Την ανοχή στο περιβαλλοντικό έγκλημα νομοθέτησε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας με τον τελευταίο του νόμο, διατάξεις του οποίου αλλοιώνουν τον περιβαλλοντικό έλεγχο, μετατρέποντας τον σε μια περισσότερο συμβουλευτική, παρά ελεγκτική διαδικασία. Παράλληλα, ορίζεται ότι πρόστιμα θα επιβάλλονται πια, μόνο όταν διαπιστώνονται πολύ σοβαρές παραβάσεις, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον.
Αναλυτικότερα, οι διατάξεις 50-51 στον νόμο για την ενσωμάτωση της οδηγίας 2018/2002 προβλέπουν την ίδρυση μητρώου ελεγκτών περιβάλλοντος. Στο μητρώο αυτό θα εγγραφούν ιδιώτες ελεγκτές, οι οποίοι θα διενεργούν ελέγχους, σύμφωνα με τον προγραμματισμό των αρμόδιων υπηρεσιών. Με τον τρόπο αυτό το υπουργείο Περιβάλλοντος ελπίζει να εντατικοποιήσει τους ελέγχους χωρίς να προχωρήσει σε προσλήψεις. Οι ιδιώτες ελεγκτές κατά τα πρότυπα της σύμβασης, που υπέγραψε η κυβέρνηση τον περασμένο Μάρτη με την «Ελληνικός Χρυσός», θα αποζημιώνονται από τον ελεγχόμενο, ενώ οι επιθεωρητές του υπουργείου θα εγκρίνουν τις εκθέσεις τους, χωρίς ωστόσο να συμμετέχουν στις αυτοψίες.
Εφόσον διαπιστωθούν παραβάσεις, ο ελεγκτής δεν εισηγείται την επιβολή προστίμων, αλλά συντάσσει πλάνο με διορθωτικές ενέργειες και ορίζει προθεσμία συμμόρφωσης για την εταιρεία ή τον φορέα που παρανομεί. Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, υποστήριξε πως επιλέχθηκε η παραπάνω διαδικασία, επειδή η κυβέρνηση δεν θέλει να ματώνουν οι επιχειρήσεις. Ωστόσο, τα πρόστιμα έχουν και μια αποτρεπτική ισχύ, που χάνεται με τις νουθεσίες και τις συστάσεις. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δημήτρης Βαγιανός, μέλος του ΔΣ του WWF και συντάκτης της έκθεσης Πισσαρίδη, σε άρθρο του στην «Καθημερινή»: «Τι θα γινόταν αν φορολογικοί έλεγχοι που διαπίστωσαν παραβάσεις παρέχουν μόνο συστάσεις για συμμόρφωση σε ορίζοντα τριετίας; Η φοροδιαφυγή θα εκτοξευόταν». Αντίστοιχα, χωρίς τα πρόστιμα αναμενόμενη είναι και η εκτόξευση των παραβάσεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.
Όσον αφορά την προθεσμία συμμόρφωσης, αυτή συνδέεται μεταξύ άλλων με παράγοντες που δεν σχετίζονται με τη ρύπανση, όπως το κόστος των διορθωτικών ενεργειών σε σύγκριση με τον ετήσιο κύκλο εργασιών. Μάλιστα, ορίζεται ότι η προθεσμία μπορεί να αγγίξει και τα τρία χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο παραβάτης θα συνεχίζει την παράνομη δραστηριότητα του με την ευλογία του κράτους.
Πρόστιμα θα επιβάλλονται μόνο εάν η παράβαση ενέχει κίνδυνο «για τη δημόσια υγεία» ή «απειλεί με άμεσες και σημαντικές αρνητικές συνέπειες το περιβάλλον». Αλλά ακόμα και για τις παραβάσεις που εμπίπτουν σε αυτές τις κατηγορίες , ο νόμος ορίζει ότι τα πρόστιμα επιβάλλονται εάν ο κίνδυνος «δεν μπορεί να αποτραπεί χωρίς άμεση ενέργεια εκ μέρους του ελεγκτή». Η διατύπωση αυτή ομολογουμένως αφήνει περιθώρια για διφορούμενες ερμηνείες, ενώ δημιουργεί την εντύπωση ότι μεταθέτει μέρος της ευθύνης στον εκλεκτή και, κατ’ επέκταση, στο δημόσιο. Παράλληλα, για την αξιολόγηση τη σοβαρότητας μια παράβασης θα συνεκτιμώνται άσχετοι παράγοντες, όπως «το ιστορικό συμμόρφωσης» και ο «βαθμός συνεργασίας του ελεγχόμενου φορέα».
Τέλος, την απόσυρση των επίμαχων διατάξεων ζήτησε η επικεφαλής πολιτικής του WWF, Θεοδότα Νάντσου στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής. Η Θ. Νάντσου σημείωσε ότι η «διαδικασία που προτείνεται είναι μακρά, δαιδαλώδης» κι ότι «η εντύπωση που δίνεται είναι ότι ο σκοπός είναι να καθυστερήσουν ακόμα περισσότερο αυτές οι δύσκολες διαδικασίες», ενώ επανέλαβε το αίτημα της οργάνωσης να συγκροτηθεί Ανεξάρτητη Αρχή Περιβαλλοντικών Επιθεωρήσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ σε άλλες χώρες ο θεσμός είναι, πράγματι, ανεξάρτητος, στην Ελλάδα οι επιθεωρητές δεν μπορούν καν να επιβάλλουν πρόστιμα παρά μόνο να τα εισηγηθούν. Επίσης, επικρατεί αδιαφάνεια γύρω από τις ενέργειες τους, καθώς από το 2019 το υπουργείο έχει πάψει να δημοσιεύει εκθέσεις για τους ελέγχους και τα πρόστιμα που εισηγούνται.