Τον Ιανουάριο του 1933, όταν οι ναζί καταλαμβάνουν την εξουσία, στην Γερμανία υπάρχουν πάνω από εκατό δυτικοί ανταποκριτές. Στο βιβλίο του «Βερολίνο, 1933. Η στάση του διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ» (μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Πόλις, 2020), ο συγγραφέας Ντανιέλ Σνεντερμάν επιχειρεί να απαντήσει στο καίριο, και διαχρονικό δυστυχώς, ερώτημα γιατί επί τόσα χρόνια αυτοί οι ανταποκριτές δεν έλεγαν τίποτα για τις συστηματικές διώξεις των Εβραίων, και όχι μόνο. Επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι, με μερικές σπάνιες εξαιρέσεις ξένων ανταποκριτών οι οποίοι σύντομα απελάθηκαν από το Βερολίνο, τις ναζιστικές θηριωδίες στηλίτευε μόνο η εφημερίδα Humanité την οποία ωστόσο ουδείς υπολόγιζε καθώς ήταν κομματικό όργανο του κομμουνιστικού κόμματος.
Ο Σνεντερμάν, λοιπόν, ξεκινάει μια διεισδυτική έρευνα για να καταλάβει «γιατί (αυτοί οι δημοσιογράφοι) μερικές φορές είχαν μάτια μόνο για να μη βλέπουν. Γιατί δεν είπαν τίποτα».
Οδυνηρές μνήμες
Η αναφορά στο βιβλίο δε γίνεται τυχαία. Ένα χρόνο μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και το μεγαλειώδες συλλαλητήριο, οι μνήμες ξαναξυπνούν. Η επίθεση, όχι απλών μαθητών αλλά οργανωμένων ταγμάτων εφόδου, εναντίον φοιτητών στη Σταυρούπολη – στο ίδιο ΕΠΑΛ που πρωτοστατούσε στις καταλήψεις για τη συμφωνία των Πρεσπών - και ο τρόπος κάλυψης της είδησης, τις πρώτες δύο τουλάχιστον μέρες των αποκρουστικών γεγονότων, από τη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ, ξαναφέρνει στο νου οδυνηρές μνήμες και μας υποχρεώνει σε επαγρύπνηση.
- Ποιος δε θυμάται τα, επί εικοσαετία, αλήστου μνήμης ρεπορτάζ «σοβαρών» δημοσιογράφων που, επί της ουσίας, αναπαρήγαγαν τη φασιστική ατζέντα μιλώντας για «εισβολή λαθρομεταναστών» και για αύξηση, εξαιτίας τους, της εγκληματικότητας παρά το ότι τα στοιχεία της Αστυνομίας διέψευδαν αυτή την εικόνα;
- Ποιος δε θυμάται ότι τα πογκρόμ εναντίον μεταναστών, από το 2011 και μετά, δεν έβρισκαν καν θέση στα δελτία ειδήσεων;
- Ποιος δε θυμάται το life style «ξέπλυμα» ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής από πληθώρα τηλεοπτικών εκπομπών, το – εν είδει συνεντεύξεων - «χάιδεμά» τους από «έγκριτους» δημοσιογράφους ή τα…μελίρρυτα ρεπορτάζ για τις «φιλανθρωπίες» τους;
- Ποιος δε θυμάται ότι για κάποιους, «το χαστούκι του Κασιδιάρη (στην Κανέλη) δε σημαίνει ότι κάποιος χαστούκισε κάποιον συνάνθρωπό μας. Συμβολίζει χτυπάω κάτι κατεστημένο»;
- Ποιος δε θυμάται ότι τις πρώτες ώρες της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, η εικόνα που δημιουργούσαν ήταν ότι «τον σκότωσαν για το ποδόσφαιρο»;
- Ποιος δε θυμάται ότι κατά τη διάρκεια της δίκης της Χρυσής Αυγής, ακούστηκε ότι «λογικά, ο Ρουπακιάς, σε ανθρώπινο επίπεδο, πρέπει να είναι ράκος»;
- Ποιος δε θυμάται την, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, προκλητική μη ειδησεογραφική κάλυψη της δίκης;
- Ποιος δε θυμάται ότι «έγκριτοι», συστημικοί δημοσιογράφοι υπερθεμάτιζαν για την ανάγκη συνεργασίας της ΝΔ με το «σοβαρό» κομμάτι της Χρυσής Αυγής – άποψη που εκτιμήθηκε από την ηγεσία του κόμματος, επιβραβεύθηκε με μια θέση στα ψηφοδέλτια της ΝΔ και σφραγίστηκε με την εκλογή τους στα βουλευτικά έδρανα της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας;
Τυχαία;
Όταν λοιπόν σήμερα, τις πρώτες τουλάχιστον ώρες των γεγονότων, αποκρύπτεται η ανακοίνωση της νεολαίας της Χρυσής Αυγής με την οποία συγχαίρει όσους πρωτοστατούν στα έκτροπα. Όταν στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ΜΜΕ μιλάνε γενικά και αόριστα για «επεισόδια έξω από λύκειο στη Σταυρούπολη» κρύβοντας ότι πρόκειται για οργανωμένη δολοφονική επίθεση με ρόπαλα, μαχαίρια, πέτρες και κροτίδες. Όταν περιγράφονται οι επιτιθέμενοι ως «κουκουλοφόροι μαθητές που πέταξαν μολότοφ» (με προφανή στόχο τη σύνδεσή τους, στο συλλογικό υποσυνείδητο, με πολύ συγκεκριμένο χώρο). Όταν δηλαδή η ιστορία επαναλαμβάνεται και τις πρώτες κρίσιμες ώρες, όταν δημιουργούνται οι εντυπώσεις, τα περισσότερα ΜΜΕ αναπαράγουν τη θεωρία των δύο άκρων «ξεπλένοντας», επί της ουσίας το ναζισμό, έχουμε κάθε λόγο να εικάζουμε βασίμως ότι αυτό δεν (ξανα)γίνεται τυχαία.
