Του Τάσου Αναστασίου για την «Αυγή»
Ένα χρόνο μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής μια σειρά από περιστατικά μάς υπενθυμίζουν πως ο φασισμός είναι ριζωμένος σε ένα κομμάτι της κοινωνίας και καμία δικαστική απόφαση δεν είναι αρκετή ώστε να τον διαγράψει πλήρως. Περιστατικά όπως αυτά στην Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης ή το Νέο Ηράκλειο της Αθήνας ή ακόμα και πολλά άλλα μικρότερης έντασης σκηνικά σε πολλές γειτονιές της Αθήνας περιγράφουν τη διάδοση των ακροδεξιών αντανακλαστικών, καθώς και το μέγεθος ενός ακροατηρίου που συνομιλεί με φασιστικές πρακτικές και ιδεολογίες. Είναι μια ακροδεξιά βγαλμένη από τα φυτώρια της απελπισίας της κρίσης. Είναι η εθνικιστική μάζα με τις πατριωτικές κορώνες των μακεδονικών συλλαλητηρίων. Είναι κυρίως η ακροδεξιά της πανδημίας. Ένα πλήθος που ενσωματώνει και αντανακλά τη γενικευμένη πειθάρχηση, συνομιλεί με τις θεωρίες συνομωσίας και βουτά εμφατικά στο No future της καραντίνας. Η ακροδεξιά βία και ψυχολογία όπως έρχεται από κάθε αδιέξοδο της πρόσφατης ιστορίας μεταφράζοντας τη γενικευμένη οργή σε τυφλό μίσος απέναντι σε όσους διαφωνούν , όσους δεν ταιριάζουν με τα μουγκανητά της, όσους έχουν διαφορετικό χρώμα.
Μαζί με τις ακροδεξιές πρακτικές βλέπουμε να επιστρέφει και η ξαναζεσταμένη θεωρία των δύο άκρων. Η θεωρία αυτή που φούντωσε ως ρητορική την περίοδο των μνημονίων και των αντιμνημονιακών αντιδράσεων και κόπασε μετά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωπαικές επιταγές. Την πρώτη περίοδο, η θεωρία αυτή είχε ως στόχο την απονομιμοποίηση και την απαξίωση του αντιπάλου. Ήταν μια διαδικασία ταύτισης της αριστεράς με το ναζιστικό μόρφωμα που φούντωνε ώστε ουσιαστικά να περιγραφεί η κυρίαρχη ιδεολογία και πρακτική του τότε δικομματισμού ως η μόνη εναλλακτική και η μόνη δημοκρατική πιθανότητα.
Τώρα βλέπουμε μέσα από δηλώσεις βουλευτών, υπουργών και δημοσιολογούντων του κυβερνόντος κόμματος τη θεωρία να επιστρέφει. Αλλά αυτή η επανάληψή της θεωρίας μοιάζει να έχει μια αντίθετη φορά. Ενώ η φτηνή ρητορική που προκύπτει από τη θεωρία, τα ανιστόρητα παραδείγματα και οι ασυνάρτητες προστακτικές ταυτίζονται σε επίπεδο επιφάνειας με αυτά του παρελθόντος η λειτουργία του σχήματος είναι τελείως διαφορετική. Γιατί στόχος πια δεν είναι ο αντίπαλος αλλά ο οικείος. Δεν είναι τόσο μια διαδικασία απονομιμοποίησης του αντιπάλου όσο μια προσπάθεια οικειοποίησης του κομματιού αυτού που ένα μέρος της Νέας Δημοκρατίας αντιλαμβάνεται ως συγγενές της. Αν όχι τόσο σε επίπεδο πρακτικής τότε σίγουρα σε επίπεδο θέσεων και ιδεολογίας.
Η θεωρία των δύο άκρων στην πανδημική της εκδοχή χρησιμοποιείται κυρίως ως τέχνασμα αποφυγής της καταδίκης πράξεων όπως αυτών στο ΕΠΑΛ Σταυρούπολης, ως ένα κλείσιμο του ματιού απέναντι σε μια κρίσιμη εκλογική μάζα που λόγω έλλειψης κάποιου στιβαρού φορέα στα άκρα δεξιά του πολιτικού φάσματος ενδέχεται να βρει πολιτική στέγη στο κυβερνόν κόμμα.
Την πρώτη περίοδο της θεωρίας των δύο άκρων το βασικό σημείο κριτικής ήταν η σχετικοποίηση που αυτή επιφέρει στην ιδεολογία και τις πρακτικές του ναζισμού. Απ’ όσο φαίνεται πια η σχετικοποίηση αυτή έχει εμπεδωθεί. Κάτι που μπορεί να γίνει ορατό σε κυβερνητικό επίπεδο από τις παράνομες πρακτικές απέναντι στους πρόσφυγες και μετανάστες στα σύνορα της χώρας ή από τους σχετικοποιημένους φασίστες που έχουν αναλάβει κορυφαία υπουργεία της κυβέρνησης.
Η θεωρία των δύο άκρων δεν είναι πια η σχετικοποίηση αλλά η στάση προσεταιρισμού που προκύπτει από τη σχετικοποίηση αυτή. Η φυσική συνέχεια μιας προβληματικής πολιτικής όπως αυτή προκύπτει από την πρώτη περίοδο της θεωρίας. Η χρήση της νέας θεωρίας των δύο άκρων από την κυβέρνηση είναι απλώς άλλη μια επιβεβαίωση για το πόσο πολιτικά ακραία είναι η κυβέρνηση.