Στις σημερινές Ιδέες, ο φίλος Δημήτρης Καρέλλας ασχολείται με το κρίσιμο και αμφιλεγόμενο θέμα του βασικού εισοδήματος. Αναφέρεται συνοπτικά στην τριήμερη εκδήλωση που έγινε στην Αθήνα και μας παρουσιάζει ένα μικρό απόσπασμα κειμένου του πρωτοπόρου σ’ αυτό το αντικείμενο, Γκάι Στάντινγκ, ο οποίος συμμετείχε επίσης στην εκδήλωση. Τέλος, ο Καρέλλας αντικρούει τις μέχρι σήμερα αντιρρήσεις για την υιοθέτηση μιας τέτοιας πολιτικής.

Ο Δ. Καρέλλας είναι πολιτικός επιστήμονας, πρώην Γενικός Γραμματέας Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

 

Χ.Γο

 

Με τίτλο «Τοπικές Εμπειρίες με Παγκόσμια Σκέψη», πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τριήμερο εκδηλώσεων (21-23 Σεπτεμβρίου) τις οποίες διοργάνωσαν η ελληνική ομάδα της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών για Βασικό Εισόδημα Άνευ Όρων, το Εργαστήριο Κοινωνικής Πολιτικής του ομώνυμου τμήματος του Παντείου Πανεπιστημίου και το πρόγραμμα UBIEXP του Πανεπιστημίου του Μίνιο (Μπράγκα) της Πορτογαλίας, με χορηγό επικοινωνίας το διεθνές πρακτορείο ειδήσεων Pressenza.

Οι εκδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν στο Πάντειο, με παράλληλη διαδικτυακή κάλυψη, ενώ οι παρουσιάσεις της τρίτης ημέρας έγιναν διαδικτυακά.

Το τριήμερο συνέπεσε και με την παρουσίαση της ελληνικής μετάφρασης ενός εμβληματικού βιβλίου με τίτλο «Βασικό Εισόδημα: Πώς θα το επιτύχουμε» (εκδόσεις Παπασωτηρίου) του σκαπανέα του βασικού εισοδήματος καθηγητή Γκάι Στάντινγκ, ο οποίος εισηγήθηκε την αναγκαιότητά του στην εποχή της πανδημίας και του πρεκαριάτου, έννοια που έχει εισάγει ο ίδιος. Σε «διάλογο» με τον Λόρδο Μπέβεριτζ, που η περίφημη Εκθεσή του το 1942 δημιούργησε το σύγχρονο κοινωνικό κράτος για να καταπολεμηθούν οι πέντε προκλήσεις εκείνης της εποχής –η ανάγκη, η απραξία, η άγνοια, η ασθένεια και η εξαθλίωση– ο Στάντινγκ εισηγήθηκε την αντιμετώπιση των σύγχρονων οχτώ προκλήσεων: ανασφάλεια, ανισότητα, χρέος, άγχος, επισφάλεια, αυτοματοποίηση, οικολογική καταστροφή και νεοφασιστικά κόμματα. Με το βασικό εισόδημα να συμβάλει μέσω της αναδιανομής του συνολικού πλούτου της ανθρωπότητας.

Τη δεύτερη ημέρα, ο καθηγητής Ρομπέρτο Μέριλ και η δρ. Καταρίνα Νέβες από το Πανεπιστήμιο του Μίνιο, παρουσίασαν τα αποτελέσματα έρευνάς τους σε 15 πειράματα βασικού εισοδήματος. Παρά τους διαφορετικούς τρόπους εφαρμογής και τις δυσκολίες σύγκρισης μεταξύ τους, κατέληξαν στην αναγκαιότητα να πυκνώσουν τέτοια προγράμματα ώστε να μελετηθεί η επιδραστικότητά τους. Ένα ενδιαφέρον γενικό συμπέρασμα είναι η αίσθηση ασφάλειας και η αυτοπεποίθηση που νιώθουν οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε αυτά.

