Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Τα κόμματα, ιδίως τα μεγάλα, συμβουλεύονται και εμπιστεύονται όλο και περισσότερο τους επικοινωνιολόγους. Τι εμπιστεύονται δηλαδή; Πρακτικές αναπαραστάσεις τύπου μάρκετινγκ. Δεν πρόκειται για αναλύσεις που διεκδικούν επιστημονικές δάφνες. Γι’ αυτό και έχουν τις περισσότερες φορές μια επιφανειακή ανάγνωση των διαδικασιών της πειθούς. Αντιθέτως, η κοινωνική ψυχολογία είναι η κατ’ εξοχήν επιστήμη που μελετά συστηματικά το φαινόμενο της επιρροής. Δύο από τα ερευνητικά πεδία του γενετικού μοντέλου της κοινωνικής επιρροής μπορούν να φωτίσουν καίρια ζητήματα και να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε γιατί η (εκλογική τουλάχιστον) επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ είναι καθηλωμένη αυτή τη στιγμή.
Ο τρόπος συμπεριφοράς του ΣΥΡΙΖΑ
Το πρώτο πεδίο αφορά τον τρόπο που προσλαμβάνεται η συμπεριφορά των πομπών (εν προκειμένω των κομμάτων) από τους δέκτες των μηνυμάτων (εν προκειμένω των πολιτών). Σύμφωνα, λοιπόν, με το γενετικό μοντέλο της κοινωνικής επιρροής, υπάρχουν πέντε τύποι συμπεριφοράς που μπορούν να επηρεάσουν καίρια την ικανότητα επιρροής μιας ενεργούς μειονότητας που συγκρούεται με την εξουσία για να επηρεάσει τον πληθυσμό: σταθερότητα, ακαμψία, επένδυση, αμεροληψία, αυτονομία. Το μειονοτικό μήνυμα πρέπει να εκπέμπεται σταθερά, αλλά όχι άκαμπτα και χωρίς προσαρμογές. Ο φορέας του μηνύματος πρέπει να φαίνεται πως επενδύει ο ίδιος σε αυτό που προτείνει, και μάλιστα ότι το κάνει με ίδια βούληση και χωρίς να έχει να κερδίσει κάτι ο ίδιος.
Σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, γίνεται κατανοητό πως ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην εξουσία χάρη στη σταθερότητα του αντιμνημονιακού μηνύματός του, στις απαραίτητες προσαρμογές που έκανε, στην κινηματική επένδυσή του στον αντιμνημονιακό αγώνα, και στην αυτονομία και αμεροληψία που επέδειξε, εξασφαλίζοντας το ηθικό πλεονέκτημα. Η σύγκρουση με την τρόικα, παρόλη την τελική υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου, εξασφάλισαν την επανεκλογή του, τον Σεπτέμβρη του 2015. Όμως, η εφαρμογή του μνημονίου ακύρωσε σε κρίσιμο βαθμό τη σταθερότητα του αντιμνημονιακού του μηνύματος και, κατ’ επέκταση, τη δυνατότητα επιρροής του. Η δε Συμφωνία των Πρεσπών, ο «δικαιωματισμός» και η στάση του στο προσφυγικό, ενώ διαφήμιζαν τη σταθερότητα, την επένδυση, την αμεροληψία και την αυτονομία του ΣΥΡΙΖΑ ως προς την εν λόγω ατζέντα στο προοδευτικό ακροατήριο, τον έφεραν σε ευθεία σύγκρουση με τον δεξιό πληθυσμό, κατακρημνίζοντας τη δυνατότητά του να ασκήσει επιρροή σε αυτό το πολυπληθές κοινωνικό ακροατήριο.
