Ο Άρμιν Λάσετ προσπάθησε να καθυστερήσει το πολιτικό του τέλος, όταν το απόγευμα της Κυριακής σε ένα ρεσιτάλ παραδοξολογίας αυτοανακηρύχθηκε ως φαβορί για την καγκελαρία. Δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια πράξη πολιτικής αυτοσυντήρησης, με ημερομηνία λήξης, καθώς οι φωνές που ζητούν τον αποκεφαλισμό του διαρκώς δυναμώνουν.
Ο βαυαρός πρωθυπουργός Μάρκους Ζέντερ έδωσε πρώτος το σύνθημα. Ακολούθησαν οι νεολαίοι της Χριστιανοδημοκρατίας, αλλά και πολλοί τοπικοί κομματάρχες, κυρίως από την πρώην Ανατολική που αναζητούσαν ενόχους για την εκλογική αποτυχία. Ο Ζέντερ ήταν ουσιαστικά ο πρώτος της κεντροδεξιάς παράταξης, που συνεχάρη τον αντίπαλο Ολαφ Σολτς δημόσια, το απόγευμα της Τρίτης, για την ξεκάθαρη εκλογική του επικράτηση και παραδέχτηκε ότι η παράταξή του δεν δικαιούται να ισχυρίζεται ότι αντλεί από το αποτέλεσμα το δικαίωμα να διερευνήσει τις δυνατότητες σχηματισμού κυβέρνησης.
Αργότερα, βεβαίως, μάθαμε ότι τα «συγχαρίκια» στον Σολτς τα είχε δώσει πρώτη, αλλά κατ' ιδίαν η Ανγκέλα Μέρκελ από το πρωί της Δευτέρας. Μην ξεχνάμε ότι οι δυο τους επί τέσσερα χρόνια συγκυβερνούσαν.
Η φράση του Ζέντερ, ωστόσο, «συναρπαστικοί καιροί για την Γερμανία, δύσκολοι καιροί για την Χριστιανοδημοκρατία» πιθανώς να μείνει ιστορική. Από την φάση της αναζήτησης δικαιολογιών, για την οποία γράφαμε την περασμένη εβδομάδα, τώρα η CDU/CSU πέρασε στο στάδιο της αναζήτησης θυμάτων. Ο προφανής στόχος είναι ο ίδιος ο Άρμιν Λάσετ, που την Κυριακή το βράδυ παραζαλισμένος από το αποτέλεσμα, επέμενε να επαναλαμβάνει μονότονα, ότι είναι αυτός που θα έχει τον πρώτο λόγο για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή, οι νεολαίες των κομμάτων έδιναν τον τόνο. Από τις οργανώσεις τους στους Πράσινους και στους Φιλελεύθερους ερχόταν το ξεκάθαρο μήνυμα ότι δεν περιμένουν από τις ηγεσίες των κομμάτων τους να συνεργαστούν με τον «χαμένο» Λάσετ. Και η νεολαία της CDU έδειχνε καθαρά ποιόν θεωρεί υπεύθυνο για την πανωλεθρία· τον υποψήφιο καγκελάριο. Ο Λάσετ απλώς προσπαθεί να καθυστερήσει τον πολιτικό του θάνατο, προσποιούμενος ότι έχει ακόμα σοβαρές ελπίδες να κυβερνήσει.
Ο Σολτς παραμένει Σολτς
Στο παραδοσιακά απέναντι στρατόπεδο, στους σοσιαλδημοκράτες, αντιμετωπίζουν το δράμα της άλλης πλευράς, όπως την αντιμετώπισαν και προεκλογικά. Με ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Ο Όλαφ Σολτς, επιμένει να εμφανίζεται «ηγετικός», δείχνει έτοιμος να κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες και συμβιβασμούς για να μπορέσει να συγκροτήσει για πρώτη φορά έναν τρικομματικό συνασπισμό. Κάτι που φυσικά μόνο εύκολο δεν θα είναι, από τη στιγμή που Πράσινοι και Φιλελεύθεροι, οι δύο προφανείς εταίροι του, είχαν προεκλογικά τη μεγαλύτερη θεωρητικά απόσταση μεταξύ τους. Το γεγονός όμως ότι οι ηγεσίες των δύο αυτών κομμάτων αποφάσισαν πριν μιλήσουν με τους άλλοτε «μεγάλους» να συναντηθούν πρώτα μεταξύ τους, ήδη το βράδυ της Τρίτης και να διαπιστώσουν μάλιστα ότι υπάρχει κοινό έδαφος για συνεργασία, κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι ίσως αυτή τη φορά να μην βιώσει η Γερμανία εκείνο το εξάμηνο θρίλερ του 2017-18, που κατέληξε φαρσοκωμωδία, πριν τελικά αποκτήσει κυβέρνηση, και μάλιστα τότε «μία από τα ίδια».
Το γεγονός ότι οι Φιλελεύθεροι είχαν τότε αρνηθεί ένα συνασπισμό με CDU/CSU και Πράσινους κάνει ακόμα πιο δύσκολο αυτό που ονειρεύεται τώρα ο Λάσετ ως μοναδική του σωτηρία. Ενα ταξίδι στην «Τζαμάικα».
Όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο «φανάρι». Κόκκινο-Πράσινο-Κίτρινο από τα χρώματα του SPD, του FDP και των Πρασίνων. Είναι άλλωστε αυτό που και η ξεκάθαρη πλειοψηφία των γερμανών πολιτών θεωρεί ως πιο λογική και δίκαιη εξέλιξη, ως αυτή που αντικατοπτρίζει με τον καλύτερο τρόπο το εκλογικό αποτέλεσμα. Θα είναι μια πιο «προοδευτική» κυβέρνηση, όπως επιμένει να λέει η Αναλένα Μπέρμποκ; Μια πιο κοινωνικά προσανατολισμένη, όπως ελπίζει η βάση του SPD; Η απάντηση είναι «Ναι», αλλά με αρκετές υποσημειώσεις που θα είναι υπογραμμισμένες με το κίτρινο χρώμα των Φιλελεύθερων. Υπό τον Κρίστιαν Λίντνερ θα λειτουργήσουν ως «φρένο» στα όποια στοιχεία προοδευτικότητας μπορεί να ονειρεύονταν πολλοί. Από την άλλη, θεωρούνται προοδευτικότεροι της Χριστιανοδημοκρατίας σε θέματα δικαιωμάτων, προσωπικών δεδομένων, ισότητας, αποδοχής των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Εκεί θα βρεθούν σημεία επαφής.
Το FDP μοιάζει πάντως να είναι η «ασφαλιστική δικλείδα» για το γερμανικό κεφάλαιο. Είναι εντυπωσιακό ότι σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε την περασμένη Τετάρτη και τα μεγαλοστελέχη των γερμανικών επιχειρήσεων προτιμούν το τρίχρωμο «φανάρι» σε ποσοστό 45%. Μόλις 30% πιστεύει πια στη «Τζαμάικα».
Το μη χείρον...
Σε τελευταία ανάλυση, η έσχατη τετραετία της Ανγκέλα Μέρκελ στιγματίστηκε από στασιμότητα και συντηρητισμό. Μια κυβέρνηση με συμμετοχή Πρασίνων και Σοσιαλδημοκρατών σίγουρα θα αλλάξει κάποια πράγματα. Άγνωστο είναι βέβαια αν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το θέμα των κοινωνικών ανισοτήτων και την παγίωση της ακροδεξιάς ομάδας της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» ως μιας σταθερά παρούσας δύναμης στο γερμανικό κοινοβούλιο, η οποία τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια είχε άφθονες ευκαιρίες να χύνει το δηλητήριο της στην πολιτική αρένα. Κι αυτό καλό θα είναι να το θυμούνται, όσοι νοσταλγούν την Μέρκελ και την εποχή της. Η ακροδεξιά στα δικά της χρόνια αναγεννήθηκε, γιγαντώθηκε και στρογγυλοκάθισε στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Αλλά αυτό θα το κρίνει η ιστορία και όχι κάποια επετειακά αφιερώματα εφημερίδων με ιστορίες για βραδιές σε ψαροταβέρνες.
Αυτό το Σαββατοκύριακο είναι προγραμματισμένα ραντεβού, σχεδόν όλων με όλους. Μετά από αυτές τις αλλεπάλληλες συναντήσεις είναι πιθανόν να ξεκαθαρίσει το τοπίο της επόμενης μέρας και να φανεί αν τελικά θα είναι κάποιος άλλος καγκελάριος, που θα απευθύνει φέτος το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα. Η Γερμανία έχει μπροστά της πολλές υποχρεώσεις, αναλαμβάνει μεταξύ άλλων και την προεδρία στο G7 τον επόμενο χρόνο και προφανώς ούτε η ίδια η απερχόμενη καγκελάριος θα αισθάνεται καλά να ασχολείται ως υπηρεσιακή με τις υποχρεώσεις άλλων. Οι τρεις πιθανοί εταίροι οφείλουν λοιπόν να βαστούν για να δώσουν και την αίσθηση ενός «δυναμικού ξεκινήματος».
Η κατάρρευση της Αριστεράς
Την «καλύτερη» απάντηση για την κατάρρευση της Αριστεράς έδωσε ο Ντίτμαρ Μπαρτς, ιστορικό στέλεχος της die Linke, «ρεαλιστής» και συν-επικεφαλής του ψηφοδελτίου της (αν και σχετικά αόρατος) στις εκλογές, όταν το βράδυ της Κυριακής ρωτήθηκε για τα αίτια της αποτυχίας: «Αν τα ήξερα θα τα είχα πει στους συντρόφους μου από την προηγούμενη εβδομάδα». Αμηχανία και παράλυση. Έτσι συνοψίζεται η επόμενη μέρα. Μόνη ελπίδα το γεγονός ότι στις ηλικίες κάτω των 25 ετών συγκέντρωσε ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της (8% έναντι του 4,9%). Ακόμα κράτησε τις δυνάμεις της σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον στο Βερολίνο, όπου είχε εμπλοκή και συμμετοχή στο κίνημα για το «φρενάρισμα» των «εξωφρενικών» ενοικίων. Αλλά αυτά δεν αρκούν από μόνα τους για να εγγυηθούν την επιβίωση της. Αν δεν αλλάξει κάτι σε ιδέες, νοοτροπίες και πρόσωπα θα καταλήξει ένα περιθωριακό κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας, χωρίς καμιά ουσιαστική παρέμβαση στη δημόσια σφαίρα.