Η προσδοκία των εκλογών του 2022 στην Βραζιλία είναι βασικός λόγος για την ύφεση των κινητοποιήσεων, λέει στην «Εποχή» ο βραζιλιάνος μαρξιστής κοινωνιολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο UFRRJ του Ρίο ντε Τζανέιρο, Μάρκο Αντόνιο Περούζο. Παράλληλα, αναφέρεται στα στηρίγματα που έχει σήμερα ο Μπολσονάρο, σχολιάζει το πολιτικό σχέδιο του Λούλα και μιλάει για τα όρια που έχει μια προοδευτική κυβέρνηση στη σημερινή Βραζιλία.
Ποια είναι η τρέχουσα κατάσταση στην Βραζιλία;
Η ακροδεξιά κυβέρνηση της Βραζιλίας αρνείται να διαχειριστεί το κράτος, τις δημόσιες πολιτικές και τα προβλήματα της χώρας. O Μπολσονάρο περνά τον περισσότερο χρόνο του καλλιεργώντας –σε αυτούς που τον υποστηρίζουν ακόμη– το μίσος για την υπόλοιπη κοινωνία και εκτοξεύοντας αντιδημοκρατικές απειλές που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει, καθώς είναι απομονωμένος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Οι οικονομικές και πολιτικές κρίσεις στην Βραζιλία ήταν πολύ έντονες, τουλάχιστον από το 2015, και επιδεινώθηκαν από την πανδημία και από τον πανικό που προωθεί καθημερινά ο μηχανισμός ψευδών ειδήσεων των μπολσοναριστών. Η δυστυχία των φτωχών εργαζομένων έχει αυξηθεί δραματικά, και όχι μόνο λόγω της ευτελούς βοήθειας έκτακτης ανάγκης που εγκρίθηκε από το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, η οποία διήρκεσε για ένα μέρος του 2020, και τώρα συνεχίζεται με ένα πολύ χαμηλό ποσό. Τα κοινωνικά κινήματα που εναντιώνονταν δυναμικά στον Μπολσονάρο πριν από την πανδημία –φοιτητές, εργαζόμενοι στην εκπαίδευση, κινήματα των μαύρων και των γυναικών– σήμερα έχουν καμφθεί, επειδή πολλοί προσδοκούν ότι η αλλαγή της τρέχουσας κατάστασης θα γίνει μόνο μέσω των εκλογών, και προτιμούν να περιμένουν μέχρι το 2022.
Ποιοι υποστηρίζουν σήμερα τον Mπολσονάρο; Πώς παραμένει στην εξουσία;
Εκτός από αυτούς που εξακολουθούν να πιστεύουν στην πολιτική-ιδεολογική προπαγάνδα του δεξιού λαϊκισμού (κυρίως λευκοί άνδρες και ευαγγελικοί χριστιανοί), έχει την υποστήριξη των παραδοσιακά πατρόνων και διεφθαρμένων βουλευτών της κεντροδεξιάς, οι οποίοι συνεργάστηκαν με όλες τις κυβερνήσεις της Βραζιλίας από τον εκδημοκρατισμό, είτε στα νεοφιλελεύθερα και τεχνοκρατικά χρόνια του Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο (1995-2002) είτε στα νεοαναπτυξιακά χρόνια του λαϊκισμού του Λούλα και της Ρούσεφ (2003-2016). Δηλαδή, ο Μπολσονάρο κυβερνά σήμερα με το «σύστημα» που ισχυρίζεται ότι πολεμάει. Παραμένει στην εξουσία για