Την τρίτη ημέρα, οι Σίμο Ραϊτίλα και Λουίς Τορένς κατέθεσαν τα πρώτα αποτελέσματα από τις δοκιμές εφαρμογής του βασικού εισοδήματος στη Φινλανδία και τη Βαρκελώνη αντίστοιχα. Και στις δυό περιπτώσεις η ετυμηγορία δείχνει μείωση υλικής στέρησης, μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια, καλύτερη ψυχική υγεία και αίσθηση ικανοποίησης από τη ζωή. Ο Δημήτρης Καρέλλας, μίλησε για το πείραμα της Νότιας Κορέας σε 24χρονους νέους/ες, με τα ίδια ευεργητικά αποτελέσματα, αλλά και για την ελληνική εμπειρία του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (νυν Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα), που υποτίθεται ότι έχει τους ίδιους στόχους με το Βασικό Εισόδημα.

Όλες οι εκδηλώσεις βρίσκονται στο σύνδεσμο: https://www.facebook.com/basicincomegr στον οποίο, επίσης, συλλέγονται υπογραφές για να τεθεί το θέμα στα όργανα της ΕΕ.

 

 

Ο Γκάι Στάντινγκ για τα βασικά
του Βασικού Εισοδήματος

 

Η πανδημία, όπως και το κραχ του 2007-08, αποκαλύπτει ένα δυσλειτουργικό και κοινωνικά μη βιώσιμο οικονομικό σύστημα. Ωστόσο, όπως δείχνουν τα επακόλουθα της οικονομικής κρίσης, αυτό δεν σημαίνει ότι θα αντικατασταθεί, πόσο μάλλον ότι θα αντικατασταθεί από μια προοδευτική, βιώσιμη, εναλλακτική λύση.

Όπως συμβαίνει σε όλες τις επιστημονικές επαναστάσεις, ένα ηγεμονικό υπόδειγμα θα εκτοπιστεί όταν δεν θα μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματα που απασχολούν τους ανθρώπους, και εφόσον διατυπωθεί ένα εναλλακτικό υπόδειγμα έτοιμο να πάρει τη θέση του. Αυτή η δεύτερη συνθήκη δεν είναι σήμερα έτοιμη. Ενα σύστημα βασικού εισοδήματος πρέπει να αποτελεί συστατικό μέρος του εναλλακτικού προοδευτικού οράματος. Δεν είναι πανάκεια· είναι ένας αναγκαίος πυλώνας που αντιτίθεται αποφασιστικά τόσο στον παλιάς κοπής σοσιαλδημοκρατικό «εργατισμό», όσο και στον νεοφιλελευθερισμό και το δημιούργημά του, τον καπιταλισμό των εισοδηματούχων.

 

Τι είναι το βασικό εισόδημα;

 

Είναι το οικονομικό δικαίωμα κάθε νόμιμου κατοίκου μιας χώρας να λαμβάνει, άνευ όρων, ένα μηνιαίο ποσό. Προβλέπονται συμπληρωματικά ποσά σε άτομα με αναπηρία και αδύναμους ηλικιωμένους που έχουν επιπλέον κόστος διαβίωσης και συνήθως χαμηλότερα εισοδήματα. Το βασικό εισόδημα καταβάλλεται σε ατομική βάση, όχι σε νοικοκυριά και (ως δικαίωμα) είναι ανέκκλητο.

 

Η ηθική αιτολόγηση

 

Το βασικό εισόδημα είναι μια ιδέα αιώνων που έχει τις ρίζες της στην έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης. Είναι επίσης μια μερική αποζημίωση για την απώλεια των Κοινών, που ανήκουν σε όλους εξίσου, αλλά τα έχουν σφετεριστεί προνομιούχες ελίτ και εταιρείες για να δημιουργήσουν ιδιωτικό πλούτο. Πλούτος δεν είναι μόνο η γη, οι υδάτινοι δρόμοι, τα δάση, οι φυσικοί πόροι, αλλά και οι κοινωνικές παροχές και oι δημόσιες υπηρεσίες που κληρονομούμε ως κοινωνία, μαζί με τις ιδέες και τις γνώσεις. Εάν μια κοινωνία επιτρέπει την ιδιωτική κληρονομιά του πλούτου, τότε οφείλει να επιτρέπει και την κοινωνική κληρονομιά με τη μορφή κοινωνικού μερίσματος ή βασικού εισοδήματος.

