Μέχρι αργά το βράδυ του Σαββάτου, από την ώρα που φθάνει με το αυτοκίνητο στα γραφεία του συνδικάτου CGIL, ο Μαουρίτσιο Λαντίνι επαναλαμβάνει στους συνεργάτες του που τον συνοδεύουν για να διαπιστώσουν την καταστροφή που άφησε πίσω του το κύμα των μαύρων ταγμάτων εφόδου: «Η επίθεση δεν είναι μόνο κατά της εργασίας, είναι ενάντια σε όλο τον κόσμο της εργασίας. Και όλος ο κόσμος της εργασίας πρέπει να αντιδράσει». Καλοδεχούμενη η αλληλεγγύη αυτές τις ώρες, αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να περάσουμε στις πράξεις. Πρώτα-πρώτα ο γραμματέας ζητά από τα κόμματα «να εφαρμόσουν το Σύνταγμα θέτοντας εκτός νόμου τις φασιστικές δυνάμεις». Αλλά δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό.
Η επίθεση στον κόσμο της εργασίας για την οποία μιλάει ο Λαντίνι περνάει μέσα από την επίθεση στα συνδικάτα. Είναι μια παλίρροια που ο ηγέτης της CGIL είδε να μεγαλώνει αυτές τις μέρες, αλλά που έρχεται από μακριά. Από την ιδέα ότι μπορούμε να μην έχουμε οργανώσεις των εργαζομένων, ότι μπορούμε να τις βάλουμε σε μια γωνιά μέσα σε ένα οικονομικό σύστημα όπου οι άνθρωποι ζουν με επισφάλεια και με ατομικές συμβάσεις, χωρίς διαπραγματεύσεις. Αν το συνδικάτο γίνει περιθωριακό, αυτή είναι η λογική, τότε μπορούν να του επιτεθούν, να το υποδείξουν ως εχθρό των εργαζομένων. Όλα αυτά υπάρχουν πίσω από το ουρλιαχτό του φασίστα που φωνάζει ευτυχισμένος στο βίντεο «έχουμε αλώσει την CGIL». Όλα αυτά υπάρχουν πίσω από τις φράσεις που προφέρει το ηγετικό στέλεχος στη συνέλευση που συγκλήθηκε έκτακτα το Σάββατο το απόγευμα, όταν ο Λαντίνι έμαθε από το τηλέφωνο, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης ενός βιβλίου στο Ρέτζιο Εμίλια, ότι η μαύρη παλίρροια είχε λεηλατήσει τα γραφεία όπου είχαν εργαστεί ο Ντι Βιτόριο και ο Λάμα. «Βίασαν τον κόσμο της εργασίας και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Καταλάβαμε αμέσως ότι έπρεπε να αντιδράσουμε και να κινητοποιηθούμε, αλλά και να δούμε μπροστά και να καταλάβουμε πώς θα οικοδομήσουμε αυτή τη χώρα».
Δύο είναι τα κομβικά σημεία του προβλήματος, που η έφοδος του Σαββάτου ανέδειξε με σαφήνεια: το κομβικό ζήτημα της επισφάλειας της εργασίας, των εκατομμυρίων Ιταλών που είναι αναγκασμένοι να κερδίσουν τα προς το ζην χωρίς σύμβαση και χωρίς βεβαιότητες δικαιωμάτων. Και το κομβικό ζήτημα των ανισοτήτων: «Αυτή η πανδημία –είπε πολλές φορές το νούμερο ένα της CGIL κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών– θα αυξήσει τις κοινωνικές ανισότητες, δεν θα τις μειώσει». Ένας φόβος, σχεδόν μια προφητεία: πόσοι από αυτούς τους πρεκάριους, το Σάββατο το απόγευμα, έτρεξαν να πυκνώσουν τις γραμμές της διαμαρτυρίας στην Πιάτσα ντελ Πόπολο; Πόσοι είναι δυνατό να εργαλειοποιηθούν από αυτούς που επιδιώκουν τον στόχο των ταγμάτων εφόδου εδώ και έναν αιώνα, την επίθεση στα Εργατικά Κέντρα;
