Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εξαγγελίες του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ ήταν στα πλαίσια του Σχεδίου Προγράμματος για βελτίωση των συνθηκών εργασίας, αύξηση των μισθών και ενίσχυση του κοινωνικού κράτους κυρίως σε Υγεία και Παιδεία κ.α. Με τις διευκρινιστικές δε απαντήσεις της συνέντευξης που ακολούθησε, ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε και τη μάχη των εντυπώσεων σε βάρος του πρωθυπουργού.
Αυτό, ωστόσο, για το οποίο μάλλον δεν πείσαμε με αυτές τις εξαγγελίες, αφορά το όραμα μετασχηματισμού μιας διαφορετικής εναλλακτικής κοινωνίας και οικονομίας που θα μας επέτρεπε να εμπνεύσουμε τις τάξεις των εργαζομένων, να προσελκύσουμε συνεκτικά τους νέους, ενώ συγχρόνως θα έθετε τη βάση για την ιδεολογική και πολιτική μας ηγεμονία στην κοινωνία. Παραθέτω, λοιπόν, μερικές σκέψεις κριτικές των εξαγγελιών που ενδεχομένως εξηγούν την παραπάνω αδυναμία μας.
Αναγκαίος ένας πιο φιλόδοξος σχεδιασμός για την εργασία
Το πιο ισχυρό τμήμα των εξαγγελιών ήταν, νομίζω, αυτό που αφορά την προστασία της εργασίας και το οποίο περιλαμβάνει μία σειρά από απολύτως αναγκαία μέτρα, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, η αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων, η κατάργηση του νόμου Χατζηδάκη για το ωράριο εργασίας, η επαναφορά του βάσιμου λόγου απόλυσης και του δικαιώματος στην απεργία, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η πιλοτική εφαρμογή του 35ωρου.
Όμως, οι σχεδιαζόμενες νέες θέσεις εργασίας είναι ελαφρά λιγότερες από 200.000 (σε νέους επιστήμονες, κοινωφελή εργασία, υγεία, παιδεία), όταν επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με μνημόνιο δημιουργήθηκαν 400.000 θέσεις εργασίας περίπου και όταν το κυβερνητικό σχέδιο Ελλάδα 2.0 υπόσχεται τη δημιουργία 220.000 θέσεων εργασίας την προσεχή επταετία. Δεδομένου ότι η ανεργία παραμένει σε διπλάσια επίπεδα συγκριτικά με την ΕΕ κι ότι με την απόσυρση των μέτρων στήριξης κατά την πανδημία αναμένονται χιλιάδες λουκέτα σε επιχειρήσεις και εκτίναξη της ανεργίας, ο στόχος μας για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας πιστεύω πως υπολείπεται της κοινωνικής ανάγκης, είναι πολύ μετριοπαθής και χρειάζεται να γίνει πιο φιλόδοξος και ριζοσπαστικός, μέσω της προκήρυξης μαζικών προγραμμάτων ενεργητικής απασχόλησης για 300.000 θέσεις εργασίας.
Επίσης, όσον αφορά το 35ωρο (χωρίς μείωση των μισθών και με αντισταθμιστικά μέτρα μείωσης του κόστους εργασίας) παρατηρείται μία ουσιαστική διαφοροποίηση μεταξύ του Σχεδίου Προγράμματος και των εξαγγελιών στη ΔΕΘ: ενώ στο Σχέδιο μιλάμε για πιλοτική εφαρμογή και αποτίμηση του μέτρου πριν τη γενίκευση της εφαρμογής του, στις εξαγγελίες την πιλοτική εφαρμογή ακολουθεί η εφαρμογή του «για όσες επιχειρήσεις το επιλέξουν». Αυτό σημαίνει πως δεν θα υπάρξει νόμος για την καθολική εφαρμογή του –όπως πχ έγινε προ εικοσαετίας στη Γαλλία– και η υλοποίηση του μέτρου επαφίεται στη καλή θέληση των επιχειρήσεων και της αγοράς… Η οποία μόλις πρόσφατα έπεισε την κυβέρνηση για την ουσιαστική κατάργηση του 8ωρου. Αν ερμηνεύουμε σωστά τα πράγματα, πρόκειται για κανονικό ξεδόντιασμα του μέτρου, η γενικευμένη εφαρμογή του οποίου θα μπορούσε να προσθέσει έως και 200.000 νέες θέσεις εργασίας.
Μείωση ανισοτήτων μέσω φορολογίας
Ένας επίσης άξονας των εξαγγελιών που δημιουργεί προβληματισμό είναι αυτός της προοδευτικής φορολογίας για τη μείωση των ανισοτήτων. Τα δύο βασικά μέτρα που ανακοινώθηκαν ήταν (α) η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα ως 40.000 ευρώ και προοδευτική μείωση του συντελεστή ως 60.000 και (β) η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Μέτρα που είτε έχουν μπει σε αναστολή την τελευταία διετία (βλ. εισφορά αλληλεγγύης για ιδιωτικό τομέα), είτε πρόκειται να καταργηθούν ενόψει εκλογών, επειδή αφορούν πρωτίστως τη μεσαία τάξη, αφού το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο ατομικό εισόδημα δεν ξεπερνά τα 10.000 ευρώ ετησίως (ΕΛΣΤΑΤ 2021).
