Διαδοχικά γεγονότα δημιουργούν πλέον εντελώς νέα δεδομένα στις γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές εξελίξεις στον πλανήτη, αλλά και στη γειτονιά μας. Αφγανιστάν και Συμφωνία AUKUS είναι, προ το παρόν, τα κορυφαία. Με βεβαιότητα θα ακολουθήσουν και άλλα, προβλεπόμενα ή απρόβλεπτα. Οι ανταγωνισμοί παροξύνονται, οι ισχυροί «παίκτες» αναδιατάσσουν τα σχέδιά τους, οι λιγότερο ισχυρές χώρες υποχρεώνονται ή να προσαρμοστούν ή να… ξανασκεφτούν. Η Ευρώπη είναι αδύνατον να μείνει ανεπηρέαστη και αδρανής. Θα ενισχυθούν ευρωενωτικές τάσεις ενιαίας συλλογικής αντιμετώπισης και επανακαθορισμού ή τάσεις ανοιχτού ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών κρατών;
Στη δικιά μας γειτονιά κάτω από την ομπρέλα των μεγάλων ανταγωνισμών, η πολλαπλή κρίση στη Μέση Ανατολή με επιδεινούμενες εκκρεμότητες αστάθειας όπως το παλαιστινιακό που δεν είναι βέβαια το μόνο και οι ανταγωνισμοί επιρροής στα Βαλκάνια, επικαθορίζουν, έμμεσα ή άμεσα, τις ισορροπίες και τα ανοιχτά ζητήματα στις ελληνοτουρκικές αντιθέσεις, στο κυπριακό και στη Μεσόγειο. Τόσο για την Ελλάδα και την Κύπρο όσο και για την Ε.Ε.
Χωρίς ιεράρχηση, προτεραιοποίηση, αξιολόγηση αναγκών
Σε αυτές τις συνθήκες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τις τελευταίες επιλογές του δείχνει να ακροβατεί, αντί να επιλέξει έναν σοβαρό στρατηγικό σχεδιασμό, κάτι που όφειλε να το έχει κάνει πολύ καιρό τώρα. Με απίστευτες παλινωδίες σπεύδει να κλείσει συμφωνίες πανάκριβων εξοπλισμών χωρίς ιεράρχηση, χωρίς προτεραιοποίηση, χωρίς αξιολόγηση πραγματικών αναγκών. Έτσι δεν εξασφαλίζεται το αξιόμαχο και η «επαρκής άμυνα», δεν ελέγχεται το χρέος, δεν εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή. Η λατρεία της διπλωματίας των εξοπλισμών και οι ασκήσεις τεχνητής τόνωσης της εθνικής αυτοπεποίθησης, δεν εξασφαλίζουν διεξόδους και κοστίζουν ακριβά.
Στη Νέα Υόρκη οριστικοποίησε την ανανέωση της Ελληνοαμερικανικής Συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας, πρώτη φορά για πέντε χρόνια αντί για την επί πολλές δεκαετίες ετήσια ανανέωση, που όμως, σύμφωνα με την ανακοίνωση του State Department θα είναι «αορίστου χρόνου»! Ταυτόχρονα, «απαλλάχτηκε» από την υποχρέωση οι φρεγάτες να είναι αμερικάνικες και πήρε το «πράσινο φως» για τις γαλλικές φρεγάτες και την αναβάθμιση της ελληνογαλλικής στρατιωτικής συνεργασίας. Δώρα εξευμενισμού του Μπάιντεν προς τον Μακρόν προς σχετικοποίηση των αντιδράσεων της Γαλλίας στη Συμφωνία AUKUS ή και έμμεση παρέμβαση στις ενδοευρωπαϊκές ισορροπίες;
Από τη στρατηγική «επαρκούς άμυνας»
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση μαζί με τα Επιτελεία των Ενόπλων Δυνάμεων, όταν οι συνθήκες άρχισαν να το επιτρέπουν, προτεραιοποίησε την ανάγκη αναβάθμισης των F-16, για να διατηρηθεί η επιχειρησιακή τους ικανότητα που λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων βαθμιαία μειωνόταν, ώστε η διατήρηση ισχύος του υπάρχοντος αεροπορικού στόλου να κοστίσει πολύ λιγότερο από οποιαδήποτε άλλη λύση, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα το αξιόμαχο. Την ίδια περίπου περίοδο προτεραιοποιήθηκε επίσης, η ανάγκη προμήθειας τεσσάρων νέων και σύγχρονων φρεγατών, προς αντικατάσταση πεπαλαιωμένων που διαθέτει το Πολεμικό Ναυτικό. Και αυτή η επιλογή εξυπηρετούσε τη στρατηγική της «επαρκούς άμυνας» με το λιγότερο μεσομακροπρόθεσμο κόστος, οικονομικό και κοινωνικό. Προς υλοποίηση αυτού του προγράμματος επελέγησαν οι γαλλικές φρεγάτες τύπου Belhara και οι διαπραγματεύσεις με την Γαλλία έφτασαν σε προχωρημένο και ώριμο στάδιο. Αρχίσαμε ταυτόχρονα να σχεδιάζουμε ένα σύστημα πρόβλεψης για τα οικονομικά της άμυνας που είναι και προγραμματική μας θέση.
Αυτόν τον προγραμματισμό παρέδωσε ο Τσίπρας στον Μητσοτάκη και εκείνος τον αποδέχτηκε, όχι όμως για πολύ. Ύστερα από λίγους μήνες οι γαλλικές φρεγάτες… βούλιαξαν, γιατί ήδη είχε δρομολογηθεί η επιλογή του «δεδομένου» και «προβλέψιμου» πρωθυπουργού, απέναντι στις Η.Π.Α. Το περίεργο είναι ότι ακόμα και η αναβάθμιση των F-16 καθυστέρησε αδικαιολόγητα μέχρι να ξεκινήσει.
Στη λογική της «κούρσας εξοπλισμών»
Στο μεταξύ, άρχισαν τα όργανα! Πενταετής και τελικά «αορίστου χρόνου» Ελληνοαμερικανική Συμφωνία για τις βάσεις, μετατροπή του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης σε άτυπη αμερικάνικη βάση, σκανδαλώδης συμφωνία με το Ισραήλ για το Διεθνές Εκπαιδευτικό Κέντρο Καλαμάτας, Patriot στη Σαουδική Αραβία αλλά και δώδεκα συν έξι αεροσκάφη Rafale από την Γαλλία. Και δεν είναι μόνο αυτά. Τώρα ο Μητσοτάκης με καθυστέρηση δύο ετών παίρνει τις γαλλικές φρεγάτες, παίρνει και έξι ακόμα Rafale και μάλλον συμφώνησε και για τέσσερις γαλλικές κορβέτες. Αυτά και άλλα, δείχνουν καθαρά ότι κινείται πλέον στην τροχιά προσαρμογής στη λογική της «κούρσας εξοπλισμών».
Η πρωτοβουλία Τσίπρα – Ολλάντ για συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας Ελλάδας-Γαλλίας σε πολλαπλά επίπεδα και τομείς, ξεκίνησε με ένα κείμενο που υπογράφτηκε από τους δύο ηγέτες το 2015 και συμπληρώθηκε μετά από οκτώ μήνες το 2016, με τον Οδικό Χάρτη, που συνυπέγραψαν οι πρωθυπουργοί Ελλάδας και Γαλλίας, Αλέξης Τσίπρας και Μανουέλ Βαλλς. Αυτά τα δύο κείμενα προβλέπουν πολλαπλές συνεργασίες για όλους τους τομείς (οικονομικούς, μορφωτικούς, πολιτιστικούς και άλλους, όπως και για το προσφυγικό-μεταναστευτικό). Στα κείμενα αυτά ο τομέας της αμυντικής συνεργασίας, περιγράφεται γενικόλογα σε μόλις δέκα σειρές.