Γιατί ο Λαντίνι είναι βέβαιος ότι επρόκειτο για μια εργαλειοποίηση: «Η δράση εναντίον μας είχε προμελετηθεί από καιρό. Η επίθεση δεν έχει καμία σχέση με τις πολεμικές για το Green Pass ούτε με τους λόγους της διαδήλωσης. Η επίθεση δεν ήταν ενάντια στην CGIL αλλά ενάντια σε αυτό που εκπροσωπούμε, γιατί τα συνδικάτα είναι ένα προπύργιο της δημοκρατίας». Τότε ασφαλώς πρέπει να πραγματοποιηθεί η ενωτική κινητοποίηση στη διαδήλωση του ερχόμενου Σαββάτου στη Ρώμη μαζί με τα συνδικάτα CISL και UIL («χρειαστήκαμε 3 λεπτά για να συμφωνήσουμε στη διοργάνωση»), καθώς και το αίτημα διάλυσης των φασιστικών κινημάτων, «για να εφαρμοστεί το Σύνταγμα». Όλα αυτά πρέπει να φιμώσουν τους νοσταλγούς της φασιστικής δικτατορίας. Όμως τι πρέπει να γίνει για να αφαιρεθεί το νερό από τα ψάρια, πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεφουσκώσουμε το κίνημα διαμαρτυρίας που αυτόν τον καιρό κινδυνεύει να τροφοδοτήσει τους φασίστες της νέας χιλιετίας; Ο Λαντίνι ζητά να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις και προτείνει στην κυβέρνηση να εμπλέξει περισσότερο τα συνδικάτα στην προετοιμασία των οικονομικών μέτρων με τα χρήματα του Σχεδίου Ανάκαμψης. «Να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις τοποθετώντας τον κόσμο της εργασίας στο κέντρο», λέει ο γραμματέας. Από τη στιγμή που ο εμβολιασμός έκανε λιγότερο δραματικούς τους αριθμούς της πανδημίας, η συμπεριφορά της πολιτικής έναντι των συνδικάτων έχει αλλάξει. Στην πρώτη φάση, όταν η Ιταλία τραγουδούσε στα μπαλκόνια, το συνδικάτο ήταν στην πρώτη γραμμή στη μάχη κατά του ιού. Όριζε πρωτόκολλα, αναδιοργάνωνε μαζί με τις επιχειρήσεις τη δουλειά στο εργοστάσιο. Σήμερα δεν είναι έτσι. Η CGIL, η CISL και η UIL βρίσκονται συχνά προ τετελεσμένου γεγονότος. Θα προτιμούσαν μια πιο μαλακή έξοδο από την απαγόρευση των απολύσεων. Δεν τους άρεσε ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση ενέταξε το υποχρεωτικό υγειονομικό πιστοποιητικό Green Pass σε εργοστάσια και σε γραφεία. Το παράδοξο είναι ότι η καταστροφή των γραφείων της CGIL ξεκίνησε από μια διαδήλωση που διαμαρτυρόταν για το πράσινο πιστοποιητικό. Η CGIL, συνδικάτο υπέρ του εμβολιασμού, είναι αναμφίβολα εκείνο που προσπάθησε μέχρι τέλους να αποφύγει να γίνει το Green Pass ένα εργαλείο διαχωρισμού των εργαζομένων. Γιατί λοιπόν να γίνει η επίθεση στα γραφεία της; «Γιατί», απαντάει ο Λαντίνι, «η διαδήλωση κατά του Green Pass ήταν μόνο μια δικαιολογία. Το πιστοποιητικό δεν έχει καμία σχέση». Τώρα, για να αποφευχθούν άλλα συλλαλητήρια που βράζουν από θυμό, «πρέπει να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις».
Ο Λαντίνι έχει στο νου του μια φορολογία που θα μεταθέσει το βάρος των φόρων από τις πλάτες των εργαζομένων. Έχει στο νου του ένα συνταξιοδοτικό σύστημα που να εγγυάται πάνω απ’ όλα όποιον έχει δουλέψει σκληρότερα στη διάρκεια των ετών. Έχει στο νου του ένα σύστημα κοινωνικών μέτρων που να παρέχει προστασία πάνω απ’ όλα κατά τη διάρκεια της μεγάλης ανοικοδόμησης που διαφαίνεται στον ορίζοντα. Το συνδικάτο, λένε στην CGIL,πρέπει να έχει ρόλο σε αυτές τις ευαίσθητες διαδικασίες. Η πολιτική, πολύ λιγότερο ριζωμένη, δεν θα είναι σε θέση να τα βγάλει πέρα μόνη της. «Η κοινωνική δυσφορία υπάρχει», ομολογεί ο Λαντίνι, «πρέπει να την καταπολεμήσουμε με τις μεταρρυθμίσεις. Το 2021 δεν είναι δυνατό να την εργαλειοποιούν οι φασίστες».
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
To κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Stampa», στις 11 Οκτωβρίου 2021.