Πάντα υπήρχε έλλειψη εθελοντικά προσφερόμενου αίματος, αλλά ιδιαίτερα μέσα στην πανδημία ο κόσμος φοβήθηκε να πλησιάσει τα νοσοκομεία.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας καρκινοπαθείς και χρόνια πάσχοντες ασθενείς αντιμετώπισαν πολλαπλά προβλήματα. Καθυστερήσεις θεραπειών, δυσκολία πρόσβασης σε δομές υγείας, αναβολή προγραμματισμένων ραντεβού και εξεταστικών ελέγχων, αλλαγή πλάνου θεραπείας είναι ορισμένα μόνο από αυτά. Το πιο σημαντικό όμως πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι άνθρωποι αυτοί ήταν ο φόβος λόγω του κορονοϊού.
«Εν μέσω της πανδημίας υπήρχε ο φόβος του κορονοϊού και πολλοί ασθενείς είχαν αναβάλει τις τακτικές εξετάσεις τους. Αυτό τι σημαίνει; Αν δεν κάνει τον τακτικό του έλεγχο ένας καρκινοπαθής ή κάποιος ασθενής με άλλη χρόνια πάθηση, μπορεί να κινδυνέψει να αλλάξει στάδιο της νόσου χωρίς να το αντιληφθεί, κάτι που πρέπει πάντα να το προλαβαίνουμε. Ο κόσμος φοβόταν, φοβόταν να πάει στα διαγνωστικά κέντρα, να πάει στα νοσοκομεία, γινόντουσαν αναβολές στα ραντεβού με τους γιατρούς ή τις χημειοθεραπείες. Κάτι άλλο που φόβιζε πολύ τους ασθενείς είναι ότι δεν επιτρεπόταν να έχουν συνοδό μέσα στο νοσοκομείο», αναφέρει στην «Εποχή» η Εύη Ορφανού, πρόεδρος του Συλλόγου Καρκινοπαθών & Σπάνιων Παθήσεων Νομού Έβρου «Μαζί για Ζωή» και αναπληρώτρια γενική γραμματέας της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας.
Από τη μεριά της, η πολιτεία δεν παρείχε στους ασθενείς έγκαιρη ενημέρωση. «Υπήρξε ελλιπής ενημέρωση από την πολιτεία προς τον κόσμο ότι θα πρέπει να μην καθυστερεί να κάνει τις εξετάσεις του. Έπρεπε επίσης να είχαν γίνει προσλήψεις γιατρών σε πολλές ειδικότητες, ώστε να μπορούν να στηριχθούν οι χρόνια πάσχοντες. Χρειαζόμαστε περισσότερες δομές υγείας και πιο εξειδικευμένες. Όπως δείχνουν όλα τα στοιχεία, όταν περάσει όλο αυτό με τον Covid, αναμένουμε έξαρση στις χρόνιες παθήσεις και ιδιαίτερα στον καρκίνο», ολοκληρώνει η Εύη Ορφανού.
Πρόσφατες μελέτες
Με πρωτοβουλία της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου (ΕΛΛ.Ο.Κ.) πραγματοποιήθηκε έρευνα με θέμα την παρουσίαση και αποτύπωση των εμπειριών των ασθενών με καρκίνο κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η έρευνα χωρίστηκε σε 3 φάσεις-κύματα: α) Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2019, β) Ιούνιος-Αύγουστος 2020 και γ) Μάρτιος-Απρίλιος 2021. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της πανδημίας 1 στους 3 συμμετέχοντες αντιμετώπισαν δυσκολίες ή ακόμα και αδυναμία πρόσβασης στις δομές του Συστήματος Υγείας, ενώ σημαντικά ήταν και τα προβλήματα επικοινωνίας με το ιατρικό προσωπικό. Το 17% των ερωτηθέντων απάντησε ότι είχε πρόβλημα σχετικά με την πρόσβασή του στις διαγνωστικές εξετάσεις, το 30% σχετικά με την εύρεση ραντεβού, ενώ το 10% ανέβαλε τον προ-συμπτωματικό έλεγχο. Επίσης, κατά τη δεύτερη και τρίτη φάση της πανδημίας τα κύρια προβλήματα που αντιμετώπισαν οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν η καθυστέρηση ή ακύρωση ραντεβού (35%), η καθυστέρηση επαναληπτικών εξετάσεων (15%) και ο αποκλεισμός τους από τα νοσοκομεία λόγω της πανδημίας (12%).
Σύμφωνα με άλλη μελέτη του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς με θέμα τη διερεύνηση αιτιών καθυστέρησης διάγνωσης και έναρξης θεραπείας ασθενών με καρκίνο, μόλις το 17% των συμμετεχόντων θεωρεί ότι δόθηκαν έγκαιρα οδηγίες ή συστάσεις από το υπουργείο Υγείας για τους ασθενείς με καρκίνο κατά το 2ο και 3ο στάδιο της πανδημίας. Αντίθετα, το 30% δήλωνε ότι στο πρώτο κύμα της πανδημίας δόθηκαν έγκαιρα οδηγίες και συστάσεις. Σε άλλο σημείο της έρευνας τονίζεται πως «το ΕΣΥ βρέθηκε ανέτοιμο να αντιμετωπίσει τη φοβερή πίεση που του ασκήθηκε από την πανδημία, βιώνοντας χρόνιες αδυναμίες και ελλείψεις, όπως υποχρηματοδότηση, υποστελέχωση, απουσία πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας κ.ά.). Έτσι τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ογκολογικοί ασθενείς και πριν από την εμφάνιση της πανδημίας συνέχισαν να υπάρχουν ή και επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκειά της».
Ασθενείς με αναιμία
Μεγάλες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και οι ασθενείς που πάσχουν από αναιμία, με βασικότερη την έλλειψη αίματος. «Στη δική μας κατηγορία το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε, το οποίο υπάρχει ακόμη και τώρα, είναι η έλλειψη αίματος. Αυτή τη στιγμή η έλλειψη είναι πάρα πολύ έντονη, ειδικά στην Αθήνα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να υπάρχουν αναβολές μεταγγίσεων, οι οποίες αποτελούν για εμάς τη βασική μορφή θεραπείας. Σε κάποια νοσοκομεία μάλιστα έφτασαν στο σημείο να νοσηλευτούν ασθενείς λόγω της μεγάλης έλλειψης αίματος και υπομετάγγισης. Γενικά οι ασθενείς δεν παίρνουν τις ποσότητες αίματος που χρειάζονται. Δηλαδή ενώ πρέπει να πάρουν 2 μονάδες αίματος κάθε 15 μέρες, τους βάζουν 1 μονάδα. Έτσι αναγκάζονται να ξαναπηγαίνουν την επόμενη εβδομάδα, αναγκάζονται επίσης να πηγαίνουν και για διασταύρωση, δηλαδή δυο μέρες νωρίτερα για να δώσουν δείγμα αίματος. Αυτό έχει αναστατώσει όλη τους την προσωπική ζωή γιατί δεν μπορούν να εργαστούν, δεν μπορούν να είναι συνεπείς με τις οικογένειές τους, δεν μπορούν να πάνε στο σχολείο τους. Γενικά μας έχει αποδιοργανώσει τελείως όλο αυτό», τονίζει στην «Εποχή» η Βάνα Μυρίλλα, γενική γραμματέας του Πανελληνίου Συλλόγου Πασχόντων από Μεσογειακή Αναιμία και Δρεπανοκυτταρική Νόσο και αντιπρόεδρος της ελληνικής Ομοσπονδίας Θαλασσαιμίας και ολοκληρώνει: «Πάντα υπήρχε έλλειψη εθελοντικά προσφερόμενου αίματος, αλλά ιδιαίτερα μέσα στην πανδημία ο κόσμος φοβήθηκε να πλησιάσει τα νοσοκομεία, ενώ ακόμα και σε αιμοληψίες που γινόντουσαν σε εξωτερικούς χώρους υπήρξε μειωμένη προσέλευση. Δεν μπορούσαμε να συλλέξουμε αίμα από διάφορες περιφέρειες, νομούς, μικρά χωριουδάκια γιατί είχαν απαγορευτεί οι μετακινήσεις. Τέλος, η καμπάνια «Μένουμε Σπίτι» απέτρεψε πολλούς αιμοδότες, γιατί δεν υπήρξε μια παράλληλη καμπάνια «Βγαίνουμε να δώσουμε αίμα».