Θα βοηθούσε στην προώθηση της ισότητας των φύλων και των φυλών, αφού είναι μια πληρωμή προς κάθε άτομο, ανεξάρτητα από το μέγεθος του νοικοκυριού, το εισόδημα ή την εργασιακή κατάσταση. Σε αντίθεση με άλλες κοινωνικές πολιτικές, το βασικό εισόδημα ενισχύει και τις τρεις μορφές της ελευθερίας: τη δυνατότητα επιλογών χωρίς περιορισμούς, την ικανότητα να αποφασίζουμε να πράξουμε ό,τι θεωρούμε σωστό, την απαλλαγή από μια πραγματική ή εν δυνάμει κυριαρχία από μιαν ανεξέλεγκτη εξουσία. Μια γυναίκα, για παράδειγμα, μπορεί να στερείται αυτής της ελευθερίας εάν κάνει ό,τι θέλει μόνο μετά από έγκριση συζύγου ή πατέρα, ακόμα κι αν, συνηθέστατα, της το «επιτρέπουν».

Θα ενίσχυε τη λεγόμενη βασική ασφάλεια. Εκτός από ανθρώπινη ανάγκη, η βασική ασφάλεια είναι δημόσιο αγαθό, αφού εάν την έχει ένα άτομο δεν τη στερούνται τα υπόλοιπα. Και μάλιστα ανώτερο δημόσιο αγαθό, γιατί αν την νιώθεις, η αξία της αυξάνεται για όλους.

 

Η οικονομική αιτιολόγηση

 

Αποτελεί τον αποτελεσματικότερο τρόπο μείωσης της φτώχειας, καθώς είναι πιο άμεσος, διαφανής και χαμηλού διοικητικού κόστους. Τα λεγόμενα στοχευμένα προγράμματα που ελέγχουν τα οικονομικά και περιουσιακά στοιχεία των ανθρώπων αποκλείουν πολλούς φτωχούς, μερικές φορές σκόπιμα, ενώ η «παγίδα της φτώχειας» (όταν το επίδομα μειώνεται, καθώς αυξάνονται άλλα εισοδήματα) πράγματι εγκλωβίζει στη φτώχεια. Τα συστήματα «εγγυημένης θέσης εργασίας» έχουν δύσκολη και δαπανηρή διαχείριση και πλησιάζουν επικίνδυνα στην ιδέα της κοινωνικής πρόνοιας βάσει υποχρεωτικής ανταποδοτικότητας (workfare). Τα κουπόνια για αγορά συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών, ως εναλλακτική λύση στα μετρητά, είναι πατερναλιστικά προγράμματα που αποφασίζουν τι χρειάζονται οι άνθρωποι αντί να τους επιτρέπουν να αποφασίζουν μόνοι τους (λ.χ. τα κουπόνια τροφίμων στις ΗΠΑ επιτρέπουν στις μητέρες να αγοράζουν φαγητό, αλλά όχι πάνες).

Το βασικό εισόδημα είναι το καλύτερο από τις διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις για τη μείωση των ανισοτήτων, ειδικά αν, όπως προτείνουν οι περισσότεροι υποστηρικτές του, απoσπαστεί από τους πλούσιους μέσω του φορολογικού συστήματος.

 

Η οικολογική αιτιολόγηση

 

Για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και της εξαφάνισης των ειδών, ο «φόρος του άνθρακα» και άλλοι οικολογικοί φόροι είναι απαραίτητοι. Αλλά, πέρα από το γεγονός ότι οι φόροι γενικά δεν είναι δημοφιλείς, αυτοί είναι φόροι αντιστρόφως ανάλογοι προς το εισόδημα. Με την ανακύκλωση των φορολογικών εσόδων ως μέρισμα ή βασικό εισόδημα υπάρχει τρόπος να ξεπεραστεί η δυσκολία.

Ένα βασικό εισόδημα θα διευκόλυνε τη μετάβαση σε μια οικολογική κοινωνία, επιτρέποντας στους ανθρώπους να στραφούν από μορφές εργασίας που εξαντλούν τους πόρους (συχνά, βαρετές ή ταπεινωτικές), σε μορφές εργασίας όπως η φροντίδα για τη βιώσιμη διαχείριση των πόρων, η χειροτεχνική δραστηριότητα και η εργασία στην κοινότητα. Τέλος, θα ωθούσε στην «απο-ανάπτυξη».

 

Η πολιτική αιτιολόγηση

 

Η ενίσχυση του νεοφαστικού λαϊκισμού τρέφεται από τον φόβο και την ανασφάλεια. Μπορεί να ηττηθεί μόνο εάν υπάρξει προοδευτικό όραμα και στρατηγική. Οι παλιοί σοσιαλδημοκράτες απλώς ελπίζουν να επαναφέρουν το θαύμα του παρελθόντος. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Το βασικό εισόδημα θα βοηθούσε στην αποδυνάμωση της ελκυστικότητας κάθε μορφής λαϊκισμού, καθώς θα ενίσχυε την οικονομική ασφάλεια και εξ αυτού τον αλτρουισμό, την ενσυναίσθηση και την ανεκτικότητα, ενώ θα απελευθέρωνε και χρόνο για ανάμιξη στην πολιτική, σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο.

 

Σημείωση
Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα από πρόσφατο δοκίμιο του Γκάι Στάντινγκ.

 

 

 

Οι αντιρρήσεις

 

Η μεγάλη αύξηση των συζητήσεων γύρω από το βασικό εισόδημα, μέρος των οποίων είναι και το προαναφερθέν τριήμερο στην Αθήνα, συμπίπτει με την αύξηση των πειραμάτων του σε ολόκληρο τον πλανήτη. Από τη μικρή καναδική πόλη Ντοφίν τη δεκαετία του 1970, όπου τα θετικά συμπεράσματα της εφαρμογής θάφτηκαν για σαράντα χρόνια(!), μέχρι τα πρόσφατα πιλοτικά προγράμματα σε 40 πόλεις στις ΗΠΑ, στη Νότια Κορέα, στην Ουτρέχτη, στη Βαρκελώνη ή στην Φινλανδία, έχουν μεσολαβήσει η Κένυα, η Ναμίμπια, η Ν. Αφρική, τρία κρατίδια στην Ινδία, πλέον όλο και περισσότεροι δήμοι ευρωπαϊκών χωρών βρίσκονται σε διαδικασία προετοιμασίας για κάποιο πείραμα.

Η ιδέα είναι απλή: κάθε κάτοικος μιας χώρας έχει το ανέκκλητο δικαίωμα να λαμβάνει σε τακτική βάση ένα χρηματικό ποσό, χωρίς τους μέχρι τώρα συνήθεις όρους και προϋποθέσεις (έλεγχος διαθέσιμου εισοδήματος, απαιτήσεις για «ανταπόδοση» μέσω αναζήτησης θέσης απασχόλησης κ.α.). Μια τέτοια πολιτική, παρέχοντας βασική οικονομική ασφάλεια φαίνεται ως η μόνη ικανή να καταπολεμήσει τη φτώχεια, τις ανισότητες, την ανασφάλεια και το άγχος για το μέλλον. «Ωραία ιδέα, αδύνατο να υλοποιηθεί», αντιπαραβάλλεται. Τα επιχειρήματα κατά της «ωραίας ιδέας» έχουν ήδη κωδικοποιηθεί. Τα παραθέτουμε, μαζί με τον αντίλογό τους.

 

Βασικό εισόδημα και στους πλούσιους;

 

Ως καθολικό δικαίωμα, κατηγορηματικά ναι, κατά τον ίδιο τρόπο που στα καθολικά συστήματα δημόσιας Υγείας και Παιδείας έχουν πρόσβαση οι πάντες. Έτσι θα συμπεριλάβει όλους τους φτωχούς ανθρώπους, δίχως εξαίρεση, σε αντίθεση με τα προγράμματα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που δεν καταφέρνουν να στοχεύσουν όλους τους φτωχούς παρά το τεράστιο διοικητικό κόστος. Και η λειτουργία δίκαιων και αποτελεσματικών φορολογικών συστημάτων θα «παίρνει» απ’ τους πλούσιους πολλαπλάσια ποσά από εκείνα του βασικού εισοδήματος.

 

Οικονομικά ανεφάρμοστο

 

Το επιχείρημα βασίζεται σε ένα εύκολο έως «μπακάλικο» υπολογισμό: ένα βασικό εισόδημα ύψους που φτάνει, ας πούμε, στο 40-50% του μέσου εισοδήματος1 πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό του πληθυσμού δίνει ένα συνολικό κόστος το οποίο, αφού συγκριθεί με τις τρέχουσες δαπάνες κοινωνικής προστασίας, απορρίπτεται ως υπέρογκο.

Ετσι, αγνοείται μια σειρά παραμέτρων: (α) η μεγάλη εξοικονόμηση από αχρείαστους διοικητικούς ελέγχους (λχ εισοδήματος)2 (β) η αλλαγή που θα επιφέρει στο φορολογικό σύστημα ανακατευθύνοντας τα τεράστια ποσά που δαπανώνται για επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές των πλούσιων νοικοκυριών και εταιρειών (γ) η ενθάρρυνση ειδικά της μικρής επιχειρηματικότητας, που με τη σειρά της ενισχύει την οικονομική δραστηριότητα και τα φορολογικά έσοδα (δ) η σταθερά παρατηρούμενη στα πιλοτικά προγράμματα βελτίωση στις συνθήκες ζωής και υγείας σημαίνει και μείωση των μη αναγκαίων δαπανών για υγειονομικές και κοινωνικές υπηρεσίες.

Η λόγω πανδημίας ξαφνική ανακάλυψη «λεφτόδεντρων» από νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες επιβεβαιώνει ότι το ζήτημα είναι περισσότερο πολιτικής βούλησης και λιγότερο οικονομικό. Υπάρχει εύρος προτάσεων για την χρηματοδότηση, από τη δημιουργία κρατικών ελλειμμάτων και τις χορηγίες ιδιωτών μέχρι τη δημιουργία ενός κρατικού επενδυτικού ταμείου με έσοδα από φόρους «οικολογικούς» ή επί περιουσιακών στοιχείων, όπως η πνευματική ιδιοκτησία και οι χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες («Επενδυτικό Ταμείο για τα Κοινά» το ονομάζει ο Στάντινγκ) ή με έσοδα από φόρους επί των μετοχών όλων των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (Γ. Βαρουφάκης).

 

Δημιουργεί τεμπέληδες

 

Το πραγματικό αντικίνητρο για την απασχόληση σε σχετικά χαμηλόμισθες θέσεις είναι η παγίδα της φτώχειας που παραμονεύει στα περισσότερα προνοιακά προγράμματα: μόλις αυξηθεί το εισόδημα μειώνεται το όποιο επίδομα δίνεται, ενώ σε περίπτωση μη αποδοχής οποιασδήποτε θέσης εργασίας προσφερθεί –συνήθως κοινωφελούς με μικρή διάρκεια και χαμηλής ποιότητας– αυτό κόβεται. Αντίθετα, τα πιλοτικά προγράμματα βασικού εισοδήματος έχουν δείξει αύξηση της εργασιακής δραστηριότητας, καθώς επετράπη στους φτωχούς να στραφούν σε δραστηριότητες που δημιουργούν εισόδημα ή να χρηματοδοτήσουν καλύτερα «αφανείς» εργασίες, όπως η φροντίδα των παιδιών.

 

Απειλή για τον κατώτατο μισθό

 

Πράγματι, ένα βασικό εισόδημα θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους εργοδότες να προσφέρουν χαμηλότερους μισθούς. Αλλά, ταυτόχρονα, θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση κάθε εργαζόμενου/ης που δεν θα ήταν υποχρεωμένος/η να δεχθεί οποιαδήποτε προσφερόμενη δουλειά καθώς το ποσό του βασικού εισοδήματος δεν μειώνεται. Στην πραγματικότητα, το βασικό εισόδημα διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις των συλλογικών φορέων για υψηλότερους μισθούς διότι σε συνθήκες βασικής ασφάλειας εισοδήματος αυξάνεται το αίσθημα αλληλεγγύης καθώς μειώνεται ο φόβος, ενώ ενισχύεται η αίσθηση των κοινών συμφερόντων αφού όλοι/ες συμμετέχουν στη διανομή του. Αυτό απαντά και στο επιχείρημα ότι η ατομική διανομή του βασικού εισοδήματος ενισχύει τον ατομικισμό και την απομάκρυνση από τα κοινά.

