Συνεχίζεται η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, φθάνοντας σε νέα επίπεδα ρεκόρ. Την 1 Σεπτεμβρίου οι τιμές, σύμφωνα με στοιχεία του χρηματιστηρίου του Λονδίνου ICE, ήταν 640 δολάρια/1000 κυβικά μέτρα. Όταν η τιμή ήταν 450 δολάρια/1000 κυβικά μέτρα οι Ευρωπαίοι δεν έσπευσαν να αγοράσουν, προσδοκώντας σε μείωση. Οι προσδοκίες αυτές εδράζονταν στην έναρξη της λειτουργίας του Nord Stream-2, κάτι που δεν έγινε ακόμη, αν και η Γκαζπρόμ άρχισε να γεμίζει την πρώτη γραμμή του αγωγού και υπόσχεται ότι θα έχει ολοκληρώσει σε 12 μέρες. Η διαδικασία πιστοποίησης μπορεί να διαρκέσει μέχρι την Άνοιξη του 2022.
Οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν πλέον ξεφύγει και προσέγγισαν τα 2.000 δολάρια/κυβικά μέτρα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατηγορεί την Ρωσία για παράδοση μειωμένων ποσοτήτων, ενώ η ρωσική Γκαζπρόμ ανακοίνωσε, ότι παρέδωσε ποσότητες μεγαλύτερες από τις συμφωνημένες και θεωρεί ότι υπεύθυνες για το ράλι των τιμών είναι οι Βρυξέλλες που εγκατέλειψαν τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια με τις σταθερές χαμηλές τιμές και οδήγησαν το φυσικό αέριο στα χρηματιστήρια και την κερδοσκοπία. Μετά τις δηλώσεις του Πούτιν ότι η Ρωσία μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην σταθεροποίηση της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας, οι τιμές του φυσικού αερίου μειώθηκαν κατά 10%.
Μείωση στρατηγικών αποθεμάτων
Το μεγάλο πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι η μείωση των στρατηγικών αποθεμάτων και η μη πληρότητα των υπόγειων δεξαμενών φυσικού αερίου, λίγο πριν ξεκινήσει ο χειμώνας, ο οποίος προβλέπεται βαρύς. Τα προηγούμενα χρόνια, τέτοια εποχή οι δεξαμενές ήταν γεμάτες, ενώ φέτος η πληρότητα φτάνει μόνο στο 75%. Ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι η Ρωσία. Το 2020 έκανε εξαγωγή 174,9 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα. Κύριοι ανταγωνιστές της είναι η Νορβηγία με 102,55 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα και η Αλγερία με 22 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, οι οποίες δε μπορούν να παραδώσουν μεγαλύτερες ποσότητες.
Επίσης, υπάρχει έλλειψη υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), μεγάλες ποσότητες του οποίου κατευθύνθηκαν προς τις αγορές της Ασίας, όπου οι τιμές είναι υψηλότερες και τα κέρδη μεγαλύτερα. Βασικοί προμηθευτές υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι το Κατάρ, οι ΗΠΑ και η Αλγερία. Τα τελευταία χρόνια προστέθηκε και η Ρωσία.
Οι μειωμένες ποσότητες φυσικού αερίου προς την Ευρώπη οφείλονται και σε μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στις αρχές Αυγούστου σε εργοστάσιο της Γκαζπρόμ στο Νέο Ουρενγκόι που προετοίμαζε το μείγμα του φυσικού αερίου για τον αγωγό Γιαμάλ-Ευρώπη. Ενώ ο συγκεκριμένος αγωγός τροφοδοτούσε, κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους με 3,5 εκατομμύρια κυβικά μέτρα ημερησίως, από 1 Οκτωβρίου οι ποσότητες έπεσαν σε 1,3 εκατομμύρια κυβικά μέτρα. Οι ποσότητες αυτές θα αναπληρωθούν, γιατί η Ουγγαρία και η Κροατία θα προμηθεύονται φυσικό αέριο από τον αγωγό Turkish Stream.
Επιστροφή στον άνθρακα;
Οι ευρωπαϊκές χώρες μπροστά στο φάσμα της ενεργειακής φτώχειας προσπαθούν να επαναφέρουν σε λειτουργία ατμοηλεκτρικούς σταθμούς που έκαιγαν άνθρακα. Πώς όμως μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, όταν οι περισσότεροι ΑΗΣ με άνθρακα έχουν σταματήσει τη λειτουργία τους και πολλά ορυχεία έχουν κλείσει; Έχει υπολογιστεί, ότι το φυσικό αέριο παύει να είναι οικονομικότερο από τον άνθρακα και το λιγνίτη αν οι τιμές του κινούνται σε επίπεδα 70-90 ευρώ/MWh και πάνω.
Στνη Μεγάλη Βρετανία εξετάζουν την επαναλειτουργία σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα. Είναι όμως δύσκολο, γιατί από το 2011 η δυναμικότητά τους μειώθηκε από 23 σε 5 GW, ενώ αυξήθηκε στα 39 GW η παραγωγή από σταθμούς με φυσικό αέριο.
Στην Γερμανία, η συμμετοχή του λιθάνθρακα στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ήταν 7,4% το 2020, το 2021 θα κλείσει με ποσοστό πάνω από 8% και το 2022 προβλέπεται, ότι θα ξεπεράσει το 10%.
Η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου έχει επιφέρει μεγάλο πανικό. Ευρωπαίοι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας απευθύνθηκαν σε μεγάλα ορυχεία της Ρωσίας, εκλιπαρώντας για αύξηση των προμηθειών. Ο Ρωσικός Σιδηρόδρομος ανακοίνωσε ότι το επόμενο διάστημα είναι δύσκολο να βρεθούν ελεύθερα βαγόνια από την Σιβηρία προς τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και της Άπω Ανατολής, λόγω των μεγάλων παραγγελιών άνθρακα προς την Ευρώπη και την Κίνα. Μεγάλη ζήτηση εμφανίζεται και σε άλλες χώρες με μεγάλη ανάπτυξη, όπως η Ινδία και το Βιετνάμ, όπου συνεχίζεται η κατασκευή νέων ΑΗΣ με άνθρακα. Μεγάλες παραγγελίες γίνονται και σε άλλες χώρες με πλούσια κοιτάσματα, όπως η Αυστραλία. Η Κίνα ενδιαφέρεται πλέον για αγορά μεγάλων ποσοτήτων φυσικού αερίου και άνθρακα και πληρώνει όσο-όσο.
Βίαιη απολιγνιτοποίηση και φυσικό αέριο
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούν το μέλλον των καυσίμων και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και στις μεταφορές. Η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα θα πρέπει να διασφαλίζει την ενεργειακή επάρκεια, να είναι δίκαιη και να προστατεύει το περιβάλλον.
Η απολιγνιτοποίηση που προβάλλει η κυβέρνηση είναι βίαιη και η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου είναι προς όφελος μεγάλων ολιγοπωλιακών επιχειρηματικών ομίλων, που θα καρπωθούν τη μερίδα του λέοντος από χαριστικές συμβάσεις και ευρωπαϊκούς πόρους, με εξασφαλισμένες υψηλές τιμές διάθεσης της ηλεκτρικής ενέργειας. Δεν οδηγεί στην απανθρακοποίηση, γιατί προβλέπεται αντικατάσταση του λιγνίτη με φυσικό αέριο, το οποίο αν και είναι πιο φιλικό στο περιβάλλον, δεν παύει να είναι ορυκτό καύσιμο. Οι τελευταίες αυξήσεις της τιμής του φυσικού αερίου καταδεικνύουν τα προβλήματα που μπορούν να προκληθούν στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και την οικονομία της χώρας από μια διαδικασία, την οποία πρώτα εξαγγέλλει η κυβέρνηση και στη συνέχεια ψάχνει να βρει το σχέδιο. Επίσης, αφαιρεί τις δυνατότητες παρέμβασης του ελληνικού δημοσίου και προχωράει: α) στην 100% πώληση του δικτύου φυσικού αερίου, β) στην ιδιωτικοποίηση του 49% του Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ), γ) στην εκχώρηση της πλειοψηφίας του Δ.Σ. των ΕΛ.ΠΕ. και δ) στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ, μόνο για ιδιώτες.
Ιδιωτικοποιήσεις παντού, όταν χρειάζεται ενίσχυση του ρόλου του Δημοσίου τομέα και στο χώρο της ενέργειας. Είναι σίγουρο, ότι βεβιασμένες κινήσεις, χωρίς σαφές πλαίσιο, δεν οδηγούν σε πράσινη μετάβαση, αλλά αντίθετα αυξάνουν το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, υποβαθμίζουν το ρόλο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και οδηγούν σε ενεργειακή φτώχεια.