«Δεν υπάρχει κακό»
Τρεις ταινίες για τρία μεγάλα θέματα περιλαμβάνει η τρέχουσα κινηματογραφική εβδομάδα.
Δύο σκηνοθέτες και μία σκηνοθέτιδα ξετυλίγουν ένα κουβάρι το οποίο ενώνει το Ιράν, τη Βοσνία και την Ιταλία με ολόκληρο τον κόσμο, διαπραγματεύονται τρία διαφορετικά θέματα τα οποία όμως εδράζονται στην κοινή βάση της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αξίες οι οποίες αμφισβητούνται από τη θανατική ποινή, τον πόλεμο και την κακοποίηση.
Ο Μοχάμαντ Ρασούλοφ καταδικάστηκε από το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν σε κατ’ οίκον περιορισμό ενώ ταυτόχρονα του απαγορεύτηκε να γυρίζει ταινίες. Εκείνος όμως αγνόησε τις αρχές και κατάφερε, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, όχι απλώς να γυρίσει ταινία αλλά να την στείλει στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και το «Δεν υπάρχει κακό» (Sheytan vojud nadarad) να κερδίσει τη Χρυσή Άρκτο Καλύτερης Ταινίας.
Ο Ρασούλοφ καταπιάνεται με την επιβολή της θανατικής η ποινής, μια τιμωρητικής πρακτικής η οποία βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη στη χώρα του.
Μέχρι το πρώτο ημίωρο βλέπουμε έναν οικογενειάρχη ο οποίος πηγαίνει με τη γυναίκα του για ψώνια, παίρνει την κόρη του από το σχολείο και ζει μια φυσιολογική καθημερινότητα. Και ξαφνικά έρχεται εκείνη η σοκαριστική σκηνή η οποία αποκαλύπτει ποιο είναι το επάγγελμα εκείνου του ήρεμου οικογενειάρχη. Και οι θεατές προσπαθούν να συνέλθουν από το σοκ –τουλάχιστο εγώ έτσι ένιωσα– μέχρις ότου οδηγηθούν στη δεύτερη ιστορία, η οποία είναι εξίσου συγκλονιστική. Ήρωας ένας στρατιώτης ο οποίος έχει επιστρατευτεί για την εκτέλεση ενός άνδρα καταδικασμένου σε θάνατο. Κάτι που δεν μπορεί να αντέξει και θα κάνει το παν για να το αποφύγει. Ακολουθεί η ιστορία ενός άλλου στρατιώτη ο οποίος επισκέπτεται με άδεια την αγαπημένη του, η οικογένεια της οποίας πενθεί το θάνατο ενός φίλου ο οποίος εκτελέστηκε. Οι αποκαλύψεις που ακολουθούν θα δημιουργήσουν ανυπέρβλητα προβλήματα στη σχέση του ζευγαριού. Και τέλος, έχουμε την ιστορία ενός γιατρού, ο οποίος ζει απομονωμένος στη μέση του πουθενά με τη γυναίκα του, όταν τον επισκέπτεται η ανιψιά του, κόρη του αδελφού του, η οποία ζει στην Ευρώπη. Η παρουσία της κοπέλας είναι καταλυτική καθώς αποκαλύπτεται το μεγάλο μυστικό του άνδρα ο οποίος κρύβεται, επειδή πριν πολλά χρόνια, ως στρατιώτης, αρνήθηκε να πάρει μέρος σε μια εκτέλεση. Και αυτή δεν είναι η μοναδική αποκάλυψη!
Μια ταινία η οποία οδηγεί βαθιά στην ανθρώπινη συνείδηση. Όταν μέσα μας διεξάγεται η ανελέητη πάλη ανάμεσα στο διατεταγμένο «πρέπει και στο ελεύθερο «θέλω». Τέσσερις ιστορίες με κοινό θεματικό άξονα τη θανατική ποινή και τους ανθρώπους οι οποίοι εμπλέκονται, όχι ως καταδικασμένα θύματα αλλά ως …καταδικασμένοι θύτες! Τέσσερις ιστορίες οι οποίες συνθέτουν μια δυνατή, τόσο θεματικά όσο και σκηνοθετικά, ταινία, η οποία αμφισβητεί ένα ολόκληρο καθεστώς. Ένα καθεστώς το οποίο δεν διστάζει να οδηγήσει τον οποιονδήποτε στην αγχόνη. Και γι’ αυτό ο Ρασούλοφ είναι αξιέπαινος όχι μόνον ως σκηνοθέτης αλλά και ως αγωνιζόμενος, ενεργός πολίτης.
«Κβο βάντις, Άιντα;»
Όλο το βάρος της ιστορίας
Τον Ιούλιο του 1995, συντελέστηκε στη Σρεμπρένιτσα της Βοσνίας, ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου στον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας. Ήταν η εξόντωση 8.000 Βόσνιων από τα στρατεύματα του σέρβου στρατηγού Ράτκο Μλάντιτς κάτω από τη μύτη των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ. Οι οποίες την κρίσιμη στιγμή φάνηκαν κατώτερες των περιστάσεων φέροντας μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τη σφαγή καθώς δεν κατόρθωσαν να ανακόψουν την εκδικητική μανία των επιτιθέμενων.
Μέσα από τα μάτια της Άιντα, μιας γυναίκας η οποία εργάζεται ως διερμηνέας για τις δυνάμεις του ΟΗΕ, παρακολουθούμε λεπτό-λεπτό τις συγκλονιστικές στιγμές τρόμου, που έζησαν οι κάτοικοι της πολιορκημένης πόλης. Και η Άιντα ενώ προσπαθεί να διεκπεραιώσει τα καθήκοντά της, την ίδια ώρα αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να σώσει από τον θάνατο την οικογένειά της, τα δύο της αγόρια και τον άντρα της.
Η Γιασμίλα Ζμπάνιτς, με την ταινία «Κβο βάντις, Άιντα;» (Quo vadis, Aida?), φέρνει στην επιφάνεια μια από τις πιο βρόμικες σελίδες, του βρόμικου εμφυλίου πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Με την κάμερα να καταγράφει με τρόπο νευρώδη τα όσα συμβαίνουν, να κινείται πέρα δώθε μέσα στους χώρους του στρατοπέδου του ΟΗΕ, ανάμεσα στους άμαχους, πλάι στους αγριεμένους στρατιώτες του Μλάντιτς αποτυπώνει με απόλυτη ακρίβεια τα γεγονότα αλλά και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Ντοκιμαντερίστικη και, ίσως, ρεπορταζιακή αισθητική προσδίδουν ανατριχιαστική αληθοφάνεια στα τεκταινόμενα επί της οθόνης.
Η Γιάσμα Ντούρισιτς, στο ρόλο της Άιντα, δίνει μια σπαρακτική ερμηνεία στον ρόλο μιας γυναίκας που θαρρείς πως όλο το βάρος της ιστορίας έπεσε στους ώμους της. Όπως δήλωσε η σκηνοθέτιδα: «έπειτα από τόσα χρόνια γυρίσαμε μια ταινία που αποτυπώνει τι συνέβη ώστε το κοινό να δει και αισθανθεί. Σε αυτό το σημείο, ελπίζω πως κατά κάποιο τρόπο κλείνει ο κύκλος και επέρχεται ένα είδος κάθαρσης έπειτα από τόσα χρόνια. Για εμάς δεν είναι απλά μια ταινία. Είναι μια υπενθύμιση των όσων συνέβησαν στην Σρεμπρένιτσα, τη γενοκτονία στην Βοσνία το 1995 κι όλες τις υπόλοιπες γενοκτονίες που συνέβησαν και συντελούνται και τώρα, που δεν θα πρέπει να ξεχαστούν ή να τις αρνούμαστε».
Δύο μεγάλα ζητήματα
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 χιλιάδες Ιταλοί, ιδίως από τις νότιες και πιο φτωχές περιοχές της χώρας, αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν. Ο 40χρονος σκηνοθέτης Πάολο Λικάτα, μια τέτοια ιστορία αφηγείται με την ταινία «Μόνη με τα όνειρά της» (Picciridda-Con I piedi nella sabbia). Είναι η ιστορία της 11χρονης Λουτσία, οι γονείς της οποίας αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στη Γαλλία για να βρουν δουλειά. Έτσι το κορίτσι θα μείνει στο φτωχό χωριό της Σικελίας, υπό τον έλεγχο της αυστηρής γιαγιάς της. Στο χωριό ζει και η αδελφή της γιαγιάς μαζί με την κόρη της, θείες της Λουτσία, με τις οποίες όμως δεν της επιτρέπει να έχει καμία επαφή.
«Μόνη με τα όνειρά της»
Έτσι το 11χρονο κορίτσι περνά τον καιρό του πηγαίνοντας στο σχολείο, παίζοντας με τις φίλες της, και ενώ από μέσα της επιθυμεί να μιλήσει με την θεία της, την ίδια ώρα ζει με την προσμονή, σύντομα οι γονείς της να την πάρουν κοντά τους.
Και καθώς η Λουτσία εγκαταλείπει βιώνει μια τρομακτική εμπειρία. Κι ύστερα ένα τρομερό, κρυμμένο οικογενειακό μυστικό θα αποκαλυφθεί εξηγώντας με τη σειρά του την περίεργη και σκληρή στάση της γιαγιάς.
Ταινία λουσμένη στο δυνατό φως της Νότιας Ιταλίας, το οποίο όμως δεν μπορεί να φωτίσει τις σκοτεινές πτυχές των γεγονότων. Ο σκηνοθέτης με έναν ιδιαίτερα λυρικό αλλά και ρεαλιστικό έως σκληρό τρόπο, θέτει επί τάπητος δύο μεγάλα ζητήματα. Το πρώτο είναι εκείνο της μετανάστευσης αλλά και, με πιο έντονο και δραματικό τρόπο, καθώς επάνω σε αυτό έχει στηθεί όλη η αφήγηση, εκείνο της σεξουαλικής κακοποίησης μέσα στην οικογένεια.
Η μεγάλη παράδοση του ιταλικού σινεμά και των μεγάλων σκηνοθετών, αναδεικνύονται μέσα από τις δυνατές εικόνες του Λικάτα, ο οποίος με υποδειγματική λιτότητα αλλά και σαφήνεια, ξετυλίγει τον αφηγηματικό του μίτο οδηγώντας σε ένα φινάλε στο οποίο συνυπάρχει το τραύμα με τη λύτρωση.
Προβάλλονται επίσης
Οι Φανί Λιατάρ και Ζερεμί Τρουίλ σκηνοθετούν την ταινία «Γκαγκάριν» (Gagharine), με ήρωα τον 16χρονο Γιούρι, ένα νεαρό οποίος ζει στο οικιστικό συγκρότημα Γιούρι Γκαγκάριν, στα προάστια του Παρισιού. Όταν οι αρχές αποφάσισαν να κατεδαφίσουν το συγκρότημα το οποίο οικοδομήθηκε στα 1960 -μάλιστα ο ίδιος ο σοβιετικός κοσμοναύτης του οποίου φέρει το όνομα το εγκαινίασε-, ο Γιούρι ξεκινά αγώνα για να το σώσει.
Ένα δυνατό οικολογικό θρίλερ, σε σκηνοθεσία Άντριου Λέβιτας και με πρωταγωνιστή τον Τζόνι Ντεπ, είναι το «Μινιμάτα». Ο τίτλος της ταινίας έχει το όνομα μιας ιαπωνικής πόλης, ο υδροφόρος ορίζοντας της οποίας μολύνεται με υδράργυρο από τα τοξικά απόβλητα ενός εργοστασίου. Μια κοπέλα ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη για να πείσει το διάσημο φωτορεπόρτερ Γουίλιαμ Γιουτζίν Σμιθ να αναδείξει το θέμα μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Λάιφ.
Ταινία τρόμου για γερά νεύρα είναι «Η νύχτα με τις μάσκες 2» (Holloween kills 2), του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, ενώ στο «Venom 2», του Άντι Σέρκις, παρακολουθούμε τις νέες περιπέτειες του ήρωα της Μάρβελ κόμικς.
Τέλος, προβάλλεται και η ταινία κινουμένων σχεδίων «Ο Ρον χάλασε» (Ron’s gone wrong) των Σάρα Σμιθ, Ζαν Φιλίπ Βινέ και Οκτάβιο Ε. Ροντρίγκεζ.