Τι επιδιώκεται;
Αντίθετα, η Συμφωνία Μακρόν-Μητσοτάκη για την αμυντική συνεργασία, γεννά πολλές ανησυχίες, προβληματισμούς και ερωτηματικά. Πολύ χαρακτηριστικό δείγμα, είναι η παράγραφος (ι) του άρθρου 18 στην οποία προβλέπεται «Συμμετοχή σε κοινές αναπτύξεις δυνάμεων ή αναπτύξεις σε θέατρα επιχειρήσεων προς υποστήριξη κοινών συμφερόντων, όπως, για παράδειγμα, τις υπό γαλλική διοίκηση επιχειρήσεις στο Σαχέλ»! Δηλαδή, η Ελλάδα δεσμεύεται να συμμετάσχει με στρατεύματα σε πολεμικές επιχειρήσεις της Γαλλίας στις αποικίες της. Είναι δυνατόν κάποιος σοβαρός άνθρωπος να δεχθεί ότι τα ζητήματα αμοιβαιότητας στις διεθνείς σχέσεις μεταξύ χωρών με μεγάλη διαφορά ισχύος, είναι τόσο απλά; Είναι τόσο αφελής ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης ώστε οι σκοπιμότητες εσωτερικής κατανάλωσης να τον κάνουν να θεωρεί τον ελληνικό λαό αφελή; Αυτή η συμφωνία δεν πρέπει να εγκριθεί από την ελληνική βουλή, εάν δεν αλλάξει τουλάχιστον σε κρίσιμα σημεία.
Το πιο σοβαρό όμως ζήτημα απ’ όλα τα παραπάνω, είναι το τι πραγματικά επιδιώκει ο κ. Μητσοτάκης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο κυπριακό. Η θεωρία που λέει ότι «αν θέλεις την ειρήνη πρέπει να προετοιμάζεσαι για πόλεμο» είναι επικίνδυνη για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, για την αμυντική θωράκιση της χώρας, για την κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας και βέβαια για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Αντίθετα, εάν θέλουμε την ειρήνη πρέπει να εργαστούμε ενεργητικά γι’ αυτήν, με σταθερή πολιτική βασισμένη στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και με βάση αυτούς τους κανόνες, την επίλυση των διαφορών. Η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος εάν δεν υπαχθεί σε αυτό το πλαίσιο, τότε εύκολα μπορεί να ξεφύγει σε καταστρεπτικές επιλογές.
Γι’ αυτό είναι αδιανόητο για κάθε ελληνική κυβέρνηση ικανή να δει και να διαβάσει τη γύρω μας πραγματικότητα, να μην επιδιώκει συστηματικά διεθνείς συμμαχίες με κύριο στόχο τη δέσμευση των συμμάχων για την εξάντληση κάθε δυνατότητας επιρροής τους προς την Τουρκία, για την άρση τους casus belli για τη σύναψη συνυποσχετικού προσφυγής στη Χάγη και για τη διατήρηση της Κύπρου ως ενιαίου κράτους με επίλυση του κυπριακού σύμφωνα με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα και με τους ίδιους στόχους, διατήρηση όλων των διαύλων επικοινωνίας και διαλόγου της Ελλάδας με την Τουρκία. Δυστυχώς ο κ. Μητσοτάκης μετά από ένα μικρό διάστημα «αναλαμπής» φαίνεται να έχει ξεχάσει τη Χάγη εδώ και αρκετό καιρό και δεν την προβάλει σθεναρά ως διεκδίκηση, επιλογή που θα ενθάρρυνε τα φιλειρηνικά αισθήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Η συζήτησε άρχισε ήδη. Η Αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει να πολωθεί στο αν πρέπει ή όχι να πάρουμε καμία, μία ή τρεις φρεγάτες. Η ενεργός πολυδιάστατη φιλειρηνική πολιτική είναι μία πολύ δύσκολη επιλογή και ταυτόχρονα απολύτως αναγκαία. Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να εμπνεύσουμε και να πείσουμε την ελληνική κοινωνία, ότι η ειρήνη είναι η πιο πατριωτική επιλογή.