 

Δεν είναι δίκαιο να «αμείβεσαι» χωρίς να προσφέρεις

 

Πρόκειται για ένα πολύ διαδεδομένο επιχείρημα μεταξύ εκείνων που θεωρούν φυσιολογικό τον κληρονομημένο ιδιωτικό πλούτο, ή τις επιδοτήσεις που ωφελούν τους πλούσιους για τις οποίες οι αποδέκτες δεν έχουν προσφέρει απολύτως τίποτα. Εδώ υπάρχει και η συνήθης αριστερή αντίρρηση που συνδέει την παροχή ενός «κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας» με το εισόδημα. Αλλά στις σημερινές συνθήκες ποιος αποφασίζει ποιες δραστηριότητες είναι κοινωνικά χρήσιμες; Για παράδειγμα, η σημερινή απλήρωτη φροντίδα για τα παιδιά ή τους ηλικιωμένους συγγενείς δεν είναι κοινωνικά πολύ χρησιμότερη από τις λεγόμενες «σκατοδουλειές»;

Θεωρούμε, συμφωνώντας με τον Στάντινγκ, ότι έχει έρθει ο καιρός να πάψουμε να συνδέουμε την εργασία με την αμοιβή της με μισθό. Η εργασία των γονιών για το μεγάλωμα των παιδιών αποτελεί τυπικό παράδειγμα: υποχρέωση όταν το ασκούν οι γονείς, έμμισθη εργασία όταν υπάρχει βρεφονηπιοκόμος. Και η ύπαρξη εργαζόμενων φτωχών δείχνει ότι η εισοδηματική φτώχεια δεν σχετίζεται απαραίτητα με την ανεργία.

 

Υπονομεύει το κοινωνικό κράτος

 

Είναι γεγονός ότι μια σειρά ακραίων νεοφιλελεύθερων (οι «ελευθεριακοί δεξιοί») θέλουν να διαλύσουν τις δημόσιες υπηρεσίες και να καταργήσουν κάθε κρατική παρέμβαση, καθώς οραματίζονται μια οικονομία και κοινωνία πλήρως ιδιωτικοποιημένη (εξαιρούνται , προς το παρόν, οι γνωστοί πυλώνες: δικαστικό σώμα, στρατός και αστυνομία).

Οι περισσότεροι υποστηρικτές του βασικού εισοδήματος, στοχεύοντας στην κατάργηση της φτώχειας, στηρίζουν πεισματικά τις δημόσιες υπηρεσίες που συμβάλουν στην επίτευξη του στόχου: υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση, παιδική προστασία, φροντίδα για τους ηλικιωμένους και τους ανθρώπους με αναπηρία, ό,τι δηλαδή χαρακτηρίζει ένα «κανονικό» κοινωνικό κράτος. Επομένως, δεν πρόκειται για θέμα προθέσεων αλλά, ως συνήθως, συσχετισμού των δυνάμεων που εκπροσωπούν τις δύο απόψεις.

Εν κατακλείδι, η ιδέα του βασικού εισοδήματος, χωρίς να προσφέρει λύσεις σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα των κοινωνιών μας, προσφέρει ένα πρώτο, απλό, κατανοητό μέσο ανάσχεσης του κοινωνικού δαρβινισμού που επιβάλουν οι ασκούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δεν είναι πανάκεια, αλλά αντιμετωπίζει τη μείωση των προσδοκιών για μια καλύτερη ζωή, δείχνοντας ότι, ναι, υπάρχει εναλλακτικός δρόμος.

 

Σημειώσεις
1. Στην Ελλάδα, με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2019 το μέσο ετήσιο εισόδημα ήταν 9.993 ευρώ. Το 40% θα σήμαινε βασικό εισόδημα 333 ευρώ μηνιαίως, ενώ το 50% τα 416 ευρώ μηνιαίως, όσο περίπου και το «επίσημο» όριο της φτώχειας.

2. Έχουμε κατά νου και τη σπατάλη πολύτιμων ανθρώπων. Στην Ελλάδα, οι 700 κοινωνικοί λειτουργοί των Κέντρων Κοινότητας ασχολούνται με έλεγχο αιτήσεων για επιδόματα, αντί να παρέχουν πραγματική κοινωνικοψυχολογική στήριξη.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet