα, στερεοτυπικοί ιδεότυποι: όπως αναρωτιέται και ο ίδιος συγγραφέας, πού αρχίζει και πού τελειώνει το κάθε χρώμα του ουράνιου τόξου;… Μάλιστα, όπως γράφει ο Θοδωρής Δρίτσας, στις διαδοχικές πολλαπλές γραφές που έκανε ο Μέλβιλ στο βιβλίο, συνειδητά «προσέδιδε σταδιακά στο κείμενο μεγαλύτερη αμφισημία, μεγαλύτερη ασάφεια και εσωτερική αντίφαση», γεγονός που βεβαίως συνέβαλε σε όλον αυτόν τον πλούτο των πολλαπλών, και συχνότατα αλληλοσυγκρουόμενων, ερμηνευτικών προσπαθειών σε ένα κείμενο που αντιστέκεται διαρκώς σε αυτές τις απόπειρες.
Ένα κλασικό βιβλίο σε μια εξαιρετική έκδοση.