Δεν θα χρειαζόταν κανείς να κάνει ιδιαίτερα επίπονο ρεπορτάζ στον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ για να διαπιστώσει ότι, μετά το καλοκαίρι και τις παρεμβάσεις του προέδρου στη ΔΕΘ, καθώς η πανδημία διαρκεί, υπάρχει συζήτηση για τον προσδιορισμό του ακριβούς χρόνου, άμεσα, πραγματοποίησης συνεδρίου. Επομένως, η μη ανακοινώσιμη άτυπη σύσκεψη υπό τον Αλέξη Τσίπρα των δώδεκα στελεχών –και όχι κομματικού οργάνου– δεν χρειάζεται πολύ ψάξιμο για να μάθουμε ότι το κύριο θέμα που τους απασχόλησε ήταν το συνέδριο και κυρίως η ανίχνευση των απόψεων των προσκεκλημένων για τους όρους διεξαγωγής του και το περιεχόμενο.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, μετά τη διαρροή της είδησης για τη σύσκεψη, όλοι σ’ αυτή συμφώνησαν ότι το συνέδριο πρέπει να πραγματοποιηθεί άμεσα. Και αυτό είναι πολύ θετικό. Ίσως δεν συνειδητοποιείται, πάντα, αρκετά ότι το 2ο συνέδριο έγινε τον Οκτώβρη του 2016, δηλαδή πέντε χρόνια πριν, χρόνος που, παρά τις δυσκολίες που παρεμβληθήκαν, είναι πολύ μακρύς ιδιαίτερα για ένα κόμμα της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η καθυστέρηση έφερε και θεσμικές παρεκκλίσεις
Το θέμα αυτό δεν είναι καθόλου τυπικό διότι στο μεσοδιάστημα συνέβησαν σημαντικά γεγονότα που δεν συζητήθηκαν σοβαρά, όπως η κυβερνητική θητεία και το πέρασμα στην αντιπολίτευση, ενώ αντιμετωπίστηκαν οι εκλογές του Ιουλίου χωρίς την απαιτούμενη προγραμματική επάρκεια. Ιδίως, δε, τα δυο χρόνια μετά τις εκλογές του 2019, αυτή η καθυστέρηση οδήγησε σε θεσμικές παρεκκλίσεις για να υπάρξουν αντιπροσωπευτικότερα καθοδηγητικά όργανα του κόμματος. Είχε, επίσης, ως συνέπεια να μην συζητηθεί, συλλογικά, η γραμμή της νέας μετά τον Ιούλιο του 2019 περιόδου αλλά αυτή να «εξοικονομείται», κάθε φορά. Αυτή η παρένθεση, λοιπόν, υποστηρίζεται ευρέως στο κόμμα, πρέπει να κλείσει όπως συμφωνήθηκε, με το τρίτο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Η συζήτηση στην «κρυφή» σύσκεψη –με παραλείψεις που σημειώθηκαν– επεδίωκε να εξασφαλίσει ήρεμο κλίμα προς το συνέδριο για να υπάρξει περιβάλλον ουσιαστικής συζήτησης και διαλόγου, όχι εσωστρέφειας και να μην τροφοδοτηθεί ο φιλοκυβερνητικός Τύπος με ύλη που θα βλάψει το κόμμα ενώ το στρίμωγμα της κυβέρνησης θα αυξάνεται. Απ’ αυτή την άποψη, η τήρηση των κλασικών κανόνων ενός συνεδρίου αριστερού κόμματος αναμένεται να είναι ο οδηγός που τα εξασφαλίζει αυτά. Αυτό σημαίνει, και τίθεται ήδη στο κόμμα με διάφορους τρόπους προς συζήτηση, ότι δεν πρέπει να υπάρξουν μέλη της Κεντρικής Επιτροπής ή σύνεδροι «αριστίνδην» ή μη ενιαία εκπροσώπηση όλων των μελών, δηλαδή ποσοστώσεις «νέων – παλαιών» μελών κ.ά. Όπως υποστηρίζεται, η μόνη ποσόστωση να είναι αυτή του φύλου και οι μόνες αναγκαίες πρόνοιες να είναι για να μην αποκλειστούν ιδεολογικά ρεύματα από το συνέδριο και την ΚΕ που εμπλουτίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.
Τι κείμενα θα συζητηθούν;
Το ποια ντοκουμέντα θα συζητηθούν στο κομματικό σώμα είναι το επόμενο ζήτημα. Καταρχάς, υπάρχει η εκκρεμότητα της συζήτησης του απολογισμού (2012 – 2019), που κακώς δεν συζητήθηκε όταν έπρεπε, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι δεν τον αξιολόγησε ως απαραίτητο εξοπλισμό η ηγεσία. Τώρα, θα πρέπει να προστεθεί και απολογισμός της διετίας που θα αξιολογεί και τις επιδόσεις της πολιτικής του κόμματος, κάτι που δεν είναι εύκολο να εξασφαλίσει ταυτότητα εκτιμήσεων, ή η ανάγνωση των δημοσκοπήσεων. Οι κριτικές που αφορούσαν πλευρές της ομιλίας του προέδρου στη ΔΕΘ ή παλαιότερα σε συγκεκριμένες θέσεις του κόμματος προϊδεάζουν γι’ αυτό.
Δυο ντοκουμέντα που υπάρχουν ήδη, καθώς ψηφίστηκαν από την προγραμματική συνδιάσκεψη με πολύ μεγάλη πλειοψηφία, θα μπορούσε –η ιδέα αυτή κυκλοφορεί– να αποτελέσουν τη βάση για τα υπόλοιπα ντοκουμέντα που θα απαιτηθούν για το συνέδριο. Το ένα, είναι μια πολιτική διακήρυξη που θα ψηφιστεί από το σώμα και θα απευθύνεται στην κοινωνία και θα μπορούσε να αξιοποιήσει τη διακήρυξη της συνδιάσκεψης. Το άλλο, είναι το πρόγραμμα το οποίο, επίσης, μπορεί να στηριχτεί στο ψηφισμένο πρόγραμμα της συνδιάσκεψης. Όσο για το κυβερνητικό πρόγραμμα αυτό θα εκτιμηθεί αν είναι άμεσα αναγκαίο ή όχι ανάλογα με το πολιτικό κλίμα.
Μένει να αποφασιστεί, επίσης, αν στο συνέδριο θα υπάρξουν και καταστατικές αλλαγές, κυρίως λειτουργικές, που να αντιστοιχούν στη δομή του κόμματος και προς τις νέες ανάγκες. Το κρίσιμο, ωστόσο, είναι όχι μόνο να υπάρξουν εκλεγμένα καθοδηγητικά όργανα αλλά να ασκήσουν και να διατηρήσουν την ευθύνη τους. Η Κεντρική Επιτροπή, για παράδειγμα, εκλέγει την Πολιτική Γραμματεία, η οποία επίσης εκλέγει μετά ένα μικρό όργανο καθημερινής παρακολούθησης και παρέμβασης, εφόσον απαιτείται. Και δεν παρακάμπτονται από κανένα άλλο μη εκλεγμένο όργανο όποιας μορφής.
Η αναβάθμιση των οργανώσεων
Η βελτίωση της επιρροής του κόμματος, ιδίως μετά το καλοκαίρι, και η ορατή στην κοινωνία διαφορά των δυο αντιπάλων προτάσεων που προέκυψαν από τις παρεμβάσεις στη ΔΕΘ –νωρίτερα, υπήρξαν και προγραμματικές, κυρίως, προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ– διαμορφώνουν πρόσφορο κλίμα για να αναζωογονηθούν και οι οργανώσεις βάσης του κόμματος ενόψει συνεδρίου, να συζητήσουν με την κοινωνία. Η πορεία της ανασυγκρότησης-διεύρυνσης διπλασίασε τις δυνάμεις του. Οι νομαρχιακές συνδιασκέψεις εξέλεξαν καινούργια όργανα, από νέα και παλαιά μέλη, για τις Νομαρχιακές Επιτροπές (Ν.Ε.) όσο και νέα συντονιστικά γραφεία για τις Οργανώσεις Μελών (ΟΜ). Έχουν γίνει βήματα προς την κατεύθυνση της παρέμβασης στην κοινωνία, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο, ενώ δεκάδες πολιτικές συγκεντρώσεις με κεντρικά στελέχη του Κόμματος γίνονται ή προγραμματίζονται το τελευταίο διάστημα.
Οι συνεδριακές διαδικασίες, ωστόσο, μπορεί να είναι ένα ακόμη βήμα μορφοποίησης και πολιτικοποίησης των κομματικών δυνάμεων, ιδίως στη βάση, στις ΟΜ. Γίνεται, ήδη, μια κεντρική προσπάθεια από τον γραμματέα του κόμματος Δημήτρη Τζανακόπουλο και το Οργανωτικό Γραφείο, αυτή την περίοδο, που επιχειρεί να αναβαθμίσει τις ΝΕ σε, πράγματι, πολίτικο-καθοδηγητικά και όχι διεκπεραιωτικά όργανα και τις ΟΜ πράγματι σε «κόμμα στον χώρο τους», με ευθύνη και πολιτικό σχεδιασμό, παρέμβαση στις κοινωνικές οργανώσεις, ανάδειξη προβλημάτων και διεκδίκηση λύσεων, μαζί με την κοινωνία. Η πολιτική της Δεξιάς παράγει νέα ή οξύνει παλιά προβλήματα, δεν είναι αρκετή η καταγγελία και ανάδειξη αλλά η αποτροπή αρνητικών πολιτικών ή και κατακτήσεων.
Αλλά ας επανέλθουμε στο ζήτημα του συνεδρίου, το οποίο ασφαλώς επηρεάζεται από την εξέλιξη της πανδημίας και αυτό θα καθορίσει το «δια ζώσης» ή με «τηλεδιασκέψεις» όσον αφορά τις προσυνεδριακές. Υπάρχει πείρα συνεδρίων, εξάλλου, εδώ και στο εξωτερικό. Το αν είναι δυνατό να διεξαχθεί εντός του 2021 ή να ολοκληρωθεί τον Ιανουάριο θεωρείται από πολλούς μικρής σημασίας ζήτημα. Παραδόξως, σειρά ρεπορτάζ, ιδίως σε ιστότοπους, ενώ αναφέρονται στη συναντίληψη όλων των κομματικών στελεχών για το συνέδριο εκτιμούν, ταυτόχρονα, μάλιστα, κάποτε επικαλούμενα απόψεις στελεχών, ότι αυτό δεν έχει αποφασιστεί τελειωτικά ιδίως αν το κλίμα γίνει προεκλογικό. Αντίθετα, όμως, αυτό αντικρούεται ότι είναι όρος που ωθεί στην επίσπευση όχι στην αναβολή.