Τα «παιδιά με τα μαύρα» ξανά μπροστά μας, στις συγκεντρώσεις, στα σχολεία. Μολότοφ, μαχαίρια, όπλα, σιδηρογροθιές ήταν ο εξοπλισμός των κουκουλοφόρων που λειτούργησαν σαν τάγμα εφόδου στο ΕΠΑΛ Σταυρούπολης, κραυγάζοντας Χάιλ Χιτλερ και ξυλοκοπώντας μαθήτριες μέσα στο σχολείο, επειδή τοποθετήθηκαν δημοσίως εναντίον των επεισοδίων που προκάλεσαν. Ημερολογιακά είμαστε μία βδομάδα πριν από την πρώτη επέτειο της ποινικής καταδίκης της Χρυσής Αυγής. Χρονικά είμαστε σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο. Να ξαναζήσουμε την άνοδο της ακροδεξιάς.
Δύο άκρα ξανά
Πρώτα από όλα, πρέπει να αναγνωρίσουμε το φαινόμενο. Ακροδεξιοί παρεμβαίνουν ξανά σε κοινωνικούς χώρους. Ο υφυπουργός Παιδείας Άγγ. Συρίγος επιχείρησε να αναπαράγει, για μία ακόμα φορά, τη θεωρία των δύο άκρων [«ακροδεξιοί κουκουλοφόροι εμφανίζονται να ρίχνουν μολότοφ χθες, αλλά προχθές υπήρχαν και άλλοι, έξω από το σχολείο, που κοπανάγανε κόσμο»]. Ο γαλάζιος βουλευτής Θεσσαλονίκης Στρ. Σιμόπουλος στον ίδιο δρόμο [«η αριστερά και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ χύνουν κροκοδείλια δάκρυα, αλλά κάνουν ό,τι μπορούν να δυναμιτίσουν το κλίμα, φροντίζοντας να συγκεντρωθούν έξω από το σχολείο»]. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γ. Οκονόμου ομοίως [«δεν πρέπει να αφήσουμε κανένα περιθώριο ανάδειξης και μετάδοσης φασιστικών συμπεριφορών οποιουδήποτε χρώματος»]. Δεύτερον, πρέπει να πάρουμε θέση. Η ακροδεξιά πρέπει να απομονωθεί κοινωνικά και πολιτικά. Όπως δήλωσε και ο Ν. Φίλης «είναι επικίνδυνο για τη δημοκρατία το παιχνίδι που παίζει η ΝΔ, αφήνοντας την ακροδεξιά της συνιστώσα να ψηφοθηρεί στο βάλτο των φασιστών». Τρίτον, πρέπει να αναλάβουμε δράση. Διότι όπως, φανερά εκτός γραμμής, είπε ο Ν. Δένδιας «εγκληματικές συμμορίες που συνεχίζουν να προπαγανδίζουν νεοναζιστικές ιδέες δεν έχουν θέση στην ελληνική κοινωνία».
Στα θολά νερά
Το ερώτημα είναι γιατί επιλέγει η ΝΔ να πάρει αυτή την επικίνδυνη για την κοινωνία θέση. Σύμφωνα με την Metron Analysis, η ΝΔ έχει δυνατότητες να αυξήσει το εκλογικό της σώμα προς τα δεξιά, αλλά οι ισορροπίες είναι λεπτές, καθώς αν ακολουθήσει τέτοιες πολιτικές μπορεί να χάσει στο κέντρο και την κεντροαριστερά. Επιλέγει, έτσι, τα δύο άκρα, τις δύο βάρκες. Και βλέπει πού θα την οδηγήσει αυτό. Πρώτο κρας τεστ, οι εσωκομματικές εκλογές στις 24 Οκτώβρη. Ίσως και για αυτό ο Α. Σαμαράς σε συνέντευξή του στα Νέα κατηγόρησε εμμέσως τον Κ. Μητσοτάκη για αλλοίωση του ιδεολογικοπολιτικού χαρακτήρα της ΝΔ λέγοντας ότι «είναι άλλο πράγμα να “απευθύνεσαι” σε πολίτες όλων των παρατάξεων και είναι εντελώς άλλο να “εκφράζεις” άλλες παρατάξεις», καταλήγοντας πως «προϋπόθεση μιας διεύρυνσης είναι να έχεις μαζί σου τη βάση σου. Αλλιώς, κινδυνεύεις να απομακρύνεις περισσότερους από όσους προσελκύεις». Επομένως, μάλλον κερδισμένη είναι προσωρινά από αυτή την τακτική. Όμως, για την ακροδεξιά η φτώχεια, η ανασφάλεια, η οργή λειτουργούν σαν το τέλειο λίπασμα. Και τώρα έφτασε η εποχή του τρύγου. Θα απομυζήσει ό,τι μπορεί, ξεκινώντας φυσικά από τη νέα γενιά, την πιο αδικημένη, την πιο ανήσυχη.
Φτώχεια και οργή
Η πανδημία οδήγησε περίπου 100 εκατ. ανθρώπους σε ακραία φτώχεια πέρυσι, σημειώνοντας την πρώτη άνοδο σε είκοσι χρόνια. Στην Ελλάδα, το 21,8% των νοικοκυριών είδε τα εισοδήματά του να μειώνονται τον τελευταίο χρόνο, ενώ 28,9% του πληθυσμού της χώρας βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό. Ταυτόχρονα, η ανεργία των νέων εκτινάχθηκε στο 38,2% κατά το β τρίμηνο του τρέχοντος έτους, αύξηση 2,2 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο. Την ίδια στιγμή, έρευνα της aboutpeople καταγράφει τα συναισθήματα των Ελλήνων, με το 68,9% να εκφράζει ανησυχία και κόπωση το 63,8%. Παγκόσμια έρευνα για το περιοδικό Lancet Planetary Health επιχείρησε να καταγράψει τα αισθήματα των νέων με αφορμή την κλιματική κρίση και εντόπισε πως τα τρία τέταρτα των νέων θεωρούν το μέλλον τους τρομακτικό. Τα κυρίαρχα συναισθήματα είναι ο φόβος, ο θυμός, η απόγνωση, η θλίψη και η ντροπή.
Σε αυτή την πραγματικότητα αναπτύσσεται η ακροδεξιά και η κυβέρνηση ρίχνει και άλλο λάδι στη φωτιά, συνεχώς. Επιτείνει την ανισότητα των ευκαιριών με το μέτρο της φορολογικής απαλλαγής των γονικών παροχών μέχρι 800.000 ευρώ. Τα παιδιά οικογενειών χαμηλού εισοδήματος θα στερηθούν τη δυνατότητα εισοδηματικής ανέλιξης σε σχέση με τα παιδιά πλούσιων οικογενειών, που θα πάρουν άκοπα τη σκυτάλη από τους γονείς τους. Κλείνει συμφωνία εξοπλιστικού προγράμματος ύψους 10 δισ. ευρώ, την ώρα που η ακρίβεια καλπάζει και δεν φαίνεται να θέλει η κυβέρνηση να πάρει μέτρα που θα σταματήσουν το ράλι ανατιμήσεων. Ιδιωτικοποιεί με γοργούς ρυθμούς –μόλις την περασμένη εβδομάδα με τις ψήφους της ΝΔ ιδιωτικοποιήθηκε επιπλέον 16% του λιμένος Πειραιώς. Εγκαταλείπει το εμβολιαστικό πρόγραμμα, αφήνοντας στην ακροδεξιά ένα τεράστιο πεδίο, αφού σύμφωνα με την Pulse, τέσσερις στους δέκα πολίτες δηλώνουν ότι δεν σκοπεύουν να εμβολιαστούν.
Η αγανάκτηση δεν αρκεί
Η επανεμφάνιση ακροδεξιών ομάδων πρέπει να κινητοποιήσει πρώτα από όλα την Αριστερά. Όχι με αμυντικούς όρους, αλλά με όρους συμπερίληψης. Κανείς δεν αφήνεται στην ακροδεξιά. Η υπεράσπιση των δημόσιων και κοινωνικών χώρων από τους φασίστες είναι αντίδραση, δεν είναι δράση. Χρειάζεται να οργανωθούν στα σχολεία πρώτα και ύστερα στις πλατείες συζητήσεις, προβολές, εκθέσεις φωτογραφίας, συναυλίες, ζωντανές βιβλιοθήκες, οτιδήποτε δημιουργικό μπορούμε να σκεφτούμε για να δείξουμε τον άλλο δρόμο, αυτόν της φαντασίας, της αλληλεγγύης, της συλλογικότητας. Χρειάζεται να υπάρξει καμπάνια για τα εμβόλια, που να πάει πόρτα πόρτα. Να κάμψει τις ανησυχίες. Η Αντιεξουσιαστική Κίνηση έκανε την αρχή –και μπράβο της– με φυλλάδιο, αφίσες, δράσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί πως θα οργανώσει καμπάνια ενημέρωσης, αλλά ακόμα δεν την υλοποίησε. Επιβάλλεται να επισπεύσει. Χρειάζεται να ανοιχτούμε στην κοινωνία. Συμπληρώνονται σχεδόν δύο χρόνια πανδημίας που κλειστήκαμε στα σπίτια μας. Δύο χρόνια κλειστής κοινωνίας. Τα πλήθη που διαδήλωσαν στο Pride, στην πορεία μνήμης στον Παύλο Φύσσα, στην απεργία της efood δείχνουν ότι κάτι κινείται. Η δυσαρέσκεια πρέπει να έχει απεύθυνση αλλά και κατάληξη. «Η αγανάκτηση δεν αρκεί», έγραφε ο Πιέντρο Ινγκράο το 2011, απαντώντας στο «Αγανακτήστε» του Στεφάν Εσέλ. Χρειάζεται και το πολιτικό υποκείμενο, κατέληγε. Και αυτό αναδείχθηκε στην Ελλάδα του 2012. Δέκα χρόνια μετά, η αγανάκτηση είναι ξανά εδώ. Το πολιτικό υποκείμενο;