Ως αξιωματική αντιπολίτευση δε, από την αρχή εκπέμπει έναν λόγο περί κανονικότητας, πρόσφερε στην κυβέρνηση της ΝΔ συναίνεση λόγω πανδημίας covid-19, ενώ απέφυγε γενικά την όξυνση με το βλέμμα στους μετριοπαθείς. Όλα αυτά ακύρωσαν την ένταση της σύγκρουσης και πλέον η κοινωνική του επιρροή εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από τη σταθερότητα με την οποία διεξάγει τη σύγκρουση με την κυβέρνηση υπερασπιζόμενος ένα πραγματικά μειονοτικό, δηλαδή καινοτομικό, μήνυμα, προφανώς πέραν της συνήθους διαχείρισης. Και στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αναλογιστεί σοβαρά αν η στάση του απέναντι στις επενδύσεις του Ελληνικού, της El Dorado ή της Fraport θα γίνει αντιληπτή ως ένδειξη ευελιξίας (μη ακαμψίας δηλαδή) ή έλλειψης σταθερότητας. Και ενώ δεν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για την αυτονομία του και την αμεροληψία του (το περίφημο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς), είναι κρίσιμο να φαίνεται ότι επενδύει στις «μάχες των μαχών» που εξαγγέλλει.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, εκπέμποντας ένα μειονοτικό μήνυμα, προσπαθεί να πείσει για τις απόψεις του τους πολίτες. Η ΝΔ, αντιθέτως, προσπαθεί να ασκήσει όχι μειονοτική, αλλά πλειονοτική επιρροή, μια επιρροή δηλαδή που δεν απαιτεί ιδιαίτερες γνωστικές διεργασίες από τους πολίτες. Στοχεύει στην ομοιομορφία των απόψεων, όχι στο περιεχόμενό τους. Δεν θέλει να πείσει, θέλει να συμμορφώσει τον κόσμο με μια πλειοψηφική νόρμα. Και για να το πετύχει αυτό είναι απαραίτητος ο έλεγχος των ΜΜΕ, που δεν δίνουν στους απομονωμένους τηλεθεατές χώρο για σκέψη παρά μόνο για σύγκριση: «θέλεις να είσαι με την αυτονόητη άποψη των πολλών ή με τις επικίνδυνες απόψεις των λίγων;» Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πείθει για τις μειονοτικές του απόψεις χωρίς να εγείρει ακόμα ζήτημα απομάκρυνσης από την πλειονοτική νόρμα που εκπέμπεται ακατάπαυστα από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, πρέπει να παραμείνει σταθερός στο μειονοτικό του μήνυμα, καθώς οι γνωστικές διεργασίες επιρροής στην περίπτωση ενός μειονοτικού μηνύματος παίρνουν χρόνο. Για να μην αναφέρω ότι τα πρώτα δύο χρόνια της κυβερνητικής θητείας, όταν ερωτάται κάποιος/α «τι θα ψηφίσει», ερωτάται στην πραγματικότητα «αν επιβεβαιώνει αυτό που ψήφισε πρόσφατα».
Τα επίδικα της σύγκρουσης
Το δεύτερο πεδίο αφορά στον τύπο των έργων στα οποία οι ενεργές μειονότητες καλούνται να ασκήσουν επιρροή. Τα έργα αυτά μπορεί να είναι «αντικειμενικά, μη διφορούμενα έργα», «έργα ικανοτήτων», ή «έργα γνώμης». Στα μη διφορούμενα έργα υποτίθεται ότι υπάρχει μία μόνο σωστή απάντηση, με αποτέλεσμα η επιρροή να είναι πλειονοτική, δηλαδή να πηγάζει από τη συμμόρφωση και όχι από την πειθώ. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται κατανοητό γιατί η ΝΔ θέλει να μετατρέψει όλα τα ζητήματα σε μη διφορούμενα. Όπως έχουμε όλοι/ες διαπιστώσει θεωρεί ότι ούτε η διαχείριση της πανδημίας ούτε αυτή των πυρκαγιών ούτε αυτή του κύματος ακρίβειας είναι έργο ικανοτήτων, μιας και είναι παγκόσμια προβλήματα. Πολύ σωστά ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά ότι, αντιθέτως, ο χειρισμός όλων αυτών των ζητημάτων είναι ζήτημα ικανοτήτων, πράγμα που φαίνεται σιγά σιγά να συμμερίζονται όλο και περισσότεροι πολίτες. Και, πράγματι, αν χαθεί η εμπιστοσύνη στην ικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, τότε καθένας και καθεμία αναζητούν αλλού τις λύσεις.
Τέλος, σχετικά με τα έργα γνώμης, ο μηχανισμός που ενεργοποιείται είναι αυτός της κατηγοριοποίησης σε ενδοομάδα και εξωομάδα. Δηλαδή, στα υποκειμενικά ζητήματα, όπου τα κόμματα καταθέτουν απλώς γνώμες και προτείνουν σχετικές πολιτικές, οι πολίτες τοποθετούν τους πολιτικούς δρώντες εντός ή εκτός της δικής τους ομάδας υπαγωγής, με αυτούς/ες που θα θεωρηθούν μέλη της ενδοομάδας να έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες επιρροής από ό,τι αυτοί/ες που θα θεωρηθούν εξωομάδα. Σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, γίνεται κατανοητό γιατί η ΝΔ θέλει να προτάσσει συνεχώς την ατζέντα του μεταναστευτικού και της ασφάλειας. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται συχνά αντιληπτός ως εξωομάδα. Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να θυμάται πάντα ότι, για να επιλυθεί προς όφελός του η γνωστική σύγκρουση που εισάγει με τις καινοτομικές προτάσεις του, θα πρέπει πρώτα να επιλυθεί η κοινωνική σύγκρουση που αυτομάτως ενεργοποιείται. Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να πείθει ότι αυτός και αυτοί/ες που προσπαθεί να πείσει ανήκουν στην ίδια ομάδα.