Ένα χρόνο πριν, στις 7 Οκτωβρίου 2020, οι κατηγορούμενοι –με ελάχιστες εξαιρέσεις– ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής καταδικάζονταν ομόφωνα από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Ένα χρόνο μετά, έχουν ήδη αποφυλακιστεί, υπό όρους και μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, ο Γ. Πατέλης (18/10/21), ο Μ. Αρβανίτης (6/9/21) και ο Ν. Παπαβασιλείου (15/2/21).
Ένα χρόνο πριν, η οργή ξεχείλιζε στο ενδεχόμενο η πρόταση της εισαγγελέως Α. Οικονόμου να αποτελούσε απόφαση της έδρας. Η καμπάνια «Δεν είναι αθώοι» εξελίχθηκε σε κίνημα, με εκατοντάδες χιλιάδες υποστηρικτές. Γράφτηκαν κείμενα επιστημόνων, διανοουμένων, βουλευτών, πολιτικών, καλλιτεχνών κ.λπ., πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, οργανώθηκαν εκδηλώσεις ενημέρωσης, έγιναν αφισοκολλήσεις, δόθηκαν συναυλίες. Όλα γύρω από το σύνθημα «Δεν είναι αθώοι», με στόχο την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Και η καταδίκη ήρθε. Ύστερα και από την κοινωνική πίεση.
Ένα χρόνο μετά, η οργή ξεχειλίζει ξανά. Δεν μοιάζει δίκαιο μόλις ένα χρόνο μετά να βγαίνουν από τη φυλακή οι καταδικασθέντες. Ούτε και σύνηθες.
Στην περίπτωση του Γ. Πατέλη αποφασίστηκε πως εκείνος πρέπει να βρεθεί δίπλα στο παιδί του, που αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, και κρίθηκε πως δεν θα τελέσει νέα αδικήματα. Το πρώτο επιχείρημα είναι αυτό που μπορεί να υποστηριχθεί με στοιχεία, με ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη στην προκειμένη. Το δεύτερο είναι μια «μαντεψιά» από πλευράς εισαγγελέα και δικαστών, για το τι θα κάνει στη ζωή του ο κύριος που έλεγε στους εκπαιδευόμενους νεοφασίστες «ό,τι κινείται, σφάζεται». Η αποφυλάκιση του Γ. Πατέλη δεν είναι έωλη, είναι στη λογική του εξανθρωπισμού της ποινής. Όμως, εφαρμόζεται σε ελάχιστες περιπτώσεις. Και εδώ είναι το ζήτημα. Η συνήθης πρακτική είναι απορριπτική. Είθισται στις αιτήσεις αποφυλάκισης οι δικαστικοί λειτουργοί –υπό το φόβο κυρίως του να μην βρεθούν υπόλογοι ότι αποφυλάκισαν κάποιον που εγκλημάτησε ξανά– να εξαντλούν κάθε αυστηρότητα. Με πρόσχημα το δικαίωμα που τους δίνει ο νόμος να κάνουν τις «Πυθίες» εικάζουν πως ο αιτών/η αιτούσα θα ξαναδιαπράξει κάποιο έγκλημα και απορρίπτουν το αίτημα. Οι «παλιοί κρατούμενοι» βοούν πως για να αρχίσεις να ελπίζεις για αποφυλάκιση πρέπει να κάνεις αιτήσεις επί αιτήσεων. Και για αυτό ένα πάγιο αίτημα του κινήματος των κρατουμένων είναι να αρθεί η «μαντεψιά» και να είναι αντικειμενικά τα κριτήρια που θα κρίνουν αν κάποιος μπορεί να αποφυλακιστεί ή όχι.
Το αίτημα δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι, να κρίνονται έτσι απάνθρωπα και οι χρυσαυγίτες καταδικασθέντες. Όμως, το περί δικαίου αίσθημα πρέπει να προστατεύεται. Πρέπει να μην δημιουργούνται σύννεφα για ευνοϊκή μεταχείριση. Ιδιαίτερα για τη δράση της Χρυσής Αυγής ήταν πολλά τα σύννεφα που μαζεύτηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες, μέχρι που ξέσπασε η καταιγίδα, μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, όταν από τα υπουργικά συρτάρια ξεκλειδώθηκαν δικογραφίες.
Και ο σπόρος της αμφισβήτησης συνεχώς ποτίζεται. Μόλις τις τελευταίες βδομάδες δείτε πώς αντιμετωπίστηκε από τον Τύπο η αποφυλάκιση του Ν. Παλαιοκώστα (6/10/21), ενός ένοπλου ληστή, χωρίς ανθρωποκτονία, μετά από 16 συνεχόμενα χρόνια ή η αίτηση αποφυλάκισης του Δ. Κουφοντίνα, ύστερα από 19 χρόνια έκτισης. Πηχυαίοι τίτλοι οργής. Στην περίπτωση του Γ. Πατέλη μεταφέρεται απλώς η «οργή της οικογένειας Φύσσα». Και επιχειρείται η αποσιώπηση. Όπως αποσιωπήθηκε η αποφυλάκιση του «Ινδιάνου» ύστερα από επτά μήνες προφυλάκισης, χωρίς στοιχεία, και με τη «μαντεψιά» ότι θα τελέσει νέα αδικήματα ή πως θα γίνει φυγόδικος. Ή όπως –από την αντίθετη- παρακολουθείται καθημερινά η φυλάκιση αλλά και η αποφυλάκιση του Μ. Φουρθιώτη ή η φυλάκιση του Γ. Λιγνάδη.
Οι καταδικασθέντες της εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» δεν θα μείνουν για πάντα φυλακή. Ούτε θα εκτίσουν όσα χρόνια καταδικάστηκαν. Δεν προβλέπει αυτό ο νόμος. Και φυσικά, δεν πρέπει αυτό να είναι το αίτημα του αντιφασιστικού κινήματος. Όμως, αν μη τι άλλο η συνέχιση της επιεικούς στάσης απέναντι στους χρυσαυγίτες –σε μία περίοδο που καταγράφονται ξανά επιθέσεις από μέλη της οργάνωσης Χρυσή Αυγή αλλά και άλλες φασιστικές οργανώσεις– προκαλεί το κοινό αίσθημα και πλήττει την ήδη λαβωμένη εμπιστοσύνη στο θεσμό της Δικαιοσύνης.