Η χρονική σύμπτωση δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Την ημέρα που στο εκθεσιακό κέντρο του Βερολίνου Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι αναζητούσαν τα κοινά τους σημεία με στόχο να αποφασίσουν έως το τέλος της εβδομάδας αν πράγματι υπάρχει δυνατότητα για την επεξεργασία ενός κοινού κυβερνητικού προγράμματος, ερχόταν από την Στοκχόλμη η ανακοίνωση ότι ένα μέρος του Βραβείου Νομπέλ για την οικονομία πηγαίνει στον Καναδό Ντέιβιντ Καρντ. Τον οικονομολόγο, που στα μέσα της δεκαετίας του '90 απέδειξε ότι η άνοδος του κατώτατου μισθού κάθε άλλο παρά αρνητικές επιπτώσεις έχει στην εργασία, στην ανταγωνιστικότητα και στην οικονομία.

Αυτό προφανώς και δεν θα ενθουσίασε πολύ τον αρχηγό των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος προτιμά να μιλά αορίστως για τον «αυθορμητισμό της αγοράς» και την «ενσυναίσθηση για τους φτωχότερους», και εννοείται ότι δεν ήταν και πολύ «ζεστός» με την πρόταση, που από κοινού στηρίζουν Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι για αύξηση του ωρομισθίου από τα 9,60 στα 12 ευρώ.

Οι εμμονές των Φιλελευθέρων στις μαγικές ικανότητες της αγοράς, αλλά και στη σημασία της δημοσιονομικής πειθαρχίας φαίνεται ότι θα είναι το κλειδί για το αν αυτό το Σαββατοκύριακο θα γνωρίζουμε, πώς θα προχωρήσουν οι συνομιλίες για μια κυβέρνηση «φανάρι». Ήδη από τις πρώτες δηλώσεις φαίνεται κάτι που ήταν ήδη γνωστό. SPD και Πράσινοι είναι πιο κοντά από ότι οι Φιλελεύθεροι σε όσα έχουν μπει στο τραπέζι. Περισσότερες λεπτομέρειες ίσως να γίνονταν γνωστές το βράδυ της Παρασκευής. Εκεί που φαίνεται ότι θα δοθεί η μάχη είναι το θέμα της πρόσθετης φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων, κάτι που οι Φιλελεύθεροι αρνούνται προς το παρόν πεισματικά. Από την άλλη, υπάρχει το ερώτημα της εξεύρεσης των πόρων για να υλοποιηθούν φιλόδοξα σχέδια σε τομείς όπου θεωρητικά υπάρχει ήδη σύγκλιση, όπως η «πράσινη ανάπτυξη» και η «ψηφιοποίηση». Σχέδια που υπήρχαν και στο φιλελεύθερο προεκλογικό πρόγραμμα και που θεωρητικά ταιριάζουν και με το γενικότερο πλαίσιο της ΕΕ για το πώς θα μπορέσει να γίνει και πάλι ανταγωνιστική η ευρωπαϊκή οικονομία. Και ας μην ξεχνάμε ότι η ίδια η Ένωση των Γερμανών Βιομηχάνων μιλάει ήδη από το 2019 για την τόνωση της οικονομίας μέσω γενναίων δημόσιων επενδύσεων.

Άρα και οι Φιλελεύθεροι κάπου θα βάλουν νερό στο κρασί τους. Άλλωστε, οι δικοί τους «ιδανικοί εταίροι», οι Χριστιανοδημοκράτες αντιμετωπίζουν φαινόμενα αποσύνθεσης, με τις εσωτερικές διαμάχες να έχουν θέσει εντελώς στο περιθώριο τα όποια όνειρα για μια κυβέρνηση υπό την δική τους ηγεσία.

Όπως γράφαμε και την περασμένη εβδομάδα στην υπόλοιπη Ευρώπη ελπίζουν σε μια γρήγορη πρόοδο, αφού η ατζέντα με τα ανοιχτά θέματα είναι ανοιχτή και διαρκώς μεγαλώνει. Για παράδειγμα, την εβδομάδα που έρχεται η «υπηρεσιακή» Ανγκέλα Μέρκελ θα εκπροσωπήσει τη χώρα της σε μια σύνοδο, που θα ασχοληθεί με το καυτό θέμα του ερχόμενου χειμώνα. Την αντιμετώπιση δηλαδή της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας που απειλούν με φτωχοποίηση εκατομμύρια χαμηλόμισθων Ευρωπαίων.

 

Κολλημένοι με την αγορά

 

Ήδη έχει διαρρεύσει η ατζέντα της Κομισιόν για το πώς οι Βρυξέλλες θεωρούν ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η κρίση, η οποία σύμφωνα με το δικό της αισιόδοξο σενάριο θα διαρκέσει ένα εξάμηνο, δηλαδή ουσιαστικά ολόκληρο το χειμώνα. Στη σχετική πρόταση καθρεφτίζονται τα αδιέξοδα της εμμονής στο νεοφιλελευθερισμό. Από τη μια γίνεται κατανοητή η ανάγκη στήριξης των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά και των μικρών επιχειρήσεων, που βλέπουν τον εφιάλτη της ακρίβειας να πλησιάζει και από την άλλη η όποια στήριξη «επιτρέπεται» να δοθεί, οφείλει «να είναι στοχευμένη και προσωρινή».

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εφάπαξ πληρωμές είναι προτιμότερες, επειδή διατηρούν κίνητρα για τα νοικοκυριά να μειώσουν την κατανάλωση ενέργειας. Τα όποια μέτρα είναι αποδεκτά «εφόσον δεν στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και οδηγούν σε κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς ενέργειας της ΕΕ». Η πίστη στην αγορά μοιάζει ακλόνητη για τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών.

Η πρόταση για κοινή αγορά από την ΕΕ των ποσοτήτων φυσικού αερίου που χρειάζεται η Ευρώπη, απορρίπτεται και αυτή. Άλλωστε, υπάρχουν χώρες που έχουν κάνει τα δικά τους κουμάντα. (βλέπε π.χ. Nordstream 2).

Θα ήταν υπερβολικά αισιόδοξο να προσδοκά κανείς από την Κομισιόν να εγκαταλείψει τις εμμονές της και να αποφασίσει ότι το δικαίωμα στην ενέργεια θα έπρεπε να είναι εγγυημένο για όλους. Η «αποστροφή» της προς τα μακροχρόνια συμβόλαια προμηθειών είναι αποκαλυπτική. Το ένα λάθος μοιάζει να διαδέχεται το άλλο, αλλά αυτό μάλλον ελάχιστα απασχολεί. Η στενομυαλιά και η μικροψυχία πάντα έβρισκαν τρόπο να συμπεθεριάσουν. Ισως κάποια εταιρεία επικοινωνίας φροντίσει να μας εξηγήσει ότι για όλα φταίει ο «πονηρός Πούτιν».

Πάντως το ενεργειακό αναμένεται να αποκτήσει εκρηκτικές διαστάσεις σε μια Ευρώπη δίχως ανεξαρτησία σε αυτό τον τομέα, όπου οι προσεγγίσεις από χώρα σε χώρα είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Για παράδειγμα ο Εμανουέλ Μακρόν παρουσίασε αυτή την εβδομάδα ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την επέκταση της πυρηνικής ενέργειας ως «καθαρής» και φτηνής. Στόχος η δημιουργία πολλών «μικρών, μοντέρνων μονάδων» σε όλη τη χώρα, που θα αντικαταστήσουν το πεπαλαιωμένο δίκτυο των 56 μεγάλων πυρηνικών αντιδραστήρων στην Γαλλία, από το οποίο και παράγεται το 70% της ηλεκτρικής της ενέργειας. Όλα αυτά ενώ η Μέρκελ ήδη έχει δεσμευτεί για το κλείσιμο όλων των πυρηνικών αντιδραστήρων στην Γερμανία και οι δεδηλωμένοι εχθροί τους οι «Πράσινοι» ετοιμάζονται να μπουν στην κυβέρνηση.

 

 

 

Να μιλήσουμε και για Dexit;

 

Τον Μάιο του 2020 το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Καρλσρούη είχε αποφανθεί ότι η έγκριση του προγράμματος της ποσοτικής χαλάρωσης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ήταν «αυθαίρετη». Ουσιαστικά όχι μόνο ακύρωνε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργάνου, αλλά αμφισβητούσε και την «ανωτερότητά» του απέναντι στο εθνικό Δίκαιο. Πολλοί μίλησαν τότε για ένα «ταμπού» που έσπασε. Ωστόσο οι επιφυλάξεις της Καρλσρούης απέναντι στο... Λουξεμβούργο έχουν εκφραστεί ήδη από την εποχή του Μάαστριχτ, με τους γερμανούς δικαστές να κρατούν το δικαίωμα να έχουν πάντα το δικό τους... λόγο. Ωστόσο, ήταν πράγματι πρωτοφανής η απόφαση της γερμανικής δικαιοσύνης να αποφανθεί ότι το εθνικό δίκαιο υπερτερεί του ευρωπαϊκού.

Ό,τι δηλαδή έκαναν οι ανώτατοι δικαστές της Πολωνίας την περασμένη εβδομάδα προκαλώντας μια θύελλα «προφητειών» για ένα επερχόμενο Polexit. Στην περίπτωση της Γερμανίας βεβαίως κανείς δεν είχε μιλήσει για Dexit. Αντίθετα, τόσο η καγκελάριος Μέρκελ όσο και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προσπάθησαν να βρουν μια συμβιβαστική λύση και να εκτοπίσουν το σοβαρό αυτό ζήτημα από τα πρωτοσέλιδα του Τύπου. Κάποιοι ευελπιστούν να υπάρξει ένας διάλογος μεταξύ των δύο δικαστηρίων. Αλλά η Κομισιόν πρέπει να ξεκινήσει, έστω και καθυστερημένα την «διαδικασία επί παραβάσει» εναντίον της Γερμανίας.

Βεβαίως στην περίπτωση της Γερμανίας κανείς δεν απείλησε με διακοπή της χρηματοδότησης, όπως συμβαίνει τώρα με την Πολωνία. Η Κομισιόν μπλοκάρει τα 57 δισ. που αναλογούν στην Βαρσοβία από το Ταμείο Ανάκαμψης, αντιμετωπίζοντας πάλι με έναν οικονομίστικο τρόπο ένα βαθιά πολιτικό πρόβλημα. Στο μεταξύ, μια δημοσκόπηση από τη γειτονική Ρουμανία δείχνει τα δύο τρίτα των πολιτών έτοιμα να εγκαταλείψουν την ΕΕ, αντί να θιχτούν τα εθνικά συμφέροντα. Το ντόμινο δεν θέλει και πολύ για να πάρει μπρος.

Πρόσφατα άρθρα ( Ευρώπη )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet