Arno Schmidt «Μαύροι καθρέφτες», μετάφραση-επίμετρο: Γιάννης Κοιλής, οξυγραφίες: Eberhard Schlotter, εκδόσεις Κίχλη, 2021
Γεννιέται στο Αμβούργο. Στα δεκατέσσερά του, το 1928, χάνει τον αστυνομικό πατέρα του. Εργάζεται σε εργοστάσιο υφαντουργίας. Με την έναρξη του πολέμου το 1939, αναγκάζεται να υπηρετήσει στον χιτλερικό στρατό αλλά σε μη εμπόλεμες ζώνες. Επιδιώκει να βρεθεί, στο τέλος της σύρραξης, στην Βόρεια Γερμανία όπου παραδίδεται στους Βρετανούς και δουλεύει ως διερμηνέας. Πένης, εργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά, γράφει και μεταφράζει ενώ υποχρεώνεται να φύγει απ’ την άκρως συντηρητική περιοχή της Ρηνανίας-Παλατινάτου μετά από δικαστικές διώξεις για πορνογραφία και βλασφημία και να εγκατασταθεί στην προτεσταντική Κάτω Σαξονία, ένθα, το 1979, αποδημεί εις Κύριο. Βραβευμένος πλειστάκις και με Βραβείο Γκέτε. Ο Άρνο Σμιτ έγραψε πλήθος μυθιστορημάτων, διηγημάτων και δοκιμίων. Επίσης μετέφρασε έργα από τα αγγλικά καθώς και τα άπαντα του Ε.Α. Πόε.
Είναι ίσως αδύνατο να οριοθετήσουμε τη sui generis γραφή του γερμανού λογοτέχνη. Ανήκει μάλλον στη «φουτουριστική λογοτεχνία» καθώς πολλά βιβλία του αναφέρονται στο, σχετικά, κοντινό, δυστοπικό μέλλον. Αν θέλετε, λειτουργούν ως αλληγορίες για τα δεινά του κόσμου ένεκα της καταστροφής της Γνώσης. Στους Μαύρους καθρέφτες (1951) –μέρος της τριλογίας «Τα παιδιά του Νομποντάντυ» (1963)– ο λόγος εκτελείται κυνικά, σαρκαστικά, ελλειπτικά. Στο τέλος ενός Γ' Παγκοσμίου Πολέμου ο αφηγητής περιπλανάται στα κατεστραμμένα, χωρίς ίχνος ανθρώπου, χωριά της Κάτω Σαξονίας καθώς προσπαθεί να οργανώσει τη ζωή του. Με το ποδήλατό του περνοδιαβαίνει την έρημη χώρα προς άγραν τροφής, καταλύματος και έργων τέχνης. Διότι παρ’ όλη την απίστευτη καταστροφή, η φύση οργιάζει ενώ όλοι οι χώροι τέχνης παραμένουν άθικτοι – το ίδιο τα μαγαζιά και οι αποθήκες τροφίμων. Ως μεταπυρηνικός Χένρι Ντέιβιντ Θόρω κατασκευάζει την ξύλινη καλύβα του διαλέγοντας πίνακες και βιβλία για να την κοσμήσουν. Σε αυτό το τρομακτικό και ειδυλλιακό, συνάμα, περιβάλλον αποκαλύπτεται η καθημερινότητά του ήρωα: σχολαστικά περιγράφονται οι αριθμητικές διαστάσεις και η διαδικασία κατασκευής του μικρού σπιτιού, τα διάφορα υλικά προς βρώση, το εσωτερικό των κενών οικημάτων, κυρίως, δε ο νευρωτικός τρόπος αναφοράς στη λογοτεχνία.
Ο Σμιτ υπερασπίζεται την τέχνη του γράφειν με πάθος και με ελιτισμό. Όμως απέναντι στη λατρεία του για τους αρχαίους Έλληνες, τον Χάινε, τον Φόκνερ, τον Τζέιμς Τζόις, τον Καρλ Μέι, τον Νίτσε, τον Μαρκ Τουέιν και τον Γκέτε, μεταξύ άλλων, υποκλινόμαστε. Υπονομεύει τη ροή και τα νοήματα των κειμένων με τις αλλεπάλληλες αλλαγές ύφους, παρωδίες μοτίβων –με γκάμα διαλέκτων της γερμανικής γλώσσας, με αρκετές αναφορές σε κλασικούς συγγραφείς της Γαλλίας και της Αγγλίας– περιγραφές, αξιολογήσεις, με κύριο μέλημα τη διάσωση της παγκόσμιας κουλτούρας. Στο παιγνίδι των μεταφορών και των αλληγοριών στέλνει, επίσης, κριτική επιστολή στον συγγραφέα ενός τεύχους του «Reader's Digest», ενώ παραθέτει και το εντελώς ανορθόδοξο βιογραφικό του! Τέλος, οι γραμματοσειρές ο τρόπος διάταξης του κειμένου, το προσωπικό λεξιλόγιο και πολλά ακόμη, δυσκολεύουν αφάνταστα τον μεταφραστή όπως διατείνεται εδώ ο Γιάννης Κοιλής στο εξαιρετικό επίμετρό του.