διάφορους λόγους: έχει μια μικρή αλλά κινητοποιημένη βάση υποστήριξης· είναι επικεφαλής του κρατικού μηχανισμού, διαχρονικά ισχυρού στη Βραζιλία που εκφοβίζει ακόμη και την αστική τάξη, η οποία είναι εξαρτημένη από τα κρατικά ρουσφέτια· τα κοινωνικά και συνδικαλιστικά κινήματα είναι αποδυναμωμένα και παθητικά μετά από τα χρόνια ταξικής συνεργασίας κάτω από τη λουλιστική πολιτική ηγεμονία· η Αριστερά είναι αποπροσανατολισμένη και δεν μπορεί να κινηθεί αυτόνομα· τέλος, η λαϊκή απαξίωση με την αστική δημοκρατία παραμένουν. Πολλοί θέλουν να απαλλαγούν από τον Μπολσονάρο αλλά δεν ενθαρρύνονται να το κάνουν με τις παλιές πολιτικές εναλλακτικές που υπάρχουν στον ορίζοντα, ενώ άλλοι επιλέγουν να βγάζουν άσκοπα την αγανάκτησή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Πώς ετοιμάζεται η βραζιλιάνικη Αριστερά για τις εκλογές του 2022;
Υπάρχει μια σημαντική διαίρεση εδώ. Η Αριστερά που αντιτάχθηκε στις κυβερνήσεις του Λούλα μέχρι το 2016 διασπάστηκε, και το μεγαλύτερο μέρος της, το PSOL (Κόμμα Σοσιαλισμού και Ελευθερίας), είναι ένα κόμμα που εξακολουθεί να επιδιώκει μια σοσιαλιστική και αυτόνομη επιλογή, συνδεδεμένη με τα λαϊκά κινήματα, και σήμερα κατεβαίνει στους δρόμους με στόχο την παραπομπή του Μπολσονάρο, μαζί με το μικρό αλλά μαχητικό κεντρικό συνδικάτο CSP-Conlutas και τον νέο συνασπισμό πολιτικών οργανώσεων Frente Povo na Rua. Ένα άλλο κομμάτι, το Frente Povo Sem Medo, υποχώρησε πολιτικά και ιδεολογικά προς την κατεύθυνση του κεντροαριστερού εθνικισμού, ακολουθώντας το PT (Εργατικό Κόμμα) και το Frente Brasil Popular, έχοντας προτεραιότητα τη μάχη του κοινοβουλίου και των μέσων ενημέρωσης, και δίνοντας ανάσα στον Μπολσονάρο, με τον οποίο ο Λούλα σκοπεύει να ανταγωνιστεί και να κερδίσει τις εκλογές του 2022. Οι αγώνες της Αριστεράς έχουν εκφράσει πολύ καλά τους άξονες της ταξικής κυριαρχίας που διαπερνά μέσα από την καταπίεση της φυλής και του φύλου, και έχουν γίνει μεγάλες κινητοποιήσεις διαμαρτυρίες για αυτό το θέμα. Ωστόσο, σε οικονομικό επίπεδο, οι απαραίτητες προτάσεις να πληρώσουν για την κρίση οι πλούσιοι και ο στρατός, που υποστηρίζουν τον Μπολσονάρο, δεν εξαπλώνονται στην κοινωνία: όπως για παράδειγμα, η μεγαλύτερη φορολογία των εταιρειών και των μεγάλων περιουσιών, η κατάργηση της στρατιωτικής αστυνομίας, η μείωση των ένοπλων δυνάμεων, κλπ. Ο λουλισμός, από την άλλη πλευρά, προετοιμάζεται να θέσει υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές, και όχι για το τι θα κάνει στην συνέχεια εάν τις κερδίσει.
Ποιες είναι οι κοινωνικές συμμαχίες που προσπαθεί να οικοδομήσει ο Λούλα;
Το PT επιδιώκει να επαναλάβει το ίδιο πολιτικό μέτωπο της επιτυχημένης ταξικής συνεννόησης που υπήρξε μέχρι το 2013, χρονιά των μεγάλων διαμαρτυριών που συγκλόνισαν την κυβέρνηση της Ντίλμα Ρούσεφ, ενώνοντας τμήματα της αστικής τάξης (μεγάλη βιομηχανία, αγροτικές επιχειρήσεις, τράπεζες) και εργαζόμενους (τα κεντρικά συνδικάτα CUT και CTB). Αυτό όμως που συμβαίνει σήμερα είναι ότι η Βραζιλία είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη την περίοδο. Υπάρχει μεγαλύτερη ανεργία και υποαπασχόληση κάτω από τον καπιταλισμό των πλατφορμών, οξυμένη περιβαλλοντική κρίση, μεγάλη λαϊκή κόπωση με τους παραδοσιακούς πολιτικούς, τεράστια πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και κατακερματισμός, υψηλά ποσοστά αστικής βίας, καθώς και μαζικός αποκλεισμός των μαύρων νέων και των γυναικών. Είναι δύσκολο για τον Λούλα να ηγηθεί των τμημάτων της αστικής τάξης που εκπροσωπεί, επιθυμώντας μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική δράση από το κράτος για την επανέναρξη της οικονομικής «ανάπτυξης» και την άμβλυνση της φτώχειας, ένα παλιό παράδειγμα που εξακολουθεί να υπερασπίζεται μια ακαδημαϊκή και τεχνοκρατική διανόηση. Από την άλλη πλευρά, η γενικευμένη απόρριψη, από αριστερά προς τα δεξιά, του μπολσοναρικού αντιδραστισμού μπορεί να συνεχίσει να βοηθά τον Λούλα, ή ακόμη και έναν υποψήφιο από την φιλελεύθερη κεντροδεξιά που είναι πιθανό να εμφανιστεί μέχρι το 2022.
Ποιες είναι οι προσδοκίες που υπάρχουν από τον Λούλα; Και ποια θεωρείς ότι είναι τα όρια μιας προοδευτικής κυβέρνησης στην Βραζιλία σήμερα;
Ο Λούλα εκφράζει ένα ευρέως διαδεδομένο συναίσθημα σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, από τους φτωχότερους εργαζόμενους έως τους πιο μορφωμένους, τη λεγόμενη προοδευτική μεσαία τάξη: την ελπίδα ότι κάποιος μπορεί να γυρίσει πίσω στο χρόνο, στην περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης και των κοινωνικών πολιτικών του λουλισμού. Ελλείψει νέων πολιτικών σχεδίων, παραμένει η νοσταλγία ότι είναι δυνατόν να «τους ευχαριστήσουμε όλους» για άλλη μια φορά. Εάν ο Λούλα κερδίσει θα έχει το πλεονέκτημα της «καμένης γης» που άφησε ο Μπολσονάρο, όπως κάνει σήμερα ο Μπάιντεν σε σχέση με τον Τραμπ. Το μειονέκτημα έγκειται σε δύο παράγοντες, οι οποίοι είναι περιοριστικοί για έναν νέο κύκλο προοδευτικών κυβερνήσεων στη Βραζιλία. Πρώτον, η έλλειψη λύσεων για τη διαχείριση της αστικής κυριαρχίας στην περιφέρεια του παγκόσμιου καπιταλισμού που δεν περιορίζονται στην εκ νέου επικαιροποίηση του κεϋνσιανισμού. Δεύτερον, οι κρίσεις πολιτικής νομιμότητας και πολιτισμικών κινήτρων που βιώνουν όλες οι κοινωνίες, οι οποίες έχουν εργαλειοποιηθεί από την ακροδεξιά. Η Βραζιλία δεν αποτελεί εξαίρεση αυτού του κανόνα που ζει ο κόσμος. Μετά τις νεοφιλελεύθερες (στη δεκαετία του 1990), τις κεντροαριστερές λαϊκίστικες (τις πρώτες δεκαετίες αυτού του αιώνα) και τις ακροδεξιές λαϊκίστικες (υπό τον Μπολσονάρο) κοινωνικές εμπειρίες, οι εργαζόμενοι δεν φαίνεται να είναι ενθουσιασμένοι για να επιστρέψουν στο «μία από τα ίδια». Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα, και εξίσου μεγάλη είναι και η ανάγκη για μια εναλλακτική λύση σοσιαλιστικού μετασχηματισμού βασισμένη στα λαϊκά κινήματα, από τα θεμέλια της κοινωνίας μας.