Κεν Λόουτς, Εντουάρ Λουί «Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική», μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδόσεις Αντίποδες, 2021
Τον Δεκέμβριο του 2019, σε μια τηλεοπτική εκπομπή, ο σκηνοθέτης Κεν Λόουτς και ο συγγραφέας Εντουάρ Λουί συναντήθηκαν και συνομίλησαν εφ’ όλης της ύλης μεταξύ τους και με το κοινό, αγγίζοντας σε μικρό ή σε μεγάλο βαθμό πολλά θέματα, σε μια συζήτηση εξαιρετικά ενδιαφέρουσα που αποτυπώνεται στο ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο.
Όπως υπογραμμίζει στο επίμετρό του ο Θανάσης Καμπαγιάννης, οι δύο συνομιλητές απέφυγαν τον μεγάλο κίνδυνο σε τέτοιου είδους συζητήσεις: τους παράλληλους μονόλογους. Με πενήντα έξι χρόνια να τους χωρίζουν(;), ο Λόουτς και ο Λουί συζητούν απλά και ουσιαστικά, συγκροτώντας συνάμα από κοινού ένα ριζοσπαστικό πλαίσιο ανάγνωσης της πραγματικότητας, καθώς φωτίζουν πολλές από εκείνες τις κρυφές γωνίες της πραγματικής ζωής που ο κυρίαρχος λόγος φροντίζει συστηματικά να συγκαλύπτει. Πράγματα που ορισμένοι κριτικοί και αναλυτές πασχίζουν να απαξιώσουν, όπως και όποιον καλλιτέχνη ασχολείται μ’ αυτά τα «πεζά» πράγματα της πραγματικότητας μιλώντας με σηκωμένο φρύδι για «στρατευμένη τέχνη».
Οι δύο συνομιλητές ξεκινούν τη συζήτηση από το δίλημμα που θέτει ο σημερινός καπιταλισμός για την εργασία, για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες («ή θα πεθάνετε από την πείνα ή θα πεθάνετε στη δουλειά»), ενώ ο Λουί παραδέχεται ότι για το βιβλίο του Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου επηρεάστηκε από την ταινία του Λόουτς Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ και την ψυχολογική και σωματική συντριβή ενός ανθρώπου από τον κρατικό μηχανισμό την οποία απεικονίζει. «Το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας», στην Αγγλία τουλάχιστον, «έχει τιμωρητικό χαρακτήρα», λέει ο Λόουτς, για να προσθέσει: «Πρόκειται για βία. Και μιλώ για συνειδητή βία». Ή αλλιώς, όπως λέει ο Λουί, πρόκειται για «την κοινωνική βία και τις οικονομικές ανισότητες».
Το φάσμα των θεμάτων που θίγονται είναι ευρύτατο: από τη συλλογικότητα και την «ηθική του αγώνα», τον Τύπο («οι ιδέες της δεξιάς είναι πανταχού παρούσες στα μέσα ενημέρωσης»), τη θεσμική βία (είτε των αστυνομικών και των δικαστών είτε των ανισοτήτων) και τους άστεγους («αυτή η βία είναι υπερβολικά ορατή»), την τέχνη και τον «λόγο των κυρίαρχων» γι’ αυτήν («η τέχνη δημιουργείται υπό μια συνθήκη οργής», λέει ο ένας, «η τέχνη πρέπει να είναι ανατρεπτική», συμπληρώνει ο άλλος), για το κατεστημένο στην τέχνη και τη «βία του πολιτισμικού κεφαλαίου» (που «μπορεί να είναι ακόμη πιο ισχυρή από εκείνη του οικονομικού κεφαλαίου»), μέχρι βεβαίως το θέμα της Αριστεράς και της σχέσης της με τις υποτελείς τάξεις: ο Λόουτς επικρίνει εκείνη την Αριστερά που «έχει σταματήσει να μάχεται για τις λαϊκές τάξεις» και «έχει ταυτιστεί με τα συμφέροντα των εργοδοτών», ενώ ο Λουί επαναλαμβάνει την κριτική του για «το γεγονός ότι τα κόμματα της θεσμικής αριστεράς εξαφάνισαν σταδιακά από το λόγο τους τούς φτωχούς, την οικονομική επισφάλεια και την κοινωνική βία», θεωρώντας το τη βασική αιτία που οι λαϊκές τάξεις εγκαταλείπουν την Αριστερά ή ακόμα και στρέφονται στην ακροδεξιά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συζήτησή τους οι δύο συνομιλητές αποφεύγουν τα στερεότυπα και τις ευκολίες και θίγουν ή και εμβαθύνουν σε πιο δύσβατα θέματα, όπως π.χ. ο ρόλος της κοινότητας ή μια πιθανή εξιδανικευτική καρικατούρα των λαϊκών τάξεων.
Λίγες σελίδες έχει αυτό το βιβλίο, αλλά κάθε σελίδα του σκαλίζει θέματα κρίσιμα, πυροδοτεί προβληματισμούς, συμφωνίες, διαφωνίες, σε μια εύφορη συζήτηση δύο ανθρώπων που, για να επανέλθω στο επίμετρο, «συμμερίζονται μια κοινή στάση: αντιμετωπίζουν τα ερωτήματα από τη σκοπιά των από κάτω».