Βισουάβα Σιμπόρσκα «Η ζωή εδώ και τώρα», μετάφραση: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, εκδόσεις Καστανιώτη, 2021

 

«La Pologne; La Pologne; Κάνει φοβερό κρύο εκεί, έτσι δεν είναι;» […] "Ω κυρία μου", θέλω να της απαντήσω, οι ποιητές της χώρας μου γράφουν φορώντας γάντια». Έτσι ξεκινά η βραβευμένη με Νόμπελ (1996) πολωνή ποιήτρια Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923-2012) το ποίημα «Λεξιλόγιο» που διαβάζω σε μετάφραση της Μπεάτα Ζουλκιέβιτς στο «Η ζωή εδώ και τώρα» (Καστανιώτης, 2021). Έκδοση που περιλαμβάνει εκτενή πρόλογο και πάνω από εκατό επιλεγμένα ποιήματα.

Η Σιμπόρσκα με τις δεκατρείς συλλογές, τα περίπου τριακόσια πενήντα ποιήματα και τις μακρές παύσεις επτά ή και δέκα χρόνων, κατάφερε να εξελιχθεί σε μία από τις πιο πρωτότυπες φωνές της μεταπολεμικής Ευρώπης με παγκόσμια ακτινοβολία και μετρημένη δημόσια παρουσία.

Η ομιλία που έδωσε η ποιήτρια κατά την απονομή του Νόμπελ ήταν μία από τις ελάχιστες ομιλίες που δέχθηκε να δώσει στη ζωή της. Τη στιγμή που η φήμη της είχε εκτοξευθεί και ο πάντα επινοητικός ιταλικός Τύπος την αποκαλούσε «Γκρέτα Γκάρμπο της παγκόσμιας ποίησης». Αναγνωρίζοντας, ίσως, όπως έγραφε τότε στους «New York Times» ένας μελετητής της, μία αντιστοιχία ποιοτικών χαρακτηριστικών με την σταρ του σινεμά. Γοητεία και λεπτότητα.

Πνευματώδης, σαρκαστική, μα κατά βάθος πολύ μα πολύ σοβαρή, η Σιμπόρσκα τελειοποίησε το προσωπικό της ύφος, γράφοντας ένα ακόμη κεφάλαιο στους πέντε αιώνες της πολωνικής ποιητικής παράδοσης. Από τον Γιαν Κοχανόφσκι (1530-1584) και τους μεγάλους ποιητές του 19ου αιώνα, Άνταμ Μισκιέβιτς και Τσιπρίαν Νόρβιντ, ως τους περισσότερο γνωστούς στην Ελλάδα Τσέσλαφ Μίουος Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ, Ταντέους Ρουζέβιτς, και τους Άννα Καμιένσκα και Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι που ακολούθησαν, η Πολωνία –αν και σπαραζόμενη– αναδείχθηκε σε ακμάζον ποιητικό κέντρο στην καρδιά της Ευρώπης.

Σκέφτομαι πως, μαζί με την Ιρλανδία, οι δύο αυτές χώρες, χωρίς να έχουν τα μέσα των μεγάλων δυνάμεων της λογοτεχνίας κέρδισαν στρατηγική θέση στον ποιητικό χάρτη αντλώντας υλικό και από την ελληνική γραμματεία. Οι Ιρλανδοί ποιητές μέσα από τον Όμηρο και τη μυθολογία και οι Πολωνοί μέσα από τους Έλληνες φιλοσόφους, αναπτύσσοντας ισχυρούς αναγνωστικούς δεσμούς με το ελληνικό κοινό. Αν για τους Ιρλανδούς είναι η μοίρα του διχασμού και των εμφυλίων που τους έλκει στα ελληνικά γράμματα, ίσως για το πλησίασμα Πολωνίας και Ελλάδας να ευθύνεται η ταλάντευση Δύσης και Ανατολής. Πόση σημασία, όμως, έχουν οι εθνικές αναφορές;

Στις Προδομένες διαθήκες ο Κούντερα καταγράφει κάποιες σκέψεις του για τα μικρά έθνη στη λογοτεχνία. «Το μειονέκτημα δεν είναι η γλώσσα», σημειώνει. «Είναι η στάση της κριτικής, των συμπατριωτών και των ξένων που σπρώχνουν πίσω στο εθνικό μικροπλαίσιο τους συγγραφείς». Έχοντας για παράδειγμα το πάθημα του πολωνού συγγραφέα Βίτολντ Γκομπρόβιτς, ο Κούντερα μιλά για «εκπολωνισμό».

Η Σιμπόρσκα, όμως, διαπιστώνω γράφει σταθερά εντός του μεγάλου πλαισίου. Ως ανατολικοευρωπαία ναι, ως «κόρη του Λεχ» σύμφωνοι, που όμως επιχείρησε και κατόρθωσε ένα από τα πιο επιτυχή ανοίγματα στον ποιητικό κόσμο της οικουμενικής εμπειρίας. Στην Ελλάδα την γνωρίσαμε και κατά το παρελθόν, στη μετάφραση του Βασίλη Καραβίτη από τις εκδόσεις Σοκόλη (2003). Είχαμε, άραγε, και αρκετό χρόνο για να ψηλαφήσουμε τους φιλοσοφικούς αρμούς της γραφής της (την ηρακλείτεια ροή, τον υπαρξισμό) και να εξασκηθούμε στις προβοκατόρικες ερωτήσεις που θέτει;

Γιατί αν πρέπει να διαλέξω ένα νήμα της ποιητικής της, διαλέγω αυτό. Τον τρόπο που η Σιμπόρσκα ξαφνιάζει απαντώντας με ερώτηση. Όχι όταν δηλώνει απλώς «Αλλά εγώ δεν ξέρω και δεν ξέρω/ και κρατιέμαι απ’ αυτό / σαν από μία σωτήρια κουπαστή». Αλλά όταν αξιοποιεί ιδιοφυώς τις αφελείς, απλοϊκές απορίες του ενός για να ανακινήσει τα μεγάλα, συλλογικά ζητήματα. Όπως συμβαίνει στα ποιήματα «Ερωτήσεις που θέτεις στον εαυτό σου», «Μήπως όλα αυτά», «Η χαρά της γραφής».

Η Σιμπόρσκα κάπου στα μισά της ποιητικής της διαδρομής δήλωσε πως έπαψε να αγαπά την ανθρωπότητα και αποφάσισε να αγαπήσει τον άνθρωπο. Στο ίδιο κλίμα και το περίφημο σχόλιό της για τις ανολοκλήρωτες σπουδές της: «Το 1947 η Κοινωνιολογία έγινε θανάσιμα βαρετή, αφού όλα τα εξηγούσε ο Μαρξισμός». Η μεταστροφή της ποιήτριας γίνεται εμφανής από το 1967 με τη συλλογή «Χίλιες δύο χαρές».

Τρυφερά περιπαιχτική, ανυπόκριτη και ευφυής, η Σιμπόρσκα δεν εκβίασε ποτέ το συναίσθημα. Βαθιά συγκινησιακή, χωρίς να υπερτονίζει, δίχως να αισθηματολογεί, κράτησε αποστάσεις ακόμα και στα λίγα ερωτικά ποιήματά της. Το σώμα, όπου αυτό εμφανίζεται, είναι περισσότερο συγχρονισμένο με τον ρυθμό της σύγχρονης ζωής, τη βιολογία, την εξέλιξη, παρά με τη σεξουαλικότητα και το φύλο, όπως στο ποίημα «Επιστροφές».

Η ποίηση της Σιμπόρσκα δεν βιώνει παρουσίες, άλλωστε. Περισσότερο μοιάζει να μετρά απώλειες. Σύμφωνα με τον επίσης νομπελίστα ποιητή Μίουος, η Σιμπόρσκα, ο Ρουζέβιτς και ο Χέρμπερτ, ως μεταπολεμικοί, αναπλήρωσαν ένα κενό. Έγραψαν στη θέση εκείνων των ποιητών που εμφανίστηκαν στον πόλεμο αλλά δεν επέζησαν, ώστε να συνεχίσουν να γράφουν.

Για τον Μίουος, η Σιμπόρσκα είναι «μία ποιήτρια της συνείδησης» που ξορκίζει το παρελθόν. Τις μαύρες σελίδες της Ιστορίας και τα διλήμματα, θα προσθέσω. Επιλέγοντας την αναγωγή στην ποιητική μονάδα ως το δικό της κρυφό πέρασμα στη μεγάλη εικόνα. Μια διακριτή φωνή, χωρίς ιδεοληψίες, την εποχή των αμφισβητήσεων.

Η Σιμπόρσκα δεν θέλησε ποτέ να σχολιάσει, να ερμηνεύσει το έργο της. Όταν της ζητήθηκε, αρκέστηκε στο να μνημονεύσει λόγια του Νόρβιντ: «Νωρίς στη ζωή του ο καλλιτέχνης μπορεί να λέει “η γη είναι στρογγυλή, σφαιρική”, όμως, όταν πλησιάζουν τα γηρατειά, θα πρέπει να μάχεται για μεγαλύτερη ακρίβεια λέγοντας “η γη είναι επίπεδη στους πόλους”».

Γραφή αδογμάτιστη, παράδοξα οπτιμιστική και κυρίως αναπάντεχα λυτρωτική. Με σταθερή θερμοκρασία ακόμα και στα «ειρηνευτικά» της ποιήματα. Όπως το «Τέλος και αρχή» της ομώνυμης συλλογής του 1993. Με αυτό το ποίημα της Σιμπόρσκα κλείνει η σύρτις μεταφέροντας εδώ –τι άλλο; – την αρχή και το τέλος του.

 

Τέλος και αρχή

 

Μετά από κάθε πόλεμο

κάποιος πρέπει να βάλει μία τάξη.

Αφού δεν θα τακτοποιηθούν

από μόνα τους τα πράγματα.

 

[…]

 

Στο χορτάρι που σκέπασε

τις αιτίες και τις συνέπειες

πρέπει να ξαπλώνει κάποιος

μ’ ένα στάχυ στα δόντια

και να χαζεύει τα σύννεφα.

Κωνσταντίνα Κορρυβάντη Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet