Η φίλη μου τραγουδούσε περπατώντας στο πλευρό μου ένα τραγούδι σακατεμένο:
«Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες ...»
Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς.
Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως».
Γιώργος Σεφέρης, Η τελευταία μέρα
Όταν το νηπιαγωγείο ξεκινά, τα παιδιά τρέχουν στην αυλή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Λίγο ενοχλημένα από την υποχρεωτική μάσκα, λίγο ξαφνιασμένα από τη σχολική συνέχεια που τα τελευταία χρόνια ταυτίστηκε με τη διακοπή. Μαθαίνουμε να μετρούμε τα ποσοστά κανονικότητας στις συνήθειες των κοντινών μας. Στο πρόγραμμά τους που ορίζει τον χρόνο μας, στις απαιτήσεις τους που ορίζουν τις προσδοκίες μας, στα βλέμματά τους που ορίζουν το δικό μας βλέμμα.
Το φθινόπωρο κατέληξε να είναι μια ανηφόρα. Βγαίνοντας από την ελευθερία του καλοκαιριού, περιμένοντας καχύποπτα τις όποιες εξελίξεις. Οι όποιες επιβεβαιώσεις δεν μας επιβεβαιώνουν, τα καθησυχαστικά χέρια δεν μας καθησυχάζουν. Γιατί το ξέρουμε, τα όποια μέτρα παρθούν στη συνέχεια δεν θα είναι απλώς υγειονομικά μέτρα αλλά ένας συνδυασμός ανικανότητας διαχείρισης της κατάστασης, εφαρμοσμένου αυταρχισμού προσαρμοσμένου στην συγκυρία, ιδεολογικής τύφλωσης απέναντι στις πραγματικές ανάγκες της υγείας. Είναι η απαισιοδοξία της αυτοσυντήρησης αυτή που μέσα μας φωλιάζει. Οι χαμηλές προσδοκίες που δεν μπορούν να σε απογοητεύσουν. Το να μην περιμένεις τίποτα από ανθρώπους που υπόσχονται τα πάντα. Αλλά και κάτι ακόμη.
Μετά από όλο αυτό το διάστημα κάτι κατοικεί μέσα μας. Κάτι ήσυχο και μαζί εκτενές, σαν διακριτικό τραύμα που δεν φωνάζει τον εαυτό του και όμως είναι ακόμη εκεί. Η μέσα καραντίνα, η διάθεση αυτή που διαμορφώθηκε από το παρατεταμένο εγκλεισμό και τώρα ζητά την επιστροφή της. Είναι ένας τρόπος του σώματος, τρόπος της διάθεσης, προσδοκία μιας νέας κανονικότητας. Οι πολλές έξοδοι μας εξαντλούν, οι πολλές συναναστροφές μας φέρνουν εσωστρέφεια, η παλιά κανονικότητα πολλές φορές μοιάζει τελείως ξένη. Κάτι μέσα μας, μας λέει πως είναι καλύτερα να μείνουμε σπίτι. Πως δεν είναι και τόσο άσχημες οι ώρες που περνούν στην μόνωσή μας. Κάτι μέσα μας επιθυμεί τον εγκλεισμό μας.
Κάποιος θα μπορούσε να περιγράψει τη διάθεση αυτή ως αυτοβλάβη, ως τιμωρία του εαυτού από τον εαυτό, ως μια επιθυμία αυτοκαταστροφής. Αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό. Δεν κουβαλά την υπερβολή της πληγής, το βάρος του κακού, το συντριπτικό της βλάβης. Είναι ο τρόπος που η κοινοτοπία φωλιάζει μέσα σου. Ο τρόπος με τον οποίο η επανάληψη επαναλαμβάνεται μέχρι που σταματά να είναι ορατή. Το βαρετό που αναγνωρίζει μόνο τον εαυτό του και επιθυμεί να συντηρηθεί ανέγγιχτο. Το ήσυχο που δεν επιθυμεί να διαταράξει την αρμονία του κενού μόνο να συνεχίσει σαν σιωπή σε νεκροταφείο. Είναι η παραίτηση ως απαίτηση. Ο πειρασμός της απουσίας.
Το κουδούνι του σχολείου χτυπά και σε ξυπνάει από τις σκέψεις σου. Σαν προειδοποίηση, σαν ειδοποίηση για τη διάθεση στην οποία βουλιάζεις. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε ξανά από την αρχή. Όπως το σπασμένο μέλος διδάσκεται από την αρχή να περπατά. Από την αρχή ακόμα και κόντρα στον εαυτό μας. Τα παιδιά βγαίνουν από τις τάξεις, κατεβαίνουν τις σκάλες σε σμάρια, φωνάζουν σαν να απλώνουν τη ζωή στο προαύλιο, το σχολείο, την πόλη και ό, τι τα περιβάλει. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς επιθυμία να αποδείξουνε κάτι. Γιατί η ζωή μας συνεχίζει στην ζωή των άλλων. Είναι οι κοντινοί μας αυτοί που επιτάσσουν χαμογελαστά, την παύση των μέσα καλεσμάτων, την έναρξη ενός νέου ξεκινήματος.