Δύο ερωτήματα εγείρουν οι εξαγγελίες αυτές υπέρ της μεσαίας τάξης: (α) πώς θα μειωθούν οι ανισότητες, που ειδικά στο μέτωπο της φορολογίας είναι πολύ μεγάλες (βλ. σχέση έμμεσων/άμεσων φόρων), αν δεν αυξηθούν οι συντελεστές στα υψηλά και πολύ υψηλά εισοδήματα και αν δεν φορολογηθεί ισχυρά η μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία; Και (β) πώς θα χρηματοδοτηθούν οι σχεδιαζόμενες αυξημένες δαπάνες του κοινωνικού κράτους, χωρίς σύλληψη της φοροδιαφυγής και αύξηση της φορολογίας του πλούτου, δεδομένου ότι ακόμη και με ευνοϊκότερη εκδοχή του Συμφώνου Σταθερότητας η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει στα πρωτογενή πλεονάσματα το 2023;
Οι προκλήσεις για την Αναπτυξιακή Τράπεζα
Τέλος, η άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής «μέσω της αξιοποίησης των μετοχών του δημοσίου για την ανάκτηση μιας τουλάχιστον συστημικής τράπεζας σε δημόσιο μάνατζμεντ» και η «αναβάθμιση της Αναπτυξιακής Τράπεζας μέσω αγοράς χρεών βιώσιμων επιχειρήσεων χάρη στην έκδοση εγγυημένων ομολόγων» θέτουν μερικά σοβαρά ζητήματα όπως:
(α) Αν μιλάμε για την Εθνική Τράπεζα –όπως μας διαβεβαίωσε επισήμως μέλος του ΠΣ– όπου το δημόσιο (δηλαδή το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) κατέχει και το υψηλότερο μερίδιο (40,3% των μετοχών), αλλά συμμετέχει με 1 μόλις μέλος του στο Διοικητικό Συμβούλιο, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η διαδικασία δεν θα είναι εύκολη, γιατί τα μετοχικά μερίδια του ΤΧΣ στις τράπεζες μετρούν στη λήψη απόφασης μόνο στη Γενική Συνέλευση των μετόχων, καθώς σε επίπεδο ΔΣ η μία ψήφος του δεν καθορίζει αποφάσεις πολιτικής, (β) γιατί τα κεφάλαια συμμετοχής του ΤΧΣ στα μετοχικά κεφάλαια των τραπεζών προήλθαν και από δάνεια του ESM, ο οποίος έχει βαρύνοντα λόγο στις εξελίξεις, καθώς, ως γνωστόν, αποσκοπεί στην πλήρη ιδιωτικοποίηση των τραπεζών. Κατά συνέπεια, η ανάκτηση απευθείας από το δημόσιο των μετοχών του ΤΧΣ προσκρούει σε θεσμικά εμπόδια. Θα αλλάξει ο ESM και σε συνέχεια το ΤΧΣ την πολιτική του; Με πολιτική συμφωνία θα γίνει αυτό ή και με επιστροφή των δανείων του ESM, ακόμη κι αν υπάρχει συμφωνία του;
(γ) Γιατί η εγγυημένη (από τον Προϋπολογισμό) αγορά ιδιωτικών χρεών από την Αναπτυξιακή Τράπεζα, εκτός του ότι προϋποθέτει την ύπαρξη στελεχιακής υποδομής για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων που σήμερα δεν υπάρχει, σημαίνει πρακτικά την υποκατάσταση των τραπεζών από το Κράτος και τους φορολογούμενους στην ανάληψη ιδιωτικών ληξιπρόθεσμων χρεών. Ως γνωστόν το κυρίαρχο δόγμα οικονομικής πολιτικής της ΕΕ δεν επιτρέπει τον ανταγωνισμό του Δημοσίου με τις εμπορικές τράπεζες και για το λόγο αυτό η κύρια πρόβλεψη για την ΑΤ είναι να λειτουργεί ως fund of funds. Κατά συνέπεια, θα απαιτηθούν πολιτικές συμφωνίες σε θεσμικό επίπεδο κόντρα στη σήμερα κυρίαρχη τάση. Πόσο εφικτό είναι αυτό και γιατί δεν έγινε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ; H αγορά του χρέους θα γίνει με χρηματοοικονομικά κριτήρια αγοράς ή πολιτικά; Στη δεύτερη περίπτωση οδηγεί δυνητικά σε νέα ελλείμματα και επαχθή φορολογία για τους εργαζόμενους. Αυτό θέλουμε;
Μακάρι να σκέφτομαι λάθος ή να είμαι ελλιπώς ενημερωμένος. Νομίζω, όμως, πως πρόκειται για ερωτήματα που χρήζουν απάντησης από την ηγεσία, ιδίως σήμερα που η κυβέρνηση σχεδιάζει να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα (μετά τη ΔΕΗ έρχεται η ΕΥΔΑΠ και η δημόσια συμμετοχή στις τράπεζες) σε ελάχιστο χρονικό διάστημα… πριν τις εκλογές.