Και πώς να πειστούμε για το «τυχαίο» όταν τόσο η ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας όσο και ο υφυπουργός Άγγελος Συρίγος, σε δηλώσεις του, επιλέγουν αυτό ακριβώς τη λογική των δύο άκρων. Το λέμε ξεκάθαρα. Η ΝΔ έχει βαρύτατες ευθύνες για την αναβίωση αυτού του κλίματος. Συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές αλλά και η ανοχή που επιδεικνύει σε ακραίες συμπεριφορές εντός της, δίνουν χώρο ώστε να κάνουν την εμφάνισή τους τέτοιου είδους επιθετικές ενέργειες. Χωρίς να ξεχνάμε τις υπόγειες συναλλαγές υψηλών στελεχών της κυβέρνησης Σαμαρά – όπως ο Τ. Μπαλτάκος- με τους υπόδικους νεοναζί, η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσωπικά, χρεώνονται –με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών- τον πολιτικό τους εναγκαλισμό με όλο το πολιτικό και εθνικιστικό περιθώριο. Σημερινοί υπουργοί του ήταν αυτοί που φωτογραφίζονταν δίπλα σε περικεφαλαίες, τρεις ανοιχτά αντισημίτες υπουργοί βρίσκονται στην κυβέρνησή του (παρά την…ασθμαίνουσα συγγνώμη τους αμέσως μόλις ορκίστηκαν), βουλευτής του κόμματός του δημοσιοποιεί λίστες αλλοδαπών νηπίων, έτερος βουλευτής του «ξεπλένει» κακοποιητικό σύζυγο λέγοντας ότι μπορεί να είναι καλός πατέρας, ο ίδιος ο πρωθυπουργός μιλούσε για εξωγήινους και καταψήφιζε το σύμφωνο συμβίωσης συντασσόμενος με την ομοφοβική ακροδεξιά, στελέχη του δικού του κόμματος ανέχονται –αν δεν πρωτοστατούν– στην ενίσχυση του αντιπροσφυγικού ρεύματος με τη δημιουργία πολιτοφυλακών στα νησιά.
Αν σε αυτά προσθέσει κανείς τη σταθερή παρουσία ακροδεξιών θυλάκων στο εσωτερικό της ΕΛ.ΑΣ –το αίσθημα ατιμωρησίας των οποίων έχει, κατά δική τους δήλωση, ενισχυθεί τα τελευταία δύο χρόνια– την ανοιχτά ξενοφοβική, ρατσιστική συμπεριφορά μερίδας ιερέων αλλά και εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (οι περισσότεροι από τους οποίους, όλως…τυχαίως, ανήκουν στο χώρο της ΝΔ) καθώς και το αντιεμβολιαστικό κίνημα το οποίο –αν και όχι στο σύνολό του– ενισχύει την ακροδεξιά, αντιλαμβανόμαστε γιατί η Σταυρούπολη δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μεμονωμένο περιστατικό.
Μικροκομματικά σκεπτόμενη
Είναι σαφές πως μικροκομματικά σκεπτόμενη, με το βλέμμα στραμμένο στις σχεδόν 400 χιλιάδες ψήφους που πήρε η Χρυσή Αυγή στις εκλογές του ’15 και με τη συνιστώσα Σαμαρά να σπρώχνει προς αυτή την κατεύθυνση, η ΝΔ έχει κάνει την επιλογή της· χαϊδεύει ακροδεξιά αυτιά. Μόνο που, όπως και στην περίπτωση των Πρεσπών, κινδυνεύει να της γυρίσει μπούμερανγκ. Και όταν τα τάγματα εφόδου είναι εδώ αναζητώντας απλώς μια νέα πολιτική ομπρέλα, φέρει τεράστια ευθύνη.
Όσο για τους δημοσιογράφους; Ο Σνεντερμάν είναι κατηγορηματικός : «όποιος ήθελε να καταλάβει, μπορούσε πολύ εύκολα να το κάνει», και μάλιστα πολύ-πολύ